3,274,216
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προπετής''': -ές, ([[προπίπτω]]) ὁ πίπτων ἢ κλίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, «τοὔμπροσθεν νενευκὼς» (Σουΐδ.), προέχων, προκύπτων, προνεύων, Λατ. prociduus proclivis, κεφαλὴ πρ. εἰς τοὔμπροσθεν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, πρβλ. 197Α· προπετέστεραι γένυες [[αὐτόθι]] 798· ὁ μὲν [[αὐχήν]]... μὴ πρ. πεφύκοι Ξεν. Ἱππ. 1, 8· πρ. ἂν ἐγίνετο ἡ [[βάδισις]] Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 14, 2· μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 5. 2) ἐρριμένος, κεῖται προπετὲς [τὸ [[κάταγμα]]], «ἐρριμένον καὶ προπεσὸν [[χαμαὶ]]» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 701· πρ. [[εἶναι]], γίγνεσθαι Ἱππ. Προγν. 37. 41, κτλ. 3) προκλινής, ἐν καταπτώσει εὑρισκόμενος, ἐγγίζων εἰς τὸν θάνατον, ζῇ γὰρ πρ. Σοφ. Τρ. 976, πρβλ. [[προνωπής]]· ἡ πρ. Μοῖρα, [[πρόωρος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1499 4) προεξέχων, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Πολυδ. Α΄, 189· γνάθοι, ὀφρῦς ὁ αὐτ. Δ΄, 68, 134. ΙΙ. μεταφορ., 1) ὁ ἐγγίζων εἴς τι, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Εὐρ. Ἄλκ. 909· τύμβου προπετῆ παρθένον, «τὴν παρθένον προκειμένην τοῦ τύμβου» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 152. 2) ἐπιρρεπὴς εἴς τι, ἐπὶ ἢ εἴς τι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15., 6. 5, 14· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 792D· μετ’ ἀπαρεμφ., πρ. μεταστῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 30. 3) «[[κατακέφαλα]]», πρ. ἄγειν τινὰ Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 3. 4) [[ὁρμητικός]], [[αἰφνίδιος]], [[ῥιψοκίνδυνος]], [[ἀπερίσκεπτος]], [[βίαιος]], πρ. ἡδοναὶ σώματος Αἰσχίν. 27. 8· πρ. [[γέλως]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], Ἰσοκρ. 5Α· ἡ πρ. [[ἀκρασία]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 7, 8· [[ἐφήμερον]] δὲ καὶ προπετῆ βίον, ὑποκείμενον εἰς κινδύνους, Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2· πρ. [[γλῶσσα]] Ἀλκίφρων 3. 57· ἐπὶ κλήρου τυχαίως ἐκτιναχθέντος, [[κλᾶρος]] προπετὴς Πινδ. Ν. 6. 107. β) ἐπὶ προσώπων, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 7. 12· τὰ [[θήλεα]]... [τῶν ἀρρένων] προπετέστερα ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5· μανικὸς καὶ πρ. ἐπὶ τῶν κινδύνων Θεοπόμπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 435Β· οἱ προπετεῖς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 13, 5· οἱ γλώσσῃ προπετεῖς Ἀνθ. Πλαν. 89· τὸ προπετὲς = [[προπέτεια]], Ἱππ. 19. 16, κτλ. 5) ἁρμονίαι προπετεῖς, ῥέοντες ῥυθμοί, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40. 6) ὡς ἰατρικὸς ὅρος, ὁ ὑποκείμενος εἰς διάρροιαν, Ἀθήν. 584D. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς, πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. εἰς τὸ κάταντες φέρεσθαι Ξεν. Ἱππ. 8, 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 145. 2) προπετῶς, μετὰ σπουδῆς, πρ. φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Ξεν. Ἱέρων 7, 2· πρ. [[ταχύγλωσσος]] Ἱππ. 1136F· πρ. ἐπερέσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, κτλ., Πλάτ. Φίληβ. 45Α, Ἰσοκρ. 290Α, κτλ.· πρ. ἔχειν, εἶμαι [[προπετής]], [[ὁρμητικός]], [[ἀπερίσκεπτος]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· μηδέν... πράξῃς πρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 25· προπετέστερον χρῆσθαί τινι Πολύβ. 