3,274,873
edits
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thermos | |Transliteration C=thermos | ||
|Beta Code=qermo/s | |Beta Code=qermo/s | ||
|Definition=ή, όν (but <span class="sense"><span class="bld">A</span> θερμὸς ἀϋτμή <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>110</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>696</span>): (θέρω):— [[hot]], θ. λοετρά <span class="bibl">Il.14.6</span>, cf. <span class="bibl">Od.8.249</span>; θ. λουτρά <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>12.19</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>634</span> (lyr.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>761c</span>, etc.; δάκρυα <span class="bibl">Od.19.362</span>; of water, ib.<span class="bibl">388</span>; of glowing wood, <span class="bibl">9.388</span>; θ. καύματα <span class="bibl">Hdt.3.104</span> (Sup.); <b class="b3">ἦν ἄρα πυρὸς</b> ἕτερα | |Definition=ή, όν (but <span class="sense"><span class="bld">A</span> θερμὸς ἀϋτμή <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>110</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>696</span>): ([[θέρω]]):— [[hot]], θ. λοετρά <span class="bibl">Il.14.6</span>, cf. <span class="bibl">Od.8.249</span>; θ. λουτρά <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>12.19</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>634</span> (lyr.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>761c</span>, etc.; δάκρυα <span class="bibl">Od.19.362</span>; of [[water]], ib.<span class="bibl">388</span>; of glowing wood, <span class="bibl">9.388</span>; θ. καύματα <span class="bibl">Hdt.3.104</span> (Sup.); <b class="b3">ἦν ἄρα πυρὸς</b> ἕτερα θερμότερα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>382</span>: freq. in Att., of [[hot]] meals or drinks, TeleclId.1.8,32, <span class="bibl">Pherecr.130.8</span>, etc.; of blood, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>622</span>,<span class="bibl"><span class="title">Aj.</span>1411</span> (anap.); θερμοτάταν αἱμάδα <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>696</span>; of fever, θ. νόσοι <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>3.66</span>; <b class="b3">θ. σῶμα</b> [[feverish]], <span class="bibl">Th.2.49</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[hot-headed]], [[hasty]], freq. of persons, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>603</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span>560</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>918</span>, etc.; θ. καὶ ἀνδρεῖος <span class="bibl">Antipho 2.4.5</span>; of actions, πολλὰ καὶ θ. μοχθήσας <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1046</span>; θ. ἔργον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span> 415</span>; δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θ. <span class="bibl">Amphis 33.10</span>; θ. ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>88</span>; θ. πόθος <span class="title">AP</span>5.114 (Phld.); φάρμακον <span class="bibl">Alciphr.1.37</span> (Comp.): c. inf., [[θερμότερος]] [[ἐπιχειρεῖν]] <span class="bibl">Antipho 2.1.7</span>: Sup., ὦ θερμόταται γυναῖκες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>735</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[still]] [[warm]], [[fresh]], ἴχνη <span class="title">AP</span>9.371; ἀτυχήματα Plu.2.798f; <b class="b3">θ. κακά</b>, opp. [[ἕωλα]], ib.517f; γάμοι θ. καὶ ἴσως αὔριον <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VA</span>4.25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> τὸ [[θερμόν]] = [[θερμότης]], [[heat]], <span class="bibl">Hdt.1.142</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span> 413c</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[θερμόν]] (sc. [[ὕδωρ]]), τό, [[hot]] [[water]], <b class="b3">θερμῷ λοῦσθαι, θερμῷ βάπτειν</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1044</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ec.</span>216</span>; θερμῷ κεκραμένος οἶνος Gal.11.56; also, [[hot drink]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.13.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[θερμόν]], [[τό]], [[grace]], [[favour]], θ. εὑρεῖν ἐν ἐρήμῳ <span class="bibl">LXX<span class="title">Je.</span>38(31).2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[τὰ θερμά]] (sc. [[χωρία]]) <span class="bibl">Hdt.4.29</span>; but (sc. [[λουτρά]]), [[hot springs]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.5.3</span>; τὰ θ. τοῦ Ἡρακλέους <span class="bibl">Str.9.4.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> Adv. [[θερμῶς]] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>284e</span>: Comp. [[θερμότερον]], ἔχειν <span class="bibl">Eub.7.1</span>: neut. pl. as Adv., θερμὰ θερμὰ πηδῶσαι <span class="bibl">Herod.4.61</span>.</span><br />[[θέρμος]], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lupine]], [[Lupinus albus]], <span class="bibl">Alex.162.11</span>, <span class="bibl">266.2</span> (pl.), <span class="bibl">Timocl. 18.4</span> (pl.), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>8.11.2</span>, Dsc.2.109, <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>379.47</span> (ii A.D.), <span class="title">AP</span> 11.413 (Ammian.); <b class="b3">εἰς τοὺς θέρμους</b> to the [[lupine]]-[[market]], Teles<span class="bibl">p.13</span> H.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (ΑΜ [[θερμός]], -ή, -όν, Α θηλ. και [[θερμός]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θερμοκρασία]] υψηλή ή ανώτερη από τη [[θερμοκρασία]] του περιβάλλοντος, ο [[ζεστός]] (α. «θερμές χώρες» — οι τροπικές χώρες<br />β. «θερμά λουτρά»)<br /><b>2.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από ισχυρή [[ενέργεια]], [[συγκίνηση]] ή [[μεγάλη]] [[ζωηρότητα]], ο [[έντονος]], ο [[εκδηλωτικός]] (α. «θερμή [[γυναίκα]]» — η [[γυναίκα]] που [[είναι]] διαχυτική και εκδηλωτική στον έρωτα<br />β. «[[θερμός]] [[άνθρωπος]]» — ο [[άνθρωπος]] που εκδηλώνει με [[ζωηρότητα]] τα αισθήματα του<br />γ. «θερμήν ἐπὶ ψυχροῑσι καρδίαν ἔχεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θερμό</i>(<i>ν</i>)<br />το ζεστό [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να διατηρεί τη [[θερμότητα]] ή αυτός που περιβάλλει με [[θερμότητα]] («θερμό [[δωμάτιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θερμός]]<br />α) θερμό [[νερό]] για [[πλύσιμο]] ρούχων ή για [[λουτρό]]<br />β) η [[αλισίβα]], το [[σταχτόνερο]]<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> <b>φρ.</b> «θερμή [[πηγή]]» — [[σημείο]] εξόδου θερμού υπόγειου νερού στη γήινη [[επιφάνεια]], η [[θερμοκρασία]] του οποίου [[είναι]] μεγαλύτερη από τη [[μέση]] [[θερμοκρασία]] τών ισημερινών περιοχών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που εκφράζει ζωηρά και ειλικρινή αισθήματα, ο [[εγκάρδιος]] (α. «θερμή [[παράκληση]]» β. «θερμά [[συγχαρητήρια]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «θερμή αντίληψις» — ζωηρό [[ενδιαφέρον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θερμόαιμος]], [[εμπαθής]] («ναύταισι θερμοῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόσφατος]] («γάμοι θερμοί», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo θερμόν</i><br />α) η [[θερμότητα]], η [[ζέστη]]<br />β) η [[χάρη]], η [[εύνοια]] («[[εὗρον]] θερμὸν ἐν ἐρήμῳ», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ θερμῶς)<br />με θερμό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θερμός]] αντιστοιχεί επακριβώς στο αρμ. <i>jerm</i> με την [[ίδια]] σημ. και ανάγεται σε ΙE <i>g</i><sup>w</sup><i>hermo</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>her</i>- «[[θερμός]], [[ζεστός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[θέρος]], <i>θέρομαι</i>). Τα αρχ. ινδ. <i>gharma</i>-, αρχ. πρωσ. <i>gorme</i> «[[ζέστη]]» έχουν σχηματιστεί με την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>hormo</i>-), η οποία απαντά και στο λατ. <i>formus</i> «[[θερμός]]». Σε ορισμένες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες υπάρχουν δύο λέξεις για να δηλώσουν τη σημ. «[[θερμός]], [[ζεστός]]», ανάλογα με τον βαθμό θερμότητας (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>hot</i> «πολύ [[θερμός]], [[καυτός]]», <i>warm</i> «[[μετρίως]] [[θερμός]], [[υπόθερμος]]»), [[πράγμα]] που προέρχεται από τις γερμανικές και βαλτοσλαβικές γλώσσες. Στις περισσότερες, όμως, γλώσσες η [[διάκριση]] αυτή δεν υφίσταται. Εξάλλου, αν ληφθεί υπ' όψιν το [[γεγονός]] ότι η εξαιρετικά [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] και το [[ψύχος]] (π.χ. ένα καυτό [[σίδερο]] και ένα [[κομμάτι]] πάγου) προκαλούν την [[ίδια]] [[αίσθηση]], [[είναι]] πιθανό ότι μια [[ομάδα]] λέξεων με τη σημ. «[[ζεστός]]» να συνδέεται με μια αντίστοιχη με τη σημ. «[[κρύος]]». Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται τόσο το επίθ. [[ζεστός]], το οποίο στην Αρχαία σήμαινε «βρασμένος, [[βραστός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ζέω</i> «[[βράζω]]»), όσο και το [[θερμός]], όχι όμως με την [[ίδια]] [[συχνότητα]] και στα [[ίδια]] φραστικά περιβάλλοντα. Εκτός από ορισμένες κοινές χρήσεις, π.χ. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (ΑΜ [[θερμός]], -ή, -όν, Α θηλ. και [[θερμός]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θερμοκρασία]] υψηλή ή ανώτερη από τη [[θερμοκρασία]] του περιβάλλοντος, ο [[ζεστός]] (α. «θερμές χώρες» — οι τροπικές χώρες<br />β. «θερμά λουτρά»)<br /><b>2.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από ισχυρή [[ενέργεια]], [[συγκίνηση]] ή [[μεγάλη]] [[ζωηρότητα]], ο [[έντονος]], ο [[εκδηλωτικός]] (α. «θερμή [[γυναίκα]]» — η [[γυναίκα]] που [[είναι]] διαχυτική και εκδηλωτική στον έρωτα<br />β. «[[θερμός]] [[άνθρωπος]]» — ο [[άνθρωπος]] που εκδηλώνει με [[ζωηρότητα]] τα αισθήματα του<br />γ. «θερμήν ἐπὶ ψυχροῑσι καρδίαν ἔχεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θερμό</i>(<i>ν</i>)<br />το ζεστό [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να διατηρεί τη [[θερμότητα]] ή αυτός που περιβάλλει με [[θερμότητα]] («θερμό [[δωμάτιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θερμός]]<br />α) θερμό [[νερό]] για [[πλύσιμο]] ρούχων ή για [[λουτρό]]<br />β) η [[αλισίβα]], το [[σταχτόνερο]]<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> <b>φρ.</b> «θερμή [[πηγή]]» — [[σημείο]] εξόδου θερμού υπόγειου νερού στη γήινη [[επιφάνεια]], η [[θερμοκρασία]] του οποίου [[είναι]] μεγαλύτερη από τη [[μέση]] [[θερμοκρασία]] τών ισημερινών περιοχών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που εκφράζει ζωηρά και ειλικρινή αισθήματα, ο [[εγκάρδιος]] (α. «θερμή [[παράκληση]]» β. «θερμά [[συγχαρητήρια]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «θερμή αντίληψις» — ζωηρό [[ενδιαφέρον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θερμόαιμος]], [[εμπαθής]] («ναύταισι θερμοῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόσφατος]] («γάμοι θερμοί», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo θερμόν</i><br />α) η [[θερμότητα]], η [[ζέστη]]<br />β) η [[χάρη]], η [[εύνοια]] («[[εὗρον]] θερμὸν ἐν ἐρήμῳ», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ θερμῶς)<br />με θερμό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θερμός]] αντιστοιχεί επακριβώς στο αρμ. <i>jerm</i> με την [[ίδια]] σημ. και ανάγεται σε ΙE <i>g</i><sup>w</sup><i>hermo</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>her</i>- «[[θερμός]], [[ζεστός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[θέρος]], <i>θέρομαι</i>). Τα αρχ. ινδ. <i>gharma</i>-, αρχ. πρωσ. <i>gorme</i> «[[ζέστη]]» έχουν σχηματιστεί με την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>hormo</i>-), η οποία απαντά και στο λατ. <i>formus</i> «[[θερμός]]». Σε ορισμένες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες υπάρχουν δύο λέξεις για να δηλώσουν τη σημ. «[[θερμός]], [[ζεστός]]», ανάλογα με τον βαθμό θερμότητας (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>hot</i> «πολύ [[θερμός]], [[καυτός]]», <i>warm</i> «[[μετρίως]] [[θερμός]], [[υπόθερμος]]»), [[πράγμα]] που προέρχεται από τις γερμανικές και βαλτοσλαβικές γλώσσες. Στις περισσότερες, όμως, γλώσσες η [[διάκριση]] αυτή δεν υφίσταται. Εξάλλου, αν ληφθεί υπ' όψιν το [[γεγονός]] ότι η εξαιρετικά [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] και το [[ψύχος]] (π.χ. ένα καυτό [[σίδερο]] και ένα [[κομμάτι]] πάγου) προκαλούν την [[ίδια]] [[αίσθηση]], [[είναι]] πιθανό ότι μια [[ομάδα]] λέξεων με τη σημ. «[[ζεστός]]» να συνδέεται με μια αντίστοιχη με τη σημ. «[[κρύος]]». Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται τόσο το επίθ. [[ζεστός]], το οποίο στην Αρχαία σήμαινε «βρασμένος, [[βραστός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ζέω</i> «[[βράζω]]»), όσο και το [[θερμός]], όχι όμως με την [[ίδια]] [[συχνότητα]] και στα [[ίδια]] φραστικά περιβάλλοντα. Εκτός από ορισμένες κοινές χρήσεις, π.χ. θερμό [[κλίμα]] - ζεστό [[κλίμα]], θερμή [[μέρα]] - ζεστή [[μέρα]] κ.λπ., το [[θερμός]] μεταφορικά χρησιμοποιείται σε στερεότυπες εκφράσεις, π.χ. θερμά [[συγχαρητήρια]] - <i>θερμά συλλυπητήρια</i>, και ως δηλωτικό συναισθηματικών καταστάσεων (π.χ. θερμή [[επιστολή]], θερμή [[παράκληση]], θερμή [[υποδοχή]], θερμή [[γυναίκα]] κ.ά). Ως εκ τούτου η [[χρήση]] του [[είναι]] πιο σπάνια. Εν αντιθέσει, το [[ζεστός]] έχει [[σχεδόν]] αντικαταστήσει το [[θερμός]] στην κυριολεκτική, εν μέρει δε και στη μεταφορική του [[χρήση]]. Για το [[θερμός]] ως α' συνθ. <b>βλ.</b> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θερμαίνω]], [[θερμότητα]] (-<i>της</i>), [[θερμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θερμηρός]], [[θέρμητρον]], [[θερμώδης]], [[θερμωλή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θερμάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θερμούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αυτόθερμος]], [[ομοιόθερμος]], [[υπέρθερμος]], [[υπόθερμος]], [[φιλόθερμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απόθερμος</i>, [[διάθερμος]], [[εύθερμος]], [[κατάθερμος]], [[ολιγόθερμος]], [[παράθερμος]], [[περίθερμος]], [[πολύθερμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αερόθερμος]], [[γεώθερμος]], [[ιδιόθερμος]], [[ισόθερμος]], <i>ολόθερμος</i>, [[ποικιλόθερμος]]].<br /><b>(II)</b><br />το<br />το [[δοχείο]] που διατηρεί τη [[θερμοκρασία]], ο [[θέρμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θέρμος]] (ΙΙ)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[warm]] (Il.).<br />Compounds: Often as 1, member, e. g. <b class="b3">Θερμο-πύλαι</b> (Hdt.; s. Risch IF 59, 267). On <b class="b3">ἄ-</b>, <b class="b3">ἔκ-</b>, <b class="b3">ἔν-θερμος</b> etc. s. below on [[θέρμη]] and [[θερμαίνω]].<br />Derivatives: A. Substantives. 1. [[θέρμη]], also <b class="b3">-μα</b> (s, Schwyzer 476 n. 2, Chantraine Formation 102 and 148) f. [[warmth]], [[heat]], [[heat of fever]] (IA) with <b class="b3">ἄ-θερμος</b> [[without warmth]] (Frisk Adj. priv. 11), <b class="b3">ἔν-θερμος</b> [[with warmth inside]], [[warm]] (Strömberg Greek Prefix Studies 95); [[θερμίζω]] [[be feverish]] (Euboea). 2. [[θερμότης]] [[warmth]], [[heat]] (IA). 3. [[θερμωλή]] <b class="b2">id.</b> (Hp.; Frisk Eranos 41, 52). 4. <b class="b3">θερμέλη ἡ θέρμη</b> Suid. (Strömberg Wortstudien 79). 5. [[θέρμασσα]] = [[κάμινος]] (Hdn. Gr. 1, 267; formation unclear, cf. Schwyzer 525f., Müller-Graupa Glotta 31, 129). - B. Adjectives: 1. [[θερμώδης]] [[lukewarm]] (Aret.); here [[Θερμώδων]], <b class="b3">-οντος</b> river name (Boeotia, Pontos; s. Krahe Beitr. z. Namenforschung 2, 236; 3, 162). 2. [[θερμηρός]] adjunct of [[ποτήριον]] (H. s. [[κελέβη]]; to [[θέρμη]]?). - C. Verbs: 1. [[θέρμετο]] ipf. [[became warm]] (Il.), [[θέρμετε]] ipv. <b class="b2">warmeth!