Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποκρίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[ὑποκρίνω]] ΜΑ [[κρίνω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] [[πρόσωπο]] σε θεατρικό [[έργο]], υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους [[πολλάκις]] μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει [[τίποτε]]» β. «[[μηδὲ]] τῇ φωνῇ δακρύειν ὑποκρινόμενον τὴν ἐκείνων τύχην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[υποκρύπτω]] τις σκέψεις ή τα αισθήματά μου, [[είμαι]] [[υποκριτής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[χωρίζω]] λίγο («ἑαυτὸν ἀποκρίνων ἢ ὑποκρίνων, ὅ ἐστι τῶν ἄλλων ἀποχωρίζων, ὑποκρινόμενος», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] δραματικά («ἀνεγνώσθη Ἰαμβλίχου δραματικόν, ἔρωτας ὑποκρινόμενον», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[ανακρίνω]] («ὑποκρίνουσι τοὺς ἀντιδίκους», Ανέκδοτα Βεκκήρου)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]] («ταῡτα μὲν ἡ Πυθίη ὑπεκρίνατο τοῑσι Λυδοῑσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («τοὺς ὀνείρους [[ὑποκρίνομαι]]», Αλκίφρ.)<br />γ) (για ρητοροδιδάσκαλο) [[απαγγέλλω]]<br />δ) [[μιμούμαι]]<br />ε) [[παριστάνω]] [[κάτι]] με υπερβολικό τρόπο, [[μεγαλοποιώ]] («τοσούτοις [[ὕστερον]] χρόνοις αιτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας συμφορήσας ὑποκρίνεται», <b>Δημοσθ.</b>)<br />στ) [[εξαπατώ]].
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[ὑποκρίνω]] ΜΑ [[κρίνω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] [[πρόσωπο]] σε θεατρικό [[έργο]], υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους [[πολλάκις]] μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει [[τίποτε]]» β. «[[μηδὲ]] τῇ φωνῇ δακρύειν ὑποκρινόμενον τὴν ἐκείνων τύχην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[υποκρύπτω]] τις σκέψεις ή τα αισθήματά μου, [[είμαι]] [[υποκριτής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[χωρίζω]] λίγο («ἑαυτὸν ἀποκρίνων ἢ ὑποκρίνων, ὅ ἐστι τῶν ἄλλων ἀποχωρίζων, ὑποκρινόμενος», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] δραματικά («ἀνεγνώσθη Ἰαμβλίχου δραματικόν, ἔρωτας ὑποκρινόμενον», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[ανακρίνω]] («ὑποκρίνουσι τοὺς ἀντιδίκους», Ανέκδοτα Βεκκήρου)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]] («ταῦτα μὲν ἡ Πυθίη ὑπεκρίνατο τοῑσι Λυδοῑσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («τοὺς ὀνείρους [[ὑποκρίνομαι]]», Αλκίφρ.)<br />γ) (για ρητοροδιδάσκαλο) [[απαγγέλλω]]<br />δ) [[μιμούμαι]]<br />ε) [[παριστάνω]] [[κάτι]] με υπερβολικό τρόπο, [[μεγαλοποιώ]] («τοσούτοις [[ὕστερον]] χρόνοις αιτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας συμφορήσας ὑποκρίνεται», <b>Δημοσθ.</b>)<br />στ) [[εξαπατώ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm