Anonymous

σώζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 July 2021
m
Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[σῴζω]], ΝΜΑ, και [[σώνω]] Ν, και σώω και επικ. τ. [[σαόω]], Α<br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σώο, [[απαλλάσσω]] από κίνδυνο, από [[φθορά]], από [[καταστροφή]], από θάνατο, [[διασώζω]], [[περισώζω]], [[γλυτώνω]] (α. «τον έσωσε η έγκαιρη [[εγχείρηση]]» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους ενοίκους» γ. «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι», ΚΔ<br />δ. «σώζειν τὰ ὑπάρχοντα», <b>Θουκ.</b><br />ε. «νὺξ στρατὸν σώζει»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με θεσμούς, κανόνες, νόμους, ιδανικά, ιδέες) [[τηρώ]], [[φυλάγω]] (α. «έσωσε την αξιοπρέπειά του» β. «έσωσαν την [[πίστη]] τών πατέρων τους» γ. «σώζειν τους καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />δ. «σώζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[λυτρώνω]] από την [[αμαρτία]], [[επαναφέρω]] κάποιον στον δρόμο του θεού (α. «ἡ [[πίστις]] σου σέσωκέ σε», ΚΔ<br />β. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] ἵνα [[κρίνω]] τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σώζομαι</i><br />α) [[μένω]] [[ζωντανός]], [[γλυτώνω]] από κίνδυνο ή [[συμφορά]]<br />β) λυτρώνομαι από την [[αμαρτία]]<br />γ) [[αναλαμβάνω]] οικονομικά, [[προκόβω]] (α. «αγόρασαν φτηνά το [[χτήμα]] και σώθηκαν» β. «οι σωθησόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]], διασώζομαι (α. «ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί από τις τραγωδίες του» β. «ό,τι σώθηκε από τον μεγαλοπρεπή ναό [[είναι]] αυτοί οι δύο κίονες» γ. «ταῡτα μόνα [[περί]] τοῦ Ἀντωνίου ἐν τῷ Δίωνι σώζεται», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[σώνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[μακριά]], [[εκτοξεύω]] («ώς πού το σώνει το [[λιθάρι]];»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[φθάνω]] ώς ένα [[σημείο]], [[καλύπτω]] ορισμένο [[διάστημα]] χώρου ή χρόνου, [[καλύπτω]] ορισμένη [[ποσότητα]] (α. «[[είναι]] [[ψηλά]] το [[κλαδί]] και δεν το [[σώνω]]» β. «δεν έσωσε τα [[σαράντα]], πέθανε [[νέος]]» γ. «σώνει δεν σώνει τα [[είκοσι]] κιλά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντέχω]] («δεν σώνει η [[ψυχή]] μου να μιλήσω»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σώζω]] τα προσχήματα» — [[τηρώ]] τους τύπους, [[διατηρώ]] την [[επίφαση]]<br />β)»[[σώζω]] την [[κατάσταση]]» — [[αποσοβώ]] επαπειλούμενο κίνδυνο<br />γ) «να μη σώσεις!»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην προλάβεις<br />δ) <b>ειρων.</b> «σώθηκες!» ή «σωθήκαμε!» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να περιμένει [[αποτέλεσμα]] από μια [[ενέργεια]]<br />ε) «σώθηκαν οι αμαρτίες» — πέρασαν πια οι δυσκολίες<br />στ) «σώθηκαν τα βάσανα» — έγινε [[πλέον]] αυτό που περίμενα<br />ζ) «σώθηκαν τα ψέματα» — [[είναι]] [[πλέον]] βέβαιο<br />η) «δεν σώνεται με [[τίποτε]]» — λέγεται σε [[περίπτωση]] αναπότρεπτης εξέλιξης, αναπόφευκτης καταστροφής<br />θ) «σώθηκε το [[λάδι]] του» ή «σώθηκε το [[καντήλι]] του» ή «σώθηκαν οι μέρες [ή τα καντήλια] του» — πέθανε<br />ι) «σώνει και καλά» — θέλοντας και μη, με [[κάθε]] τρόπο, με το [[ζόρι]]<br />ια) «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» — λέγεται σε [[περίπτωση]] άμεσου καθολικού κινδύνου, [[οπότε]] [[κανείς]] δεν έχει να περιμένει [[βοήθεια]] από κανέναν και [[πρέπει]] να προσπαθήσει να σωθεί [[μόνος]] του<br />ιβ) «να μην έσωνα» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που μετανοεί [[κανείς]] για προηγούμενη [[πράξη]] ή ενέργειά του η οποία είχε αρνητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) [[τελειώνω]], εξαντλούμαι (α. «σώθηκε το [[κρασί]]» β. «ἄρχεται τὸ λυχνικόν<br />και [[ὅπου]] σώσει ἡ [[ἀπόλυσις]], ἐσθίομεν»)<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ σεσωσμένοι</i><br /><b>εκκλ.</b> ιερείς και πιστοί που δεν έχουν παρασυρθεί από τους αιρετικούς<br />(μσν.-αρχ) (η μτχ. ενεστ.) α) <b>ως επίθ.</b> <i>ὁ σῴζων</i><br />[[προσωνυμία]] αρχαίας θεότητας<br />β) <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Σῴζων</i><br />όνομα αγίων της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυλάγω]] κάποιον («και κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[διασφαλίζω]], [[κατοχυρώνω]] την [[ασφάλεια]] ή [[διατηρώ]] σε [[ασφάλεια]] («πόλιν και [[άστυ]] σώζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]], [[επαληθεύω]] («πρὸς τὸ τὰ φαινόμενα σῴζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]], [[θυμούμαι]] («τὰς δὲ μὴ κακὰς ἔσωζον [[ὥσπερ]] τὰς κακὰς σῴζουσί με», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με θεσμούς, [[πολίτευμα]], [[πόλη]]) διαφυλάγω αναλλοίωτο, [[προστατεύω]], [[προασπίζω]] από τον εχθρό (α. «σῴζειν τὰς πολιτείας», <b>Αριστοτ.</b> β. «τὰς δε [[πόλις]] αὐτῶν ἄνδρες... διατεταγμένοι ἔσωζον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με έθιμα, με νόμους) [[τηρώ]], [[εφαρμόζω]] (α. «σῴζειν τοὺς καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />β. «σῴζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>7.</b> (η προστ. ή η ευκτ. σε [[επιστολή]] ή σε [[προσφώνηση]]) <i>σώζεο</i>, <i>σώζοισθε</i><br />γειά σου, γειά σας, να είσαι καλά, να είστε καλά<br /><b>8.</b> (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ σῴζουσα</i><br />α) (ενν. [[ψήφος]]) η αποφασιστικής σημασίας [[ψήφος]]<br />β) το [[φυτό]] αρτεμισία<br /><b>9.</b> (το μέσ. και παθ.) α) θεραπεύομαι, γιατρεύομαι («ὑγιαίνοντες καὶ σῳζόμενοι», <b>επιγρ.</b>)<br />β) [[φυλάγω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου (α. «αὐτὸς αὑτῷ σῴζεταί τι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «εἰ φρενῶν ἐτύγχαν' αὕτη μὴ κακῶν ἐσώζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σῴζω]] λόγον» — [[κρατώ]] ένα [[μυστικό]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[σῴζω]] καιρόν» — [[ανακτώ]] μια [[ευκαιρία]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[σῴζω]] τινὰ εἴς τι [ή [[πρός]] τι, ἐπί τι]» — [[φέρνω]] κάποιον σώο [[κάπου]]<br />(<b>Ομ.</b>, <b>Ηρόδ.</b>, <b>Σοφ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />δ) «[[σῴζω]] τινὰ ἔκ τινος» — [[διασώζω]] κάποιον από ένα [[κακό]] απομακρύνοντάς το (Όμ., <b>Σοφ.</b>, <b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[μόλις]] [ή [[μόγις]]] σῴζεσθαι» — [[γλυτώνω]] με [[δυσκολία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «σῴζομαι φεύγων» — [[γλυτώνω]] τρεπόμενος σε [[φυγή]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σῴζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σω</i>-<i>ίζω</i>) έχει σχηματιστεί [[υστερογενώς]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> από τους ιων.-αττ. τ.: μέλλ. <i>σώσω</i>, αόρ. <i>σῶσαι</i>, <i>σωθῆναι</i>, οι οποίοι έχουν προέλθει με [[συναίρεση]] από τους αντίστοιχους επικ. τ. [[σαώσω]], <i>σαῶσαι</i>, <i>σαωθῆναι</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>σαῶ</i>, [[σώος]]). Το ρ. εμφανίζει υπογεγραμμένη μόνο στον ενεστ. [[σώζω]], η οποία προήλθε από το -<i>ι</i>- της κατάλ. -<i>ίζω</i>. Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[σῴζω]] απαντούν και οι τ.: <i>σαῶ</i>, <i>σώω</i>, [[σωννύω]], ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και ο τ. [[σώνω]] (Ι) σχηματισμένος από τον αόρ. <i>έσωσα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>στεφάνωσα</i>: [[στεφανώνω]]].
|mltxt=[[σῴζω]], ΝΜΑ, και [[σώνω]] Ν, και σώω και επικ. τ. [[σαόω]], Α<br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σώο, [[απαλλάσσω]] από κίνδυνο, από [[φθορά]], από [[καταστροφή]], από θάνατο, [[διασώζω]], [[περισώζω]], [[γλυτώνω]] (α. «τον έσωσε η έγκαιρη [[εγχείρηση]]» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους ενοίκους» γ. «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι», ΚΔ<br />δ. «σώζειν τὰ ὑπάρχοντα», <b>Θουκ.</b><br />ε. «νὺξ στρατὸν σώζει»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με θεσμούς, κανόνες, νόμους, ιδανικά, ιδέες) [[τηρώ]], [[φυλάγω]] (α. «έσωσε την αξιοπρέπειά του» β. «έσωσαν την [[πίστη]] τών πατέρων τους» γ. «σώζειν τους καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />δ. «σώζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[λυτρώνω]] από την [[αμαρτία]], [[επαναφέρω]] κάποιον στον δρόμο του θεού (α. «ἡ [[πίστις]] σου σέσωκέ σε», ΚΔ<br />β. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] ἵνα [[κρίνω]] τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σώζομαι</i><br />α) [[μένω]] [[ζωντανός]], [[γλυτώνω]] από κίνδυνο ή [[συμφορά]]<br />β) λυτρώνομαι από την [[αμαρτία]]<br />γ) [[αναλαμβάνω]] οικονομικά, [[προκόβω]] (α. «αγόρασαν φτηνά το [[χτήμα]] και σώθηκαν» β. «οι σωθησόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]], διασώζομαι (α. «ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί από τις τραγωδίες του» β. «ό,τι σώθηκε από τον μεγαλοπρεπή ναό [[είναι]] αυτοί οι δύο κίονες» γ. «ταῦτα μόνα [[περί]] τοῦ Ἀντωνίου ἐν τῷ Δίωνι σώζεται», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[σώνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[μακριά]], [[εκτοξεύω]] («ώς πού το σώνει το [[λιθάρι]];»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[φθάνω]] ώς ένα [[σημείο]], [[καλύπτω]] ορισμένο [[διάστημα]] χώρου ή χρόνου, [[καλύπτω]] ορισμένη [[ποσότητα]] (α. «[[είναι]] [[ψηλά]] το [[κλαδί]] και δεν το [[σώνω]]» β. «δεν έσωσε τα [[σαράντα]], πέθανε [[νέος]]» γ. «σώνει δεν σώνει τα [[είκοσι]] κιλά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντέχω]] («δεν σώνει η [[ψυχή]] μου να μιλήσω»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σώζω]] τα προσχήματα» — [[τηρώ]] τους τύπους, [[διατηρώ]] την [[επίφαση]]<br />β)»[[σώζω]] την [[κατάσταση]]» — [[αποσοβώ]] επαπειλούμενο κίνδυνο<br />γ) «να μη σώσεις!»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην προλάβεις<br />δ) <b>ειρων.</b> «σώθηκες!» ή «σωθήκαμε!» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να περιμένει [[αποτέλεσμα]] από μια [[ενέργεια]]<br />ε) «σώθηκαν οι αμαρτίες» — πέρασαν πια οι δυσκολίες<br />στ) «σώθηκαν τα βάσανα» — έγινε [[πλέον]] αυτό που περίμενα<br />ζ) «σώθηκαν τα ψέματα» — [[είναι]] [[πλέον]] βέβαιο<br />η) «δεν σώνεται με [[τίποτε]]» — λέγεται σε [[περίπτωση]] αναπότρεπτης εξέλιξης, αναπόφευκτης καταστροφής<br />θ) «σώθηκε το [[λάδι]] του» ή «σώθηκε το [[καντήλι]] του» ή «σώθηκαν οι μέρες [ή τα καντήλια] του» — πέθανε<br />ι) «σώνει και καλά» — θέλοντας και μη, με [[κάθε]] τρόπο, με το [[ζόρι]]<br />ια) «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» — λέγεται σε [[περίπτωση]] άμεσου καθολικού κινδύνου, [[οπότε]] [[κανείς]] δεν έχει να περιμένει [[βοήθεια]] από κανέναν και [[πρέπει]] να προσπαθήσει να σωθεί [[μόνος]] του<br />ιβ) «να μην έσωνα» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που μετανοεί [[κανείς]] για προηγούμενη [[πράξη]] ή ενέργειά του η οποία είχε αρνητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) [[τελειώνω]], εξαντλούμαι (α. «σώθηκε το [[κρασί]]» β. «ἄρχεται τὸ λυχνικόν<br />και [[ὅπου]] σώσει ἡ [[ἀπόλυσις]], ἐσθίομεν»)<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ σεσωσμένοι</i><br /><b>εκκλ.</b> ιερείς και πιστοί που δεν έχουν παρασυρθεί από τους αιρετικούς<br />(μσν.-αρχ) (η μτχ. ενεστ.) α) <b>ως επίθ.</b> <i>ὁ σῴζων</i><br />[[προσωνυμία]] αρχαίας θεότητας<br />β) <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Σῴζων</i><br />όνομα αγίων της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυλάγω]] κάποιον («και κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[διασφαλίζω]], [[κατοχυρώνω]] την [[ασφάλεια]] ή [[διατηρώ]] σε [[ασφάλεια]] («πόλιν και [[άστυ]] σώζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]], [[επαληθεύω]] («πρὸς τὸ τὰ φαινόμενα σῴζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]], [[θυμούμαι]] («τὰς δὲ μὴ κακὰς ἔσωζον [[ὥσπερ]] τὰς κακὰς σῴζουσί με», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με θεσμούς, [[πολίτευμα]], [[πόλη]]) διαφυλάγω αναλλοίωτο, [[προστατεύω]], [[προασπίζω]] από τον εχθρό (α. «σῴζειν τὰς πολιτείας», <b>Αριστοτ.</b> β. «τὰς δε [[πόλις]] αὐτῶν ἄνδρες... διατεταγμένοι ἔσωζον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με έθιμα, με νόμους) [[τηρώ]], [[εφαρμόζω]] (α. «σῴζειν τοὺς καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />β. «σῴζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>7.</b> (η προστ. ή η ευκτ. σε [[επιστολή]] ή σε [[προσφώνηση]]) <i>σώζεο</i>, <i>σώζοισθε</i><br />γειά σου, γειά σας, να είσαι καλά, να είστε καλά<br /><b>8.</b> (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ σῴζουσα</i><br />α) (ενν. [[ψήφος]]) η αποφασιστικής σημασίας [[ψήφος]]<br />β) το [[φυτό]] αρτεμισία<br /><b>9.</b> (το μέσ. και παθ.) α) θεραπεύομαι, γιατρεύομαι («ὑγιαίνοντες καὶ σῳζόμενοι», <b>επιγρ.</b>)<br />β) [[φυλάγω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου (α. «αὐτὸς αὑτῷ σῴζεταί τι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «εἰ φρενῶν ἐτύγχαν' αὕτη μὴ κακῶν ἐσώζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σῴζω]] λόγον» — [[κρατώ]] ένα [[μυστικό]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[σῴζω]] καιρόν» — [[ανακτώ]] μια [[ευκαιρία]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[σῴζω]] τινὰ εἴς τι [ή [[πρός]] τι, ἐπί τι]» — [[φέρνω]] κάποιον σώο [[κάπου]]<br />(<b>Ομ.</b>, <b>Ηρόδ.</b>, <b>Σοφ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />δ) «[[σῴζω]] τινὰ ἔκ τινος» — [[διασώζω]] κάποιον από ένα [[κακό]] απομακρύνοντάς το (Όμ., <b>Σοφ.</b>, <b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[μόλις]] [ή [[μόγις]]] σῴζεσθαι» — [[γλυτώνω]] με [[δυσκολία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «σῴζομαι φεύγων» — [[γλυτώνω]] τρεπόμενος σε [[φυγή]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σῴζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σω</i>-<i>ίζω</i>) έχει σχηματιστεί [[υστερογενώς]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> από τους ιων.-αττ. τ.: μέλλ. <i>σώσω</i>, αόρ. <i>σῶσαι</i>, <i>σωθῆναι</i>, οι οποίοι έχουν προέλθει με [[συναίρεση]] από τους αντίστοιχους επικ. τ. [[σαώσω]], <i>σαῶσαι</i>, <i>σαωθῆναι</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>σαῶ</i>, [[σώος]]). Το ρ. εμφανίζει υπογεγραμμένη μόνο στον ενεστ. [[σώζω]], η οποία προήλθε από το -<i>ι</i>- της κατάλ. -<i>ίζω</i>. Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[σῴζω]] απαντούν και οι τ.: <i>σαῶ</i>, <i>σώω</i>, [[σωννύω]], ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και ο τ. [[σώνω]] (Ι) σχηματισμένος από τον αόρ. <i>έσωσα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>στεφάνωσα</i>: [[στεφανώνω]]].
}}
}}
{{elru
{{elru