</b> (θ 426; after it Ar. Ra. 1339); on the formation cf. Schwyzer 722f. 2. [[θερμαίνω]], aor. [[θερμῆναι]] [[warm]] (Il.), often with prefix, e. g. <b class="b3">ἐκ-θερμαίνω</b> [[warm completely]] (Hp., Arist.) with postverbal [[ἔκθερμος]] [[very hot]] (Vett. Val.); from there [[θέρμανσις]] [[heating]] (Arist.) with [[θερμαντικός]] [[fit to make warm]] (Pl., Arist.), [[θερμασία]] [[heating]], [[warmth]] (Hp., Arist.; cf. Schwyzer 469), [[θέρμασμα]] [[warming cuff]] (medic.; s. Chantraine Formation 176), [[θερμάστρα]] s. [[θερμάζω]]; [[θερμαντήρ]] "warmer", [[kettle to cook water]] (Poll.) with [[θερμαντήριος]] [[warming]] (Hp., inscr.). 3. [[θερμάζω]] <b class="b2">id.</b> only aor. opt. med. [[θερμάσσαιο]] (Nic. Al. 587) with [[θερμάστρα]] f. [[furnace]] (Call.; also to [[θερμαίνω]]); also [[θερμαύστρα]] written through confusion with [[θερμαυστρίς]] (<b class="b3">θέρμ-</b>) [[fire-tongs]] (Arist., H.), cf. <b class="b3">πυρ-αύστρα</b> <b class="b2">id.</b> ([[αὔειν]] [[bring fire]]); also metaph. as name of a dance (Poll., Ath.) with [[θερμαυστρίζω]] (Critias, Luc.); from [[θερμάστρα]]: [[θερμαστρίς]] (<b class="b3">θέρμ-</b>) = [[θερμαντήρ]] (Eup., LXX); the forms in <b class="b3">-αστρ-</b>, <b class="b3">-αυστρ-</b> are not regularly distinguished, cf. Schulze Kl. Schr. 189 w. n. 6; through dissimilation [[θέρμαστις]] meaning unclear (Attica IVa) with [[θερμάστιον]] (Aen. Tact.).<br />Origin: IE [Indo-European] [493] <b class="b2">*gʷʰermo-</b> [[warm]]<br />Etymology: Inherited adjective, identical with Arm. <b class="b2"> | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[warm]] (Il.).<br />Compounds: Often as 1, member, e. g. <b class="b3">Θερμο-πύλαι</b> (Hdt.; s. Risch IF 59, 267). On <b class="b3">ἄ-</b>, <b class="b3">ἔκ-</b>, <b class="b3">ἔν-θερμος</b> etc. s. below on [[θέρμη]] and [[θερμαίνω]].<br />Derivatives: A. Substantives. 1. [[θέρμη]], also <b class="b3">-μα</b> (s, Schwyzer 476 n. 2, Chantraine Formation 102 and 148) f. [[warmth]], [[heat]], [[heat of fever]] (IA) with <b class="b3">ἄ-θερμος</b> [[without warmth]] (Frisk Adj. priv. 11), <b class="b3">ἔν-θερμος</b> [[with warmth inside]], [[warm]] (Strömberg Greek Prefix Studies 95); [[θερμίζω]] [[be feverish]] (Euboea). 2. [[θερμότης]] [[warmth]], [[heat]] (IA). 3. [[θερμωλή]] <b class="b2">id.</b> (Hp.; Frisk Eranos 41, 52). 4. <b class="b3">θερμέλη ἡ θέρμη</b> Suid. (Strömberg Wortstudien 79). 5. [[θέρμασσα]] = [[κάμινος]] (Hdn. Gr. 1, 267; formation unclear, cf. Schwyzer 525f., Müller-Graupa Glotta 31, 129). - B. Adjectives: 1. [[θερμώδης]] [[lukewarm]] (Aret.); here [[Θερμώδων]], <b class="b3">-οντος</b> river name (Boeotia, Pontos; s. Krahe Beitr. z. Namenforschung 2, 236; 3, 162). 2. [[θερμηρός]] adjunct of [[ποτήριον]] (H. s. [[κελέβη]]; to [[θέρμη]]?). - C. Verbs: 1. [[θέρμετο]] ipf. [[became warm]] (Il.), [[θέρμετε]] ipv. <b class="b2">warmeth!