Anonymous

επέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα"
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπέρχομαι]])<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]], [[διαδέχομαι]]<br /><b>4.</b> (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι επερχόμενοι</i>, -<i>ες</i>, -<i>a</i> (AM ἐπερχόμενοι, -αι, -α)<br />αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσβάλλω]], [[πλήττω]] αιφνιδιαστικά<br /><b>2.</b> [[κατέρχομαι]] [[πάνω]] σε κάποιον («πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πλησιάζω]] («[[ὄρνις]] γάρ [[σφιν]] ἐπῆλθε»)<br /><b>2.</b> [[εισβάλλω]]<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπέρχεται</i><br />συμβαίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] σε κάποιον να του ζητήσω [[συμβουλή]] («μάντεις δ' ἐπῆλθες ἐμπύρων τ' εἶδες [[φλόγα]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φθάνω]], [[πηγαίνω]]<br /><b>3.</b> [[κατηγορώ]], [[επιτιμώ]] («ταῡτα μὲν σε πρῶτ' ἐπήλθον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πρόσοδο) εισπράττομαι<br /><b>5.</b> (για χρόνο) ξαναέρχομαι, [[φθάνω]] («ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν [[ἔτος]] καὶ ἐπήλυθον ὧραι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πλησιάζω]] («νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε»)<br /><b>7.</b> (για δεύτερη [[γυναίκα]]) [[έρχομαι]] στο [[σπίτι]] του συζύγου<br /><b>8.</b> [[επισκέπτομαι]] έναν [[τόπο]] («πολλὴν δ' ἐπελήλυθα γαῖαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[περπατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[περνώ]]<br /><b>10.</b> (για ποταμό) [[κατακλύζω]] («ἐπέρχεται δὲ ὁ Νεῑλος, ἐπεὰν πληθύῃ, οὐ μόνον τὸ Δέλτα»)<br /><b>11.</b> [[πραγματεύομαι]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] («εἴθ' ἐπέλθοις ἅπαντά μοι σαφῶς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]] («ὧδ' οὖν ἡμεῑς λέγομεν πρῶτον περὶ πάσης γενέσεως ἐπελθόντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[κατορθώνω]], [[επιτελώ]] («τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ τε καὶ διαχειρίσει πραγμάτων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[ακολουθώ]] τα ίχνη, το [[παράδειγμα]], [[μιμούμαι]] («πάτρῳ τε ἐπερχόμενος ἀγλαΐαν ἔδειξε», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐπέρχομαι]])<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]], [[διαδέχομαι]]<br /><b>4.</b> (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι επερχόμενοι</i>, -<i>ες</i>, -<i>a</i> (AM ἐπερχόμενοι, -αι, -α)<br />αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσβάλλω]], [[πλήττω]] αιφνιδιαστικά<br /><b>2.</b> [[κατέρχομαι]] [[πάνω]] σε κάποιον («πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πλησιάζω]] («[[ὄρνις]] γάρ [[σφιν]] ἐπῆλθε»)<br /><b>2.</b> [[εισβάλλω]]<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπέρχεται</i><br />συμβαίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] σε κάποιον να του ζητήσω [[συμβουλή]] («μάντεις δ' ἐπῆλθες ἐμπύρων τ' εἶδες [[φλόγα]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φθάνω]], [[πηγαίνω]]<br /><b>3.</b> [[κατηγορώ]], [[επιτιμώ]] («ταῦτα μὲν σε πρῶτ' ἐπήλθον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πρόσοδο) εισπράττομαι<br /><b>5.</b> (για χρόνο) ξαναέρχομαι, [[φθάνω]] («ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν [[ἔτος]] καὶ ἐπήλυθον ὧραι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πλησιάζω]] («νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε»)<br /><b>7.</b> (για δεύτερη [[γυναίκα]]) [[έρχομαι]] στο [[σπίτι]] του συζύγου<br /><b>8.</b> [[επισκέπτομαι]] έναν [[τόπο]] («πολλὴν δ' ἐπελήλυθα γαῖαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[περπατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[περνώ]]<br /><b>10.</b> (για ποταμό) [[κατακλύζω]] («ἐπέρχεται δὲ ὁ Νεῑλος, ἐπεὰν πληθύῃ, οὐ μόνον τὸ Δέλτα»)<br /><b>11.</b> [[πραγματεύομαι]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] («εἴθ' ἐπέλθοις ἅπαντά μοι σαφῶς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]] («ὧδ' οὖν ἡμεῑς λέγομεν πρῶτον περὶ πάσης γενέσεως ἐπελθόντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[κατορθώνω]], [[επιτελώ]] («τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ τε καὶ διαχειρίσει πραγμάτων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[ακολουθώ]] τα ίχνη, το [[παράδειγμα]], [[μιμούμαι]] («πάτρῳ τε ἐπερχόμενος ἀγλαΐαν ἔδειξε», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}