Anonymous

πρόσειμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα"
m (Text replacement - "\n" to "")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ [[εἶμί]]<br />(ως μέλλ. του [[προσέρχομαι]]) (σχετικά με [[θρησκεία]]) [[προσχωρώ]], [[ασπάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]], [[προχωρώ]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[πλησιάζω]] («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσεγγίζω]], [[πηγαίνω]] [[προς]] κάποιον («Σωκράτει μὲν [[οὐκέτι]] προσῆσαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]] με ερωτική [[διάθεση]] («αἷς ἂν προσέλθω ὑπερασπάζονταί με διὰ τὸ μηδένα ἄλλον αὐταῖς ἐθέλειν προσιέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσέρχομαι]] σε κάποιον ως [[βοηθός]]<br /><b>6.</b> (με εχθρ. σημ.) επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] (α. «ἀκούει τοὺς πολεμίους προσιόντας ἡμῖν», <b>Ξεν.</b><br />β. «προσῄεσαν τρεῑς φάλαγγες ἐπὶ τὸ... [[στράτευμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου σε έναν πόλεμο<br /><b>8.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] για να μιλήσω («τούτων... παρὰ τὸ [[ψήφισμα]] πεπρεσβευκότων, προσῇμεν τῇ βουλῇ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> [[έρχομαι]] ενώπιον («[[πρόσειμι]] πρὸς τὰς ἀρχάς», <b>Θουκ.</b>,)<br /><b>10.</b> (για [[πράγμα]]) [[προστίθεμαι]] («τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />II. (για χρόνο) [[επίκειμαι]], [[επέρχομαι]] («[[ἐπεάν]]... προσίῃ ὁ [[τεταγμένος]] [[χρόνος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> (για χρήματα και προσόδους) εισπράττομαι («τὸν [[φόρον]] ἡμῖν ἀπὸ τῶν [[πόλεων]] [[συλλήβδην]] τὸν προσιόντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συχνάζω]] ως [[μέλος]] ενὸς ακροατηρίου<br /><b>14.</b> (σχετικά με [[κλήρωση]] ή [[μοιρασιά]]) [[πέφτω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου<br /><b>15.</b> [[αποδέχομαι]], συγκατατίθεμαι, [[συναινώ]]<br /><b>16.</b> (το ουδ. μτχ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προσιόντα</i><br />οι δημόσιες πρόσοδοι, τα [[δημόσια]] έσοδα («οὐδ' ἡ [[δεκάτη]] τῶν προσιόντων ἡμῖν ἄρ' ἐγίγνεθ' ὁ [[μισθός]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />Α [[εἰμί]]<br /><b>1.</b> [[προστίθεμαι]] σε [[κάτι]] («ἐάν... [[θερμότης]] τῷ δίψει προσῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνυπάρχω]] («τῇ... βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι καὶ κίνδυνοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]] σε κάποιον, [[είμαι]] χαρακτηριστικό του (α. «ὡς ἐὰν πρότερός τις εἴπῃ τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ περὶ [[ἄλλου]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «πρόσεστι γυναιξίν... εἴδωλα τίκτειν»<br /><b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επίκειμαι]], [[είμαι]] [[παρών]] ή [[κοντά]] (α. «[[τύχη]] μόνον προσείη», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «κατεχειροτονήσατε μὲν διὰ ταῡτα, και οὐδ' ὁτιοῦν [[ἄλλο]] προσῆν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[παράκειμαι]] («οἰκίας καὶ τῆς προσούσης αὐλῆς», πάπ.).
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ [[εἶμί]]<br />(ως μέλλ. του [[προσέρχομαι]]) (σχετικά με [[θρησκεία]]) [[προσχωρώ]], [[ασπάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]], [[προχωρώ]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[πλησιάζω]] («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσεγγίζω]], [[πηγαίνω]] [[προς]] κάποιον («Σωκράτει μὲν [[οὐκέτι]] προσῆσαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]] με ερωτική [[διάθεση]] («αἷς ἂν προσέλθω ὑπερασπάζονταί με διὰ τὸ μηδένα ἄλλον αὐταῖς ἐθέλειν προσιέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσέρχομαι]] σε κάποιον ως [[βοηθός]]<br /><b>6.</b> (με εχθρ. σημ.) επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] (α. «ἀκούει τοὺς πολεμίους προσιόντας ἡμῖν», <b>Ξεν.</b><br />β. «προσῄεσαν τρεῑς φάλαγγες ἐπὶ τὸ... [[στράτευμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου σε έναν πόλεμο<br /><b>8.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] για να μιλήσω («τούτων... παρὰ τὸ [[ψήφισμα]] πεπρεσβευκότων, προσῇμεν τῇ βουλῇ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> [[έρχομαι]] ενώπιον («[[πρόσειμι]] πρὸς τὰς ἀρχάς», <b>Θουκ.</b>,)<br /><b>10.</b> (για [[πράγμα]]) [[προστίθεμαι]] («τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />II. (για χρόνο) [[επίκειμαι]], [[επέρχομαι]] («[[ἐπεάν]]... προσίῃ ὁ [[τεταγμένος]] [[χρόνος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> (για χρήματα και προσόδους) εισπράττομαι («τὸν [[φόρον]] ἡμῖν ἀπὸ τῶν [[πόλεων]] [[συλλήβδην]] τὸν προσιόντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συχνάζω]] ως [[μέλος]] ενὸς ακροατηρίου<br /><b>14.</b> (σχετικά με [[κλήρωση]] ή [[μοιρασιά]]) [[πέφτω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου<br /><b>15.</b> [[αποδέχομαι]], συγκατατίθεμαι, [[συναινώ]]<br /><b>16.</b> (το ουδ. μτχ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προσιόντα</i><br />οι δημόσιες πρόσοδοι, τα [[δημόσια]] έσοδα («οὐδ' ἡ [[δεκάτη]] τῶν προσιόντων ἡμῖν ἄρ' ἐγίγνεθ' ὁ [[μισθός]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />Α [[εἰμί]]<br /><b>1.</b> [[προστίθεμαι]] σε [[κάτι]] («ἐάν... [[θερμότης]] τῷ δίψει προσῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνυπάρχω]] («τῇ... βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι καὶ κίνδυνοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]] σε κάποιον, [[είμαι]] χαρακτηριστικό του (α. «ὡς ἐὰν πρότερός τις εἴπῃ τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ περὶ [[ἄλλου]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «πρόσεστι γυναιξίν... εἴδωλα τίκτειν»<br /><b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επίκειμαι]], [[είμαι]] [[παρών]] ή [[κοντά]] (α. «[[τύχη]] μόνον προσείη», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «κατεχειροτονήσατε μὲν διὰ ταῦτα, και οὐδ' ὁτιοῦν [[ἄλλο]] προσῆν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[παράκειμαι]] («οἰκίας καὶ τῆς προσούσης αὐλῆς», πάπ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm