Anonymous

ὀρειβάτης: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ορειβάτις]] και ορειβάτισσα (ΑΜ [[ὀρειβάτης]], Α και [[ὀρειβάτης]] και [[ὀρεοβάτης]] και [[ὀριβάτης]] καί [[ὀρεσσιβάτης]], ποιητ. τ. [[οὐριβάτας]], Μ θηλ. [[ὀρειβάτις]], -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδίδεται στην [[ορειβασία]], [[αλπινιστής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεο</i>- / <i>ὀρι</i>- / <i>οὐρι</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-[[βάτης]])].
|mltxt=ο, θηλ. [[ορειβάτις]] και [[ορειβάτισσα]] (ΑΜ [[ὀρειβάτης]], Α και [[ὀρειβάτης]] και [[ὀρεοβάτης]] και [[ὀριβάτης]] καί [[ὀρεσσιβάτης]], ποιητ. τ. [[οὐριβάτας]], Μ θηλ. [[ὀρειβάτις]], -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδίδεται στην [[ορειβασία]], [[αλπινιστής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεο</i>- / <i>ὀρι</i>- / <i>οὐρι</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-[[βάτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm