3,277,002
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐνδεσζμ- <i>IEleusis</i> 177.437 (IV a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[paquete]], [[atadijo]], [[envoltorio]], <i>Graff.Dip</i>.B 9 (V a.C.) (dud., cf. <i>SEG</i> 37.121), para limpiar sustancias medicinales mediante inmersión, Dsc.3.83.3, 5.75.8<br /><b class="num">•</b>[[bolsa]], [[talega]] ἔ. ἀργυρίου LXX <i>Pr</i>.7.20, cf. Ephr.Syr.1.74D.<br /><b class="num">2</b> arq.:<br /><b class="num">a)</b> [[armadura]], [[trabazón]], [[andamiaje de maderas]], para adosar una galería a una casa συνέσχεν τὸν ἔνδεσμον ἐν ξύλοις κεδρίνοις LXX 3<i>Re</i>.6.10, para asegurar una rampa artificial de tierra y piedras, Procop.<i>Pers</i>.2.26.24;<br /><b class="num">b)</b> [[pieza de armadura]], [[elemento de armazón en madera]], para reforzar o consolidar un muro τοὺς ἐνδέσζμους (<i>sic</i>) τοῦ τείχους <i>IEleusis</i> l.c., cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.50, <i>IOropos</i> 293.36 (todas IV a.C.), para trabar diversos elementos constructivos entre sí <i>IEleusis</i> 151.23, 27 (IV a.C.), τῆς ἀνακαθάρσεως τῶν ἐνδέσμων τοῦ ἀναλήμματος <i>IEleusis</i> 177.19 (IV a.C.). < [[ἔνδεσμος]] [[ἔνδετος]] > [[ἔνδεσμος]], -ον<br />[[sujeto]], [[preso]]con esposas y cepo, Luc.<i>Lex</i>.10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἔνδεσμος]])<br />[[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] [[σκελετός]] για τη [[σύνδεση]] και [[στερέωση]] τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] χρησιμεύει για τη [[στήριξη]] ή [[σύνδεση]] του κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους<br /><b>2.</b> [[ενδέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ύφασμα του οποίου δένονται τα [[τέσσερα]] [[άκρα]] για να χρησιμοποιηθεί για [[διήθηση]] υγρού<br /><b>2.</b> [[κομπόδεμα]], [[πουγγί]]. | |mltxt=ο (AM [[ἔνδεσμος]])<br />[[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] [[σκελετός]] για τη [[σύνδεση]] και [[στερέωση]] τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] χρησιμεύει για τη [[στήριξη]] ή [[σύνδεση]] του κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους<br /><b>2.</b> [[ενδέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ύφασμα του οποίου δένονται τα [[τέσσερα]] [[άκρα]] για να χρησιμοποιηθεί για [[διήθηση]] υγρού<br /><b>2.</b> [[κομπόδεμα]], [[πουγγί]]. | ||
}} | }} |