Anonymous

ὕβρις: Difference between revisions

From LSJ
1,209 bytes removed ,  23 July 2021
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 56: Line 56:
:''η ύβρις προϋποθέτει αφ' ενός μεν την ελευθερία σκέψεων και πράξεων, αφ' ετέρου την απουσία προ-καθορισμένων «νορμών», πολύ δε περισσότερο την απουσία κάποιας «νόρμας των νορμών», την απουσία εσχάτων νόμων για τις ανθρώπινες πράξεις'' (Γιώργος Οικονόμου: Δημοκρατία, φιλοσοφία και τραγωδία κατά τον Κ. Καστοριάδη, Νέα Κοινωνιολογία, Φθινόπωρο 2000, 31, σ.32)
:''η ύβρις προϋποθέτει αφ' ενός μεν την ελευθερία σκέψεων και πράξεων, αφ' ετέρου την απουσία προ-καθορισμένων «νορμών», πολύ δε περισσότερο την απουσία κάποιας «νόρμας των νορμών», την απουσία εσχάτων νόμων για τις ανθρώπινες πράξεις'' (Γιώργος Οικονόμου: Δημοκρατία, φιλοσοφία και τραγωδία κατά τον Κ. Καστοριάδη, Νέα Κοινωνιολογία, Φθινόπωρο 2000, 31, σ.32)
# Η λέξη '''ύβρις''' σε σχέση με τα '''συνώνυμά''' της αντιστοιχεί σε επίσημο, λόγιο επίπεδο λόγου.  
# Η λέξη '''ύβρις''' σε σχέση με τα '''συνώνυμά''' της αντιστοιχεί σε επίσημο, λόγιο επίπεδο λόγου.  
#: (α΄επίπεδο γλώσσας: λογοτεχνία, πολιτική, δημοσιογραφία)
# Η λέξη '''ύβρις'''  χρησιμοποιείται σ΄όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, με την έννοια της υπέρμετρης αλαζονείας.  
#: ''Ξαφνικά η τρελή [[εξαπολύω|εξαπέλυσε]] τέτοιες '''ύβρεις''', που απομείναμε [[ενεός|ενεοί]]. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
#: (β΄επίπεδο γλώσσας: "ευγενική" καθομιλουμένη)
#:''Ξαφνικά η τρελή [[αμολάω|αμόλησε]] κάτι '''βρισιές''', που μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Άβυσσος κτλ...
#: (γ΄επίπεδο γλώσσας: καθομιλουμένη μεν, αλλά κομματάκι [[χυδαίος|χυδαία]] και [[αργκό]])
#: ''Ξαφνικά η τρελή έριξε κάτι '''μπινελίκια''', που μείναμε ξεροί. Άβυσσος κτλ...
#: (δ΄επίπεδο γλώσσας: χυδαία και αργκό καθομιλουμένη)
#: ''Ξαφνικά η τρελή έριξε κάτι '''γαμοσταυρίδια''', που μείναμε κάγκελο. Ἀβυσσος κτλ...
# Η λέξη '''ύβρις'''  χρησιμοποιείται σ΄όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, με την έννοια της υπέρμετρης αλαζονείας. (παρεμπιπτόντως η λέξη [[θέατρο]] επίσης)
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὕβρις:'''<br /><b class="num">I</b> εως и εος, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> наглость, нахальство, дерзость, грубость, глумление: ὕβρει Soph., δι᾽ ὕβριν и διὰ τὴν ὕβριν Dem., Xen., ἐφ᾽ ὕβρει Eur., εἰς ὕβριν Arst. или πρὸς ὕβριν Plut. из дерзости или в насмешку;<br /><b class="num">2)</b> бесчинство, насилие, оскорбление: ὕβριν ὑβρίζειν εἴς τινα Eur. наносить кому-л. обиду; ὕβρεις τινός и εἴς τινα Isocr., Arst. насилия над кем-л.; ὕ. τοῦ σώματος Isocr. физическое насилие; ὕ. τινὸς εἴς τινα Eur. оскорбление, нанесенное кем-л. кому-л.; [[νόμος]] ὕβρεως Dem. закон против насилий; ὕβρεως [[γραφή]] или [[δίκη]] Isocr., Aeschin., Dem. иск о причинении насилия;<br /><b class="num">3)</b> (о животных) строптивость, горячность Pind., Her.;<br /><b class="num">4)</b> ущерб, вред NT.<br /><b class="num">II</b> ὁ Hes. = [[ὑβριστής]].
|elrutext='''ὕβρις:'''<br /><b class="num">I</b> εως и εος, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> наглость, нахальство, дерзость, грубость, глумление: ὕβρει Soph., δι᾽ ὕβριν и διὰ τὴν ὕβριν Dem., Xen., ἐφ᾽ ὕβρει Eur., εἰς ὕβριν Arst. или πρὸς ὕβριν Plut. из дерзости или в насмешку;<br /><b class="num">2)</b> бесчинство, насилие, оскорбление: ὕβριν ὑβρίζειν εἴς τινα Eur. наносить кому-л. обиду; ὕβρεις τινός и εἴς τινα Isocr., Arst. насилия над кем-л.; ὕ. τοῦ σώματος Isocr. физическое насилие; ὕ. τινὸς εἴς τινα Eur. оскорбление, нанесенное кем-л. кому-л.; [[νόμος]] ὕβρεως Dem. закон против насилий; ὕβρεως [[γραφή]] или [[δίκη]] Isocr., Aeschin., Dem. иск о причинении насилия;<br /><b class="num">3)</b> (о животных) строптивость, горячность Pind., Her.;<br /><b class="num">4)</b> ущерб, вред NT.<br /><b class="num">II</b> ὁ Hes. = [[ὑβριστής]].