3. 102, 11. ― Περὶ τοῦ [[προπετής]], [[προπέτεια]] καὶ προπετεύεσθαι ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 292-97, 298, 30, 862. | |lstext='''προπετής''': -ές, ([[προπίπτω]]) ὁ πίπτων ἢ κλίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, «τοὔμπροσθεν νενευκὼς» (Σουΐδ.), προέχων, προκύπτων, προνεύων, Λατ. prociduus proclivis, κεφαλὴ πρ. εἰς τοὔμπροσθεν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, πρβλ. 197Α· προπετέστεραι γένυες [[αὐτόθι]] 798· ὁ μὲν [[αὐχήν]]... μὴ πρ. πεφύκοι Ξεν. Ἱππ. 1, 8· πρ. ἂν ἐγίνετο ἡ [[βάδισις]] Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 14, 2· μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 5. 2) ἐρριμένος, κεῖται προπετὲς [τὸ [[κάταγμα]]], «ἐρριμένον καὶ προπεσὸν [[χαμαὶ]]» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 701· πρ. [[εἶναι]], γίγνεσθαι Ἱππ. Προγν. 37. 41, κτλ. 3) προκλινής, ἐν καταπτώσει εὑρισκόμενος, ἐγγίζων εἰς τὸν θάνατον, ζῇ γὰρ πρ. Σοφ. Τρ. 976, πρβλ. [[προνωπής]]· ἡ πρ. Μοῖρα, [[πρόωρος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1499 4) προεξέχων, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Πολυδ. Α΄, 189· γνάθοι, ὀφρῦς ὁ αὐτ. Δ΄, 68, 134. ΙΙ. μεταφορ., 1) ὁ ἐγγίζων εἴς τι, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Εὐρ. Ἄλκ. 909· τύμβου προπετῆ παρθένον, «τὴν παρθένον προκειμένην τοῦ τύμβου» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 152. 2) ἐπιρρεπὴς εἴς τι, ἐπὶ ἢ εἴς τι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15., 6. 5, 14· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 792D· μετ’ ἀπαρεμφ., πρ. μεταστῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 30. 3) «[[κατακέφαλα]]», πρ. ἄγειν τινὰ Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 3. 4) [[ὁρμητικός]], [[αἰφνίδιος]], [[ῥιψοκίνδυνος]], [[ἀπερίσκεπτος]], [[βίαιος]], πρ. ἡδοναὶ σώματος Αἰσχίν. 27. 8· πρ. [[γέλως]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], Ἰσοκρ. 5Α· ἡ πρ. [[ἀκρασία]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 7, 8· [[ἐφήμερον]] δὲ καὶ προπετῆ βίον, ὑποκείμενον εἰς κινδύνους, Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2· πρ. [[γλῶσσα]] Ἀλκίφρων 3. 57· ἐπὶ κλήρου τυχαίως ἐκτιναχθέντος, [[κλᾶρος]] προπετὴς Πινδ. Ν. 6. 107. β) ἐπὶ προσώπων, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 7. 12· τὰ [[θήλεα]]... [τῶν ἀρρένων] προπετέστερα ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5· μανικὸς καὶ πρ. ἐπὶ τῶν κινδύνων Θεοπόμπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 435Β· οἱ προπετεῖς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 13, 5· οἱ γλώσσῃ προπετεῖς Ἀνθ. Πλαν. 89· τὸ προπετὲς = [[προπέτεια]], Ἱππ. 19. 16, κτλ. 5) ἁρμονίαι προπετεῖς, ῥέοντες ῥυθμοί, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40. 6) ὡς ἰατρικὸς ὅρος, ὁ ὑποκείμενος εἰς διάρροιαν, Ἀθήν. 584D. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς, πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. εἰς τὸ κάταντες φέρεσθαι Ξεν. Ἱππ. 8, 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 145. 2) [[προπετῶς]], μετὰ σπουδῆς, πρ. φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Ξεν. Ἱέρων 7, 2· πρ. [[ταχύγλωσσος]] Ἱππ. 1136F· πρ. ἐπερέσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, κτλ., Πλάτ. Φίληβ. 45Α, Ἰσοκρ. 290Α, κτλ.· πρ. ἔχειν, εἶμαι [[προπετής]], [[ὁρμητικός]], [[ἀπερίσκεπτος]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· μηδέν... πράξῃς πρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 25· προπετέστερον χρῆσθαί τινι Πολύβ. 3. 102, 11. ― Περὶ τοῦ [[προπετής]], [[προπέτεια]] καὶ προπετεύεσθαι ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 292-97, 298, 30, 862. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. -έτισσα και παλ. τ. -ις, Ν<br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, [[αυθάδης]], [[θρασύς]], [[ιταμός]] (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κλίση]], που γέρνει [[προς]] τα [[εμπρός]] («προπετὴς ἐπὶ [[πόδας]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] κεκλιμένος σε [[κάτι]] ή [[μπροστά]] από [[κάτι]] («κεφαλὴ τοῦ βραχίονος προπετὴς ἐς [[τοὔμπροσθεν]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για τον ένα ώμο) αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] σε [[σχέση]] με τον [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[κυρτός]] («μὴ ἀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που έχει πέσει [[κάτω]]<br /><b>6.</b> αυτός που πλησιάζει τον θάνατο («ζῇ γὰρ [[προπετής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τα μάτια, για τις γνάθους και για τα φρύδια) αυτός που προεξέχει<br /><b>8.</b> ο [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]] («μήτ' οὖν αὐτὸν προπετῆ πρὸς τὰς ἡδονὰς γιγνόμενον [[ὅλως]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[απερίσκεπτος]]<br /><b>10.</b> (για κλήρο) αυτός που εμφανίζεται απροσδόκητα<br /><b>11.</b> [[ανόητος]], [[μωρός]]<br /><b>12.</b> [[πρόωρος]]<br /><b>13.</b> αυτός που υπόκειται σε κινδύνους<br /><b>14.</b> <b>ιατρ.</b> ο υποκείμενος σε [[διάρροια]]<br /><b>15.</b> αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] ελέγχου<br /><b>16.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που, παρουσιάζοντας [[κλίση]], αγγίζει [[κάτι]] («πολιὰς ἐπὶ χαίτας [[προπετής]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>17.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προπετές</i><br />η [[προπέτεια]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> «ἁρμονίαι προπετεῑς» — ρέοντες ρυθμοί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προπετώς</i> / | |mltxt=-ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. -έτισσα και παλ. τ. -ις, Ν<br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, [[αυθάδης]], [[θρασύς]], [[ιταμός]] (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κλίση]], που γέρνει [[προς]] τα [[εμπρός]] («προπετὴς ἐπὶ [[πόδας]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] κεκλιμένος σε [[κάτι]] ή [[μπροστά]] από [[κάτι]] («κεφαλὴ τοῦ βραχίονος προπετὴς ἐς [[τοὔμπροσθεν]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για τον ένα ώμο) αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] σε [[σχέση]] με τον [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[κυρτός]] («μὴ ἀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που έχει πέσει [[κάτω]]<br /><b>6.</b> αυτός που πλησιάζει τον θάνατο («ζῇ γὰρ [[προπετής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τα μάτια, για τις γνάθους και για τα φρύδια) αυτός που προεξέχει<br /><b>8.</b> ο [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]] («μήτ' οὖν αὐτὸν προπετῆ πρὸς τὰς ἡδονὰς γιγνόμενον [[ὅλως]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[απερίσκεπτος]]<br /><b>10.</b> (για κλήρο) αυτός που εμφανίζεται απροσδόκητα<br /><b>11.</b> [[ανόητος]], [[μωρός]]<br /><b>12.</b> [[πρόωρος]]<br /><b>13.</b> αυτός που υπόκειται σε κινδύνους<br /><b>14.</b> <b>ιατρ.</b> ο υποκείμενος σε [[διάρροια]]<br /><b>15.</b> αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] ελέγχου<br /><b>16.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που, παρουσιάζοντας [[κλίση]], αγγίζει [[κάτι]] («πολιὰς ἐπὶ χαίτας [[προπετής]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>17.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προπετές</i><br />η [[προπέτεια]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> «ἁρμονίαι προπετεῑς» — ρέοντες ρυθμοί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προπετώς</i> / [[προπετῶς]] ΝΜΑ<br /><b>μτφ.</b> με [[προπέτεια]], με άκαιρη και αλόγιστη [[σπουδή]] και [[θρασύτητα]] [[κατά]] την [[ομιλία]] («[[προπετῶς]] [[φέρεσθαι]] εἰς τὴν [[τυραννίδα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πρόωρα, άκαιρα<br /><b>2.</b> χωρὶς έλεγχο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προπετῶς ἔχω» και «προπετῶς χρῶμαι» και «[[προπετῶς]] [[πράττω]]» — [[ενεργώ]] με [[προπέτεια]], με [[αυθάδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πετ</i>- του [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>πετής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προπετής]], ές [[προπεσεῖν]]<br /><b class="num">I.</b> falling forwards, inclined [[forward]], Lat. [[proclivis]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> thrown [[away]], κεῖται προπετές [τὸ [[κάταγμα]] Soph.<br /><b class="num">3.</b> [[drooping]], at the [[point]] of [[death]], Soph.; cf. [[προνωπής]].<br /><b class="num">II.</b> metaph.,<br /><b class="num">1.</b> [[being]] [[upon]] the [[point]] of, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Eur.; τύμβου πρ. [[παρθένος]] Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[ready]] for, [[prone]] to a [[thing]], ἐπί or εἴς τι Xen.; πρός τι Plat.<br /><b class="num">3.</b> [[headlong]], [[precipitate]], [[rash]], [[reckless]], [[violent]], Aeschin.,; ἡ πρ. [[ἀκρασία]] Arist.; of a lot, [[drawn]] at [[random]], Pind.:—of persons, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Arist.<br /><b class="num">III.</b> adv. | |mdlsjtxt=[[προπετής]], ές [[προπεσεῖν]]<br /><b class="num">I.</b> falling forwards, inclined [[forward]], Lat. [[proclivis]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> thrown [[away]], κεῖται προπετές [τὸ [[κάταγμα]] Soph.<br /><b class="num">3.</b> [[drooping]], at the [[point]] of [[death]], Soph.; cf. [[προνωπής]].<br /><b class="num">II.</b> metaph.,<br /><b class="num">1.</b> [[being]] [[upon]] the [[point]] of, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Eur.; τύμβου πρ. [[παρθένος]] Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[ready]] for, [[prone]] to a [[thing]], ἐπί or εἴς τι Xen.; πρός τι Plat.<br /><b class="num">3.</b> [[headlong]], [[precipitate]], [[rash]], [[reckless]], [[violent]], Aeschin.,; ἡ πρ. [[ἀκρασία]] Arist.; of a lot, [[drawn]] at [[random]], Pind.:—of persons, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Arist.<br /><b class="num">III.</b> adv. [[προπετῶς]], [[forwards]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[headlong]] [[hastily]], Xen., etc.; [[προπετῶς]] ἔχειν to be [[rash]], Xen. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese |