3,270,341
edits
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναγώνιος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται με αγώνα ή [[αγωνία]], [[αγωνιώδης]], [[γεμάτος]] [[αγωνία]] («[[πάντα]] τον βίον ἐναγώνιον ἡμῖν [[εἶναι]] | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναγώνιος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται με αγώνα ή [[αγωνία]], [[αγωνιώδης]], [[γεμάτος]] [[αγωνία]] («[[πάντα]] τον βίον ἐναγώνιον ἡμῖν [[εἶναι]] δεῖ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] γι' αυτόν («τῆς ἐναγωνίου ὀρχήσεως τῶν χορῶν», Δίον. Αλικ.)<br /><b>2.</b> (για θεούς) [[επιστάτης]], [[έφορος]] τών αγώνων («ἐναγώνιοι θεοί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή γίνεται σε [[μάχη]] («μαχομένων ἀλαλαγμὸς [[ἐναγώνιος]] ἐχώρει [[κάτω]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(ρητορ.)</b> αυτός που αφορά σε δίκες, [[κατάλληλος]] για δικανική [[ρητορεία]], [[ορμητικός]]<br /><b>5.</b> (για ύφος) [[ζωηρός]], [[ενεργητικός]], [[έντονος]], [[σφοδρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναγωνίως</i><br /><b>1.</b> με αγώνες ή [[αγωνία]], ανυπόμονα, με [[αδημονία]]<br /><b>2.</b> <b>αρχ.</b> με [[ένταση]], έντονα, σφοδρά, ορμητικά. | ||
}} | }} |