</b> (θ 426; after it Ar. Ra. 1339); on the formation cf. Schwyzer 722f. 2. [[θερμαίνω]], aor. [[θερμῆναι]] [[warm]] (Il.), often with prefix, e. g. <b class="b3">ἐκ-θερμαίνω</b> [[warm completely]] (Hp., Arist.) with postverbal [[ἔκθερμος]] [[very hot]] (Vett. Val.); from there [[θέρμανσις]] [[heating]] (Arist.) with [[θερμαντικός]] [[fit to make warm]] (Pl., Arist.), [[θερμασία]] [[heating]], [[warmth]] (Hp., Arist.; cf. Schwyzer 469), [[θέρμασμα]] [[warming cuff]] (medic.; s. Chantraine Formation 176), [[θερμάστρα]] s. [[θερμάζω]]; [[θερμαντήρ]] "warmer", [[kettle to cook water]] (Poll.) with [[θερμαντήριος]] [[warming]] (Hp., inscr.). 3. [[θερμάζω]] <b class="b2">id.</b> only aor. opt. med. [[θερμάσσαιο]] (Nic. Al. 587) with [[θερμάστρα]] f. [[furnace]] (Call.; also to [[θερμαίνω]]); also [[θερμαύστρα]] written through confusion with [[θερμαυστρίς]] (<b class="b3">θέρμ-</b>) [[fire-tongs]] (Arist., H.), cf. <b class="b3">πυρ-αύστρα</b> <b class="b2">id.</b> ([[αὔειν]] [[bring fire]]); also metaph. as name of a dance (Poll., Ath.) with [[θερμαυστρίζω]] (Critias, Luc.); from [[θερμάστρα]]: [[θερμαστρίς]] (<b class="b3">θέρμ-</b>) = [[θερμαντήρ]] (Eup., LXX); the forms in <b class="b3">-αστρ-</b>, <b class="b3">-αυστρ-</b> are not regularly distinguished, cf. Schulze Kl. Schr. 189 w. n. 6; through dissimilation [[θέρμαστις]] meaning unclear (Attica IVa) with [[θερμάστιον]] (Aen. Tact.).<br />Origin: IE [Indo-European] [493] <b class="b2">*gʷʰermo-</b> [[warm]]<br />Etymology: Inherited adjective, identical with Arm. <b class="b2">ǰerm</b> [[warm]], Thrak.-Phryg. <b class="b2">germo-</b> (in GN, e.g. [[Γέρμη]]), IE <b class="b2">*gʷʰermo-</b>; also in substantivized funktion Alb. [[zjarm]], [[zjarr]] [[heat]]. With <b class="b2">o-</b>vocalism, originally substantiv., IE <b class="b2">*gʷʰormo-</b> in Skt. <b class="b2">gharmá-</b> m. [[heat]], OPr. [[gorme]] <b class="b2">id.</b>; sec. also adjectival in Av. <b class="b2">garǝma-</b>, Lat. [[formus]], Germ., e. g. NHG [[warm]] . Uncertain Toch. A <b class="b2">śārme</b> <b class="b2">heat (?)</b>. More forms in W.-Hofmann s. [[formus]], Mayrhofer Wb. s. <b class="b2">gharmáḥ</b>; s. on [[θέρομαι]], [[θέρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''θερμός''': {thermós}<br />'''Meaning''': [[warm]] (seit Il.).<br />'''Composita''' : Oft als Vorderglied, z. B. [[Θερμοπύλαι]] (Hdt. usw.; vgl. Risch IF 59, 267). Zu ἄ-, ἔκ-, [[ἔνθερμος]] usw. s. unten zu [[θέρμη]] und [[θερμαίνω]].<br />'''Derivative''': Zahlreiche Ableitungen. A. Substantiva. 1. [[θέρμη]], auch -μα (dazu Schwyzer 476 A. 2, Chantraine Formation 102 und 148) f. [[Wärme]], [[Hitze]], [[Fieberhitze]] (ion. att.) mit [[ἄθερμος]] [[ohne Wärme]] (Frisk Adj. priv. 11 m. Lit.), [[ἔνθερμος]] [[mit Wärme drin]], [[warm]] (Strömberg Greek Prefix Studies 95) u. a.; [[θερμίζω]] [[fiebern]] (Euböa). 2. [[θερμότης]] [[Wärme]], [[Hitze]] (ion. att.). 3. [[θερμωλή]] ib. (Hp.; Frisk Eranos 41, 52). 4. | |ftr='''θερμός''': {thermós}<br />'''Meaning''': [[warm]] (seit Il.).<br />'''Composita''' : Oft als Vorderglied, z. B. [[Θερμοπύλαι]] (Hdt. usw.; vgl. Risch IF 59, 267). Zu ἄ-, ἔκ-, [[ἔνθερμος]] usw. s. unten zu [[θέρμη]] und [[θερμαίνω]].<br />'''Derivative''': Zahlreiche Ableitungen. A. Substantiva. 1. [[θέρμη]], auch -μα (dazu Schwyzer 476 A. 2, Chantraine Formation 102 und 148) f. [[Wärme]], [[Hitze]], [[Fieberhitze]] (ion. att.) mit [[ἄθερμος]] [[ohne Wärme]] (Frisk Adj. priv. 11 m. Lit.), [[ἔνθερμος]] [[mit Wärme drin]], [[warm]] (Strömberg Greek Prefix Studies 95) u. a.; [[θερμίζω]] [[fiebern]] (Euböa). 2. [[θερμότης]] [[Wärme]], [[Hitze]] (ion. att.). 3. [[θερμωλή]] ib. (Hp.; Frisk Eranos 41, 52). 4. θερμέλη· ἡ [[θέρμη]] Suid. (Strömberg Wortstudien 79). 5. [[θέρμασσα]] = [[κάμινος]] (Hdn. Gr. 1, 267; Bildung unklar, vgl. Schwyzer 525f., Müller-Graupa Glotta 31, 129). — B. Adjektiva: 1. [[θερμώδης]] [[lauwarm]] (Aret.); dazu Θερμώδων, -οντος Flußname (Böotien, Pontos; s. Krahe Beitr.· z. Namenforschung 2, 236; 3, 162). 2. [[θερμηρός]] Beiw. von [[ποτήριον]] (H. s. [[κελέβη]]; auch auf [[θέρμη]] beziehbar). — C. Verba: 1. θέρμετο Ipf. [[wurde warm]] (ep. seit Il.), θέρμετε Ipv. ‘erwärmet!’ (θ 426; danach Ar. ''Ra''. 1339); zur Bildung vgl. Schwyzer 722f. 2. [[θερμαίνω]], Aor. θερμῆναι [[erwärmen]] (seit Il.), oft mit Präfix, z. B. [[ἐκθερμαίνω]] [[ganz und gar erwärmen]] (Hp., Arist. usw.) mit dem postverbalen [[ἔκθερμος]] [[sehr heiß]] (Vett. Val. u. a.); davon [[θέρμανσις]] [[Erwärmung]] (Arist. u. a.) mit [[θερμαντικός]] [[zum Erwärmen geeignet]], [[erwärmend]] (Pl., Arist., hell.), [[θερμασία]] [[Erwärmung]], [[Wärme]] (Hp., Arist. usw.; vgl. Schwyzer 469), [[θέρμασμα]] [[wärmender Umschlag]] (Mediz.; vgl. Chantraine Formation 176), [[θερμάστρα]] s. [[θερμάζω]]; [[θερμαντήρ]] "Aufwärmer", [[Kessel zum Wasserkochen]] (Poll.) mit [[θερμαντήριος]] [[aufwärmend]] (Hp., Inschr.). 3. [[θερμάζω]] ib. nur Aor. Opt. Med. θερμάσσαιο (Nik. ''Al''. 587) mit [[θερμάστρα]] f. [[Ofen]] (Kall. u. a.; auch auf [[θερμαίνω]] beziehbar); auch [[θερμαύστρα]] geschrieben durch Vermischung mit [[θερμαυστρίς]] (θέρμ-) [[Feuerzange]] (Arist., H.), vgl. [[πυραύστρα]] [[Feuerzange]] (αὔειν [[Feuer holen]]); auch übertr. als N. eines Tanzes (Poll., Ath.) mit [[θερμαυστρίζω]] (Kritias, Luk.); von [[θερμάστρα]]: [[θερμαστρίς]] (θέρμ-) = [[θερμαντήρ]] (Eup., LXX); die Formen auf -αστρ-, -αυστρ- werden indessen nicht auseinandergehalten, vgl. Schulze Kl. Schr. 189 m. A. 6; durch Dissimilation [[θέρμαστις]] Bed. unklar (Attika IV<sup>a</sup>) mit [[θερμάστιον]] (Aen. Tact. u. a.).<br />'''Etymology''' : Altererbtes Adjektiv, mit arm. ''ǰerm'' [[warm]], thrak.-phryg. ''germo''- (in ON, z. B. Γέρμη) identisch, idg. *''g<sup>u̯</sup>hermo''-; dazu noch in substantivischer Funktion alb. ''zjarm'', ''zjarr'' [[Hitze]]. Daneben mit ''o''-Vokal, ursprünglich substantivisch, idg. *''g<sup>u̯</sup>hormo''- in aind. ''gharmá''- m. [[Hitze]], apreuß. ''gorme'' ib.; sekundär auch adjektivisch in aw. ''garəma''-, lat. ''formus'', germ., z. B. nhd. ''warm'' (anders Zupitza u. A.; s. WP. 1, 688). Unsicher toch. A ''śārme'' ‘Hitze (?)’. Weitere Formen mit Lit. bei W.-Hofmann s. ''formus'', Mayrhofer Wb. s. ''gharmáḥ''; s. noch [[θέρομαι]], [[θέρος]].<br />'''Page''' 1,664-665 | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[hot]], [[impetuous]], [[rash]], [[vehement]], [[warm]] | |woodrun=[[hot]], [[impetuous]], [[rash]], [[vehement]], [[warm]] | ||
}} | }} |