Anonymous

διθύραμβος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dithyramvos
|Transliteration C=dithyramvos
|Beta Code=diqu/rambos
|Beta Code=diqu/rambos
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ὁ,</b> metapl. acc. sg. <span class="sense"><span class="bld">A</span> διθύραμβα <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>86</span>:—[[dithyramb]], <span class="bibl">Archil.77</span>, <span class="bibl">Epich.132</span>, <span class="bibl">Hdt.1.23</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.19</span>, <span class="bibl">Pherecr.145.11</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>700b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1342b7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>918b18</span>, etc.; μιξοβόας δ. <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span> 355</span>: metaph. of [[bombastic language]], τοσουτονὶ δ. ᾄσας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Ma.</span> 292c</span>; οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>238d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> a name of Dionysus, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>526</span> (lyr.), <span class="bibl">Philod.Scarph.1</span>:—hence Δῐθυραμβογενής, <span class="title">AP</span>9.524. (Pi. is said to have written it [[λῡθίραμβος]] (<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>85</span>) —as if from <b class="b3">λῦθι ῥάμμα</b>, the cry of Bacchus when sewn up in his father's thigh.)</span>
|Definition=[ῠ], ὁ, metapl. acc. sg.<br><span class="bld">A</span> διθύραμβα Pi.Fr.86:—[[dithyramb]], Archil.77, Epich.132, Hdt.1.23, Pi.O.13.19, Pherecr.145.11, Pl.Lg.700b, Arist.Pol.1342b7, Pr.918b18, etc.; μιξοβόας δ. A.Fr. 355: metaph. of [[bombastic]] [[language]], τοσουτονὶ δ. ᾄσας Pl.Hp.Ma. 292c; οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Id.Phdr.238d.<br><span class="bld">II</span> a name of Dionysus, E.Ba.526 (lyr.), Philod.Scarph.1:—hence Δῐθυραμβογενής, AP9.524. (Pi. is said to have written it [[λῡθίραμβος]] (Fr.85) —as if from λῦθι ῥάμμα, the cry of Bacchus when sewn up in his father's thigh.)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>δῑθῠραμβος</b> (-ῳ, -ων heterocl. acc. -αμβα.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbspnbsp;<b>1</b> [[dithyramb]] ταὶ Διωνύσου [[πόθεν]] [[ἐξέφανεν]] σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (viz. ἐκ τῆς Κορίνθου) (O. 13.19) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 2. Herodian. 2. 626. 35. L., [[ὥσπερ]] διθύραμβον διθύραμβα παρὰ Πινδάρῳ fr. 86. [[test]]., Σ (O. 13.25) c. ἐν μὲν τοῖς ὑπορχήμασιν ἐν Νάξῳ φησὶν πρῶτον εὑρεθῆναι διθύραμβον, ἐν δὲ τῷ πρώτῳ [[τῶν]] διθυράμβων ἐν Θήβαις fr. 71. Herodian. 2. 375. 12. L., Πίνδαρος δέ φησι λυθίραμμον. καὶ γὰρ [[Ζεὺς]] τικτομένου [[αὐτοῦ]] (= [[τοῦ]] Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι [[ῥάμμα]] fr. 85. Philodem., de musica 4 p. 89. 10K. καὶ Πίνδαρον [[οὕτω]] νομίζειν, ὅτ' ἔφη θύσων πο[ιεῖς]θαι διθύραμβον fr. 86a cf. Kallim. fr. 494Pf. &amp; [[test]].
|sltr=<b>δῑθῠραμβος</b> (-ῳ, -ων heterocl. acc. -αμβα.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbspnbsp;<b>1</b> [[dithyramb]] ταὶ Διωνύσου [[πόθεν]] [[ἐξέφανεν]] σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (viz. ἐκ τῆς Κορίνθου) (O. 13.19) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 2. Herodian. 2. 626. 35. L., [[ὥσπερ]] διθύραμβον διθύραμβα παρὰ Πινδάρῳ fr. 86. [[test]]., Σ (O. 13.25) c. ἐν μὲν τοῖς ὑπορχήμασιν ἐν Νάξῳ φησὶν πρῶτον εὑρεθῆναι διθύραμβον, ἐν δὲ τῷ πρώτῳ [[τῶν]] διθυράμβων ἐν Θήβαις fr. 71. Herodian. 2. 375. 12. L., Πίνδαρος δέ φησι λυθίραμμον. καὶ γὰρ [[Ζεὺς]] τικτομένου [[αὐτοῦ]] (= [[τοῦ]] Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι [[ῥάμμα]] fr. 85. Philodem., de musica 4 p. 89. 10K. καὶ Πίνδαρον [[οὕτω]] νομίζειν, ὅτ' ἔφη θύσων πο[ιεῖς]θαι διθύραμβον fr. 86a cf. Kallim. fr. 494Pf. &amp; [[test]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of a song at the feast for Dionysos (Archil.), also said of the god (E. Ba. 526 [lyr.]).<br />Other forms: [[διθυραμφος]] on a vase SEG XVI (1959) no. 40.<br />Derivatives: [[διθυραμβώδης]] (Ph.), <b class="b3">-ικός</b> (Arist.), <b class="b3">-ιος</b> month name (Gonni), [[διθυραμβέω]] [[sing dithyrambs]] (hell.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Like [[ἴαμβος]] and [[θρίαμβος]], [[διθύραμβος]] is Pre-Greek; cf. Chantr. Form. 260, Schwyzer 61f. - Against von Brandenstein (IF 54, 34ff., to Skt. <b class="b2">áṅga-</b> [[member]]) Kretschmer Glotta 27, 219f.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of a song at the feast for Dionysos (Archil.), also said of the god (E. Ba. 526 [lyr.]).<br />Other forms: [[διθυραμφος]] on a vase SEG XVI (1959) no. 40.<br />Derivatives: [[διθυραμβώδης]] (Ph.), <b class="b3">-ικός</b> (Arist.), <b class="b3">-ιος</b> month name (Gonni), [[διθυραμβέω]] [[sing dithyrambs]] (hell.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Like [[ἴαμβος]] and [[θρίαμβος]], [[διθύραμβος]] is Pre-Greek; cf. Chantr. Form. 260, Schwyzer 61f. - Against von Brandenstein (IF 54, 34ff., to Skt. <b class="b2">áṅga-</b> [[member]]) Kretschmer Glotta 27, 219f.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 40: Line 40:
|ftr='''διθύραμβος''': {dīthúrambos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines bei den Dionysosfesten gesungenen Liedes (seit Archil.), vereinzelt auch auf den Gott übertragen (E. ''Ba''. 526 [lyr.]).<br />'''Derivative''': Davon [[διθυραμβώδης]] (Ph u. a.), -ικός (Arist. u. a.), -ιος Monatsname (Gonni), [[διθυραμβέω]] [[Dithyramben singen]] (hell.).<br />'''Etymology''' : Schon die Bedeutung läßt darauf schließen, daß [[διθύραμβος]] ebenso wie die gleichgebildeten [[ἴαμβος]], [[θρίαμβος]] ein vorgriechisches LW ist; vgl. Chantraine Formation 260, Schwyzer 61f. — Die alte Zusammenstellung des Hinterglieds mit aind. ''áṅga''- [[Glied]] ist von Brandenstein IF 54, 34ff. wiederaufgenommen worden, indem er [[διθύραμβος]] usw. als ägäisierte indog. Wörter ansieht. Bedenken bei Kretschmer Glotta 27, 219f. Wie Brandenstein urteilt auch Puhvel Glotta 34, 37ff. Neue, sehr kühne und fragliche idg. Etymologie von Grošelj Živa Ant. 3, 209ff., wo auch ältere Lit. Frühere Deutungsversuche bei Bq (mit Add. et Corr.).<br />'''Page''' 1,391-392
|ftr='''διθύραμβος''': {dīthúrambos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines bei den Dionysosfesten gesungenen Liedes (seit Archil.), vereinzelt auch auf den Gott übertragen (E. ''Ba''. 526 [lyr.]).<br />'''Derivative''': Davon [[διθυραμβώδης]] (Ph u. a.), -ικός (Arist. u. a.), -ιος Monatsname (Gonni), [[διθυραμβέω]] [[Dithyramben singen]] (hell.).<br />'''Etymology''' : Schon die Bedeutung läßt darauf schließen, daß [[διθύραμβος]] ebenso wie die gleichgebildeten [[ἴαμβος]], [[θρίαμβος]] ein vorgriechisches LW ist; vgl. Chantraine Formation 260, Schwyzer 61f. — Die alte Zusammenstellung des Hinterglieds mit aind. ''áṅga''- [[Glied]] ist von Brandenstein IF 54, 34ff. wiederaufgenommen worden, indem er [[διθύραμβος]] usw. als ägäisierte indog. Wörter ansieht. Bedenken bei Kretschmer Glotta 27, 219f. Wie Brandenstein urteilt auch Puhvel Glotta 34, 37ff. Neue, sehr kühne und fragliche idg. Etymologie von Grošelj Živa Ant. 3, 209ff., wo auch ältere Lit. Frühere Deutungsversuche bei Bq (mit Add. et Corr.).<br />'''Page''' 1,391-392
}}
}}
==Wikipedia EN==
The dithyramb (Ancient Greek: διθύραμβος, dithyrambos) was an ancient Greek hymn sung and danced in honour of Dionysus, the god of wine and fertility; the term was also used as an epithet of the god: Plato, in The Laws, while discussing various kinds of music mentions "the birth of Dionysos, called, I think, the dithyramb." Plato also remarks in the Republic that dithyrambs are the clearest example of poetry in which the poet is the only speaker.
However, in The Apology Socrates went to the dithyrambs with some of their own most elaborate passages, asking their meaning but got a response of, "Will you believe me?" which "showed me in an instant that not by wisdom do poets write poetry, but by a sort of genius and inspiration; they are like diviners or soothsayers who also say many fine things, but do not understand the meaning of them."
Plutarch contrasted the dithyramb's wild and ecstatic character with the paean. According to Aristotle, the dithyramb was the origin of Athenian tragedy. A wildly enthusiastic speech or piece of writing is still occasionally described as dithyrambic.
==Wikipedia EL==
Ο Διθύραμβος ήταν αυτοσχέδιο χορικό, λατρευτικό και θρησκευτικό άσμα, προς την λατρεία του Διονύσου. Ψαλλόταν από ομάδα πενήντα ανδρών ή γυναικών, μεταμφιεσμένων ίσως σε τράγους με την συνοδεία αυλού, χορεύοντας γύρω από τον βωμό του. Επίσης ο πρώτος των χορευτών, ο εξάρχων απέδιδε και κάποια αφήγηση σχετικά με την ζωή του θεού. Το θέμα αρχικά ήταν η γένεση του Βάκχου, ενώ στην συνέχεια το πλαίσιο έγινε ευρύτερο. Πιστεύεται πως η λέξη προήλθε από: α) τον "Διθύραμβο" Διόνυσο, που γεννήθηκε δύο φορές, μια από την Σέμελη και μια από τον μηρό του Δία και β) δις-θύρα-βαίνω. Η εξέλιξή του οδήγησε στη γένεση της τραγωδίας, σύμφωνα με το θεωρητικό μοντέλο της δημιουργίας του δράματος του Αριστοτέλη. Με τα χρόνια εξελίχθηκε από λατρευτικό τραγούδι σε ξεχωριστό λυρικό και χορευτικό καλλιτεχνικό είδος.
Πατέρας αυτής της εξέλιξης θεωρείται ο Αρίων (Μύθημνα, Λέσβος) που ήταν ο πρώτος που συνέθεσε τον διθύραμβο, του έδωσε λυρική μορφή και αφηγηματικό περιεχόμενο και παρουσίασε τους χορευτές μεταμφιεσμένους σε Σατύρους (δηλαδή με χαρακτηριστικά τράγου) για αυτό και ονομάστηκε «ευρετής του τραγικού τρόπου» επιβεβαιωμένο από το λεξικό Σούδα. Αργότερα ο Θέσπης (Ικαρία) στην θέση του εξάρχοντα εισήγαγε και τον υποκριτή ηθοποιό ο οποίος έκανε διάλογο με τον χορό, συνέπεια αυτής της καινοτομίας ήταν η γέννηση της τραγωδίας στην Αττική. Σήμερα διασώζονται διθύραμβοι του Βακχυλίδη.
==Translations==
ar: ديثرامب; bar: dithyrambn; be_x_old: дыфірамб; be: дыфірамб; bg: дитирамб; ca: ditirambe; cs: dithyrambos; de: Dithyrambos; el: διθύραμβος; en: dithyramb; eo: ditirambo; es: ditirambo; fa: دیتیرامب; fi: dityrambi; fr: dithyrambe; gl: ditirambo; he: דיתיראמבוס; hr: ditiramb; hu: dithürambosz; hy: դիֆիրամբ; io: ditirambo; it: ditirambo; ja: ディテュランボス; ka: დითირამბი; kk: дифирамб; ky: дифирамб; la: dithyrambus; mk: дитирамб; nl: dithyrambe; no: dityrambe; oc: ditirambe; pl: dytyramb; pt: ditirambo; ru: дифирамб; sh: ditiramb; sk: dityramb; sl: ditiramb; sq: ditirambi; sr: дитирамб; sv: dityramb; uk: дифірамб; uz: difiramb