Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τελειωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teleiotikos
|Transliteration C=teleiotikos
|Beta Code=teleiwtiko/s
|Beta Code=teleiwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[perfective]], [[effective]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>78</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">in Alc.</span>p.52</span> C.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[perfective]], [[effective]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>78</span>. Adv. [[τελειωτικῶς]] <span class="bibl">Id.<span class="title">in Alc.</span>p.52</span> C.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τελειωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τελειωτικός]], -ή, όν, Α [[τελειῶ]], -ώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανέκκλητος]], [[οριστικός]] («τελειωτική [[απάντηση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει το [[τέλος]] («τελειωτικό [[χτύπημα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που οδηγεί στην [[τελείωση]] («[[σοφία]] τελειωτική», Κλήμ. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τελειωτικώς]] / <i>τελειωτικῶς</i> ΝΑ, και <i>τελειωτικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />οριστικά, αμετάκλητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τρόπο που οδηγεί στην [[τελείωση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[τελειωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τελειωτικός]], -ή, όν, Α [[τελειῶ]], -ώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανέκκλητος]], [[οριστικός]] («τελειωτική [[απάντηση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει το [[τέλος]] («τελειωτικό [[χτύπημα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που οδηγεί στην [[τελείωση]] («[[σοφία]] τελειωτική», Κλήμ. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τελειωτικώς]] / [[τελειωτικῶς]] ΝΑ, και <i>τελειωτικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />οριστικά, αμετάκλητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τρόπο που οδηγεί στην [[τελείωση]].
}}
}}