Anonymous

πρυτανεῖον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα"
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πρυτανεῖον]], ΝΜΑ, και [[πρυτάνιον]] και ιων. τ. [[πρυτανήϊον]] και αιολ. τ. [[προτανήϊον]] και αττ. τ. [[προτανεῖον]] και κρητ. τ. [[βρυτανεῖον]] Α<br />(στην [[αρχαιότητα]])<br /><b>1.</b> [[δημόσιο]] [[οικοδόμημα]] που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη [[αγορά]] του Θησέως, η οποία γειτνίαζε με το [[τέμενος]] της Αγλαύρου, και στο οποίο συνέρχονταν οι πρυτάνεις και όπου, [[ιδίως]] στην Αθήνα, [[εκτός]] από τους πρυτάνεις, σιτίζονταν [[δημοσία]] [[δαπάνη]] και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως γραμματείς, κήρυκες, ξένοι πρεσβευτές, που [[κατά]] το [[διάστημα]] της φιλοξενίας τους θεωρούνταν επίτιμοι προσκεκλημένοι της πόλης, ή, [[τέλος]] Αθηναίοι ή και ξένοι πολίτες που είχαν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην [[πόλη]] (α. «κατὰ πόλεις ἀσκεῖτο πρυτανεῖά τε ἐχούσας καὶ ἄρχοντας», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἐν πρυτανείῳ δειπνεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) [[συμπόσιο]] στο οποίο συμμετείχε [[κανείς]] [[χωρίς]] [[καμιά]] χρηματική ή [[άλλη]] [[καταβολή]] («οὗ γὰρ μὴ τίθενται συμβολαί, πρυτανεῖα ταῡτα [[πάντα]] προσαγορεύεται», Τιμοκλ.)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[πρυτανεία]]<br />(αττ. δίκ.) χρηματικό [[ποσό]] που κατέθετε ο [[ενάγων]] [[κατά]] τις ιδιωτικές δίκες [[μαζί]] με την [[αναφορά]] του για τα αιτήματά του [[πριν]] από τη δικάσιμο, το οποίο ήταν ίσο με την [[κατά]] του αντιδίκου [[απαίτηση]] και καταβαλλόταν για να καλύψει τα έξοδα της δίκης ή πιθανά πρόστιμα σε [[περίπτωση]] ήττας του κατηγόρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατώτατο δικαστήριο τών Αθηνών<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κέντρο]], [[ιδίως]] πνευματικό («τῆς Ἑλλάδος αὐτὸ τὸ πρυτανεῖον τῆς σοφίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δέχομαι]] τὰ πρυτανεῖα» — [[δέχομαι]] την [[καταβολή]] του [[παραπάνω]] χρηματικού ποσού, [[δηλαδή]] [[επιτρέπω]] την [[εκδίκαση]] της αγωγής<br />β) «[[τίθημι]] πρυτανεῖά τινι» — [[καταθέτω]] χρήματα [[εναντίον]] κάποιου, [[κάνω]] [[αγωγή]] [[εναντίον]] του<br />γ) «πρυτανεῖα ἐκτίνειν» — [[καταβάλλω]] το χρηματικό [[ποσό]] για την [[εκδίκαση]] της αγωγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύτανις]]. Για τους διάφορους διαλεκτικούς τ. <b>βλ. λ.</b> <i>πρύτανη</i>].
|mltxt=το / [[πρυτανεῖον]], ΝΜΑ, και [[πρυτάνιον]] και ιων. τ. [[πρυτανήϊον]] και αιολ. τ. [[προτανήϊον]] και αττ. τ. [[προτανεῖον]] και κρητ. τ. [[βρυτανεῖον]] Α<br />(στην [[αρχαιότητα]])<br /><b>1.</b> [[δημόσιο]] [[οικοδόμημα]] που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη [[αγορά]] του Θησέως, η οποία γειτνίαζε με το [[τέμενος]] της Αγλαύρου, και στο οποίο συνέρχονταν οι πρυτάνεις και όπου, [[ιδίως]] στην Αθήνα, [[εκτός]] από τους πρυτάνεις, σιτίζονταν [[δημοσία]] [[δαπάνη]] και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως γραμματείς, κήρυκες, ξένοι πρεσβευτές, που [[κατά]] το [[διάστημα]] της φιλοξενίας τους θεωρούνταν επίτιμοι προσκεκλημένοι της πόλης, ή, [[τέλος]] Αθηναίοι ή και ξένοι πολίτες που είχαν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην [[πόλη]] (α. «κατὰ πόλεις ἀσκεῖτο πρυτανεῖά τε ἐχούσας καὶ ἄρχοντας», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἐν πρυτανείῳ δειπνεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) [[συμπόσιο]] στο οποίο συμμετείχε [[κανείς]] [[χωρίς]] [[καμιά]] χρηματική ή [[άλλη]] [[καταβολή]] («οὗ γὰρ μὴ τίθενται συμβολαί, πρυτανεῖα ταῦτα [[πάντα]] προσαγορεύεται», Τιμοκλ.)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[πρυτανεία]]<br />(αττ. δίκ.) χρηματικό [[ποσό]] που κατέθετε ο [[ενάγων]] [[κατά]] τις ιδιωτικές δίκες [[μαζί]] με την [[αναφορά]] του για τα αιτήματά του [[πριν]] από τη δικάσιμο, το οποίο ήταν ίσο με την [[κατά]] του αντιδίκου [[απαίτηση]] και καταβαλλόταν για να καλύψει τα έξοδα της δίκης ή πιθανά πρόστιμα σε [[περίπτωση]] ήττας του κατηγόρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατώτατο δικαστήριο τών Αθηνών<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κέντρο]], [[ιδίως]] πνευματικό («τῆς Ἑλλάδος αὐτὸ τὸ πρυτανεῖον τῆς σοφίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δέχομαι]] τὰ πρυτανεῖα» — [[δέχομαι]] την [[καταβολή]] του [[παραπάνω]] χρηματικού ποσού, [[δηλαδή]] [[επιτρέπω]] την [[εκδίκαση]] της αγωγής<br />β) «[[τίθημι]] πρυτανεῖά τινι» — [[καταθέτω]] χρήματα [[εναντίον]] κάποιου, [[κάνω]] [[αγωγή]] [[εναντίον]] του<br />γ) «πρυτανεῖα ἐκτίνειν» — [[καταβάλλω]] το χρηματικό [[ποσό]] για την [[εκδίκαση]] της αγωγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύτανις]]. Για τους διάφορους διαλεκτικούς τ. <b>βλ. λ.</b> <i>πρύτανη</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru