Anonymous

πη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 July 2021
m
Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(δωρ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.)<br /><b>2.</b> σε [[πλάγια]] [[ερώτηση]] («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>πο</i>-].<br /> <b>(II)</b><br />και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α<br />Α' (εγκλιτ. [[μόριο]]) Ι. <b>(τροπ.)</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] κάποιο τρόπο, τρόπον τινά, [[κάπως]] (α. «ταῡτα κῃ λεγόντων συνεχώρησε ὁ Ἀναξανδρίδης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἤ ἔχεις πῃ [[ἄλλῃ]] [[κάλλιον]] λέγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[καθόλου]], [[διόλου]], [[κατά]] κανέναν τρόπο («οὐ δὲ πῃ ἐστι, κελαινεφέϊ Κρονίωνι αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον εὐχετάασθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. <b>τοπ.</b><br /><b>1.</b> [[κάπου]], [[προς]] κάποιο [[μέρος]], σε κάποιον [[τόπο]] (α. «[[οὔτε]] πῃ [[ἄλλῃ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἦ πῄ με... πολίων... ἄξεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] (α. «[[οὐδέ]] πῃ ἀσπὶς ἔην», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />θ. «εἴ πῃ πιέζοιντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πῇ μέν... πῇ δέ» — εν μέρει μεν, εν μέρει δε, αφ' ενός... αφ' ετέρου<br />Β' (ερωτημ. [[μόριο]]) Ι. <b>(τροπ.)</b><br /><b>1.</b> με ποιο τρόπο, πώς (α. «πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «πῇ δή», πώς [[λοιπόν]], <b>Πλάτ.</b><br />γ. «πῇ δή οὖν ποτε», πώς επιτέλους, <b>Πλάτ.</b><br />«πῇ [[μάλιστα]]», πώς ακριβώς; <b>Πλάτ.</b><br />δ. «ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται», Ηρόδ)<br /><b>2.</b> [[γιατί]], για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο («πῇ δ' [[οὕτως]] ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεται [[οἶος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. (του τόπου) σε ποιο [[μέρος]], πού, [[προς]] τα πού («πῇ ἔβη Ἀνδρομάχη... ἐκ μεγάροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπανιότερα) πού («πᾷ, πᾷ κεῑται;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>πο</i>-].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(δωρ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.)<br /><b>2.</b> σε [[πλάγια]] [[ερώτηση]] («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>πο</i>-].<br /> <b>(II)</b><br />και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α<br />Α' (εγκλιτ. [[μόριο]]) Ι. <b>(τροπ.)</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] κάποιο τρόπο, τρόπον τινά, [[κάπως]] (α. «ταῦτα κῃ λεγόντων συνεχώρησε ὁ Ἀναξανδρίδης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἤ ἔχεις πῃ [[ἄλλῃ]] [[κάλλιον]] λέγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[καθόλου]], [[διόλου]], [[κατά]] κανέναν τρόπο («οὐ δὲ πῃ ἐστι, κελαινεφέϊ Κρονίωνι αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον εὐχετάασθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. <b>τοπ.</b><br /><b>1.</b> [[κάπου]], [[προς]] κάποιο [[μέρος]], σε κάποιον [[τόπο]] (α. «[[οὔτε]] πῃ [[ἄλλῃ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἦ πῄ με... πολίων... ἄξεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] (α. «[[οὐδέ]] πῃ ἀσπὶς ἔην», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />θ. «εἴ πῃ πιέζοιντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πῇ μέν... πῇ δέ» — εν μέρει μεν, εν μέρει δε, αφ' ενός... αφ' ετέρου<br />Β' (ερωτημ. [[μόριο]]) Ι. <b>(τροπ.)</b><br /><b>1.</b> με ποιο τρόπο, πώς (α. «πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «πῇ δή», πώς [[λοιπόν]], <b>Πλάτ.</b><br />γ. «πῇ δή οὖν ποτε», πώς επιτέλους, <b>Πλάτ.</b><br />«πῇ [[μάλιστα]]», πώς ακριβώς; <b>Πλάτ.</b><br />δ. «ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται», Ηρόδ)<br /><b>2.</b> [[γιατί]], για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο («πῇ δ' [[οὕτως]] ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεται [[οἶος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. (του τόπου) σε ποιο [[μέρος]], πού, [[προς]] τα πού («πῇ ἔβη Ἀνδρομάχη... ἐκ μεγάροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπανιότερα) πού («πᾷ, πᾷ κεῑται;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>πο</i>-].
}}
}}
{{lsm
{{lsm