3,274,789
edits
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synithis | |Transliteration C=synithis | ||
|Beta Code=sunh/qhs | |Beta Code=sunh/qhs | ||
|Definition= | |Definition=σύνηθες, gen. συνήθεος, contr. συνήθους, gen. pl. συνηθέων, contr. συνηθῶν (or συνήθων, Hdn.Gr.1.428):—<br><span class="bld">A</span> [[dwelling together]] or [[living together]], [[accustomed]] or [[used to each other]], συνήθεες ἀλλήλῃσιν Hes.''Th.''230; [[like each other in habits]], Th.1.71; <b class="b3">συνήθεις καὶ γνώριμοι</b> [[acquaintances]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 375e, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1126b25; <b class="b3">φίλοι καὶ συνήθεις</b> Philem.213.13; <b class="b3">σ. τινί</b> [[well-acquainted]] or [[intimate with]] one, Pl.''Cri.''43a, ''La.''188a, Men.''Pk.'' 258: less freq. as [[substantive]], [[friend]], [[intimate]], Phld.''Rh.''1.332 S., etc.: c. gen., [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.47, Plu.''Num.''1.<br><span class="bld">II</span> [[habituated]], [[accustomed]], τῷ σκότῳ [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 517d; σώματα πᾶσι ποτοῖς καὶ πόνοις σ. γιγνόμενα Id.''Lg.'' 797e; of animals, [[χειρὶ συνήθης]] = [[χειροήθης]] ([[accustomed to the hand]], [[manageable]], [[tame]]), ''AP''9.287 (Apollonid.): abs., <b class="b3">τὰ σύντροφα καὶ σ.</b> those [[rear]]ed and [[breed|bred]] [[with]] him, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''629b11; <b class="b3">οἱ συνήθεις τόποι</b> their [[wonted]] [[haunt]]s, ib.596b29: c. inf., σ. [[ᾄδειν]] γενόμενοι [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''666d.<br><span class="bld">2</span> of things, [[habitual]], [[customary]], [[usual]], [[ἔθος]], [[πότμος]], S.''Ph.''894, ''Tr.''88; [[σύνηθες]] [[ὄμμα]] = a [[customary]] [[vision]], Id.''El.''903, cf. Hp.''Aph.'' 2.49; δίαιτα Th.1.6; σημεῖα τῷ γένει συνηθέστερα And.2.26; <b class="b3">τὸ ξύνηθες ἥσυχον</b> your [[habitual]] [[quietness]], Th.6.34; <b class="b3">τὸ ξύνηθες φοβερόν</b> ib.55; σύνηθες αἰεὶ ταῦτα βαστάζειν ἐμοί [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''40, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1295b17; διὰ τὸ μὴ σ. νομοθέτῃ [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''739a: [[τὸ σύνηθες]] the [[customary]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.14.6; [[custom]], Arist.''Rh.''1369b16, al.; <b class="b3">τὸ τῆς ἑορτῆς σύνηθες</b> Pl.''Ti.''21b; of language, [[in common use]], A.D.''Pron.''45.1, al.; [[τὸ σύνηθες]] = [[usage]], Id.''Adv.''178.28.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[συνήθως]], [[συνήθως ἔχειν]] τινί to [[be acquainted]], [[be friendly with]], D.37.26.<br><span class="bld">2</span> [[habitually]], [[as is usual]], [[συνήθως]] [[παρακολουθεῖν]] Aeschin.2.132; [[συνήθως]] [[ἐξαπατᾶσθαι]] Plu.''Galb.''15.<br><span class="bld">3</span> [[according to common usage]], opp. [[τοπικῶς]], Sch.Th.''Oxy.''853 xiii 4; ἡ συνήθως νοουμένη [[οἰκονομία]] as [[commonly]] [[conceive]]d, Phld.''Oec.''p.29 J. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, σύνηθες;<br /><b>1</b> [[qui a ses habitudes avec]], [[qui vit avec]] <i>ou</i> ensemble ; lié avec, qui a des relations d'amitié : τινι, τινος avec qqn ; <i>abs.</i> ami intime, familier;<br /><b>2</b> accoutumé à, habitué à, familier de, τινι;<br /><b>3</b> [[habituel]], [[familier]], [[ordinaire]] : τὸ ξύνηθες ἥσυχον THC apathie ordinaire ; [[συνήθης]] [[πότμος]] SOPH la destinée qui l'accompagne, sa destinée ; σύνηθές (ἐστι) [[ἐμοί]] avec un inf. EUR j'ai l'habitude de ; τὸ σύνηθες la coutume ; τὰ συνήθη PLUT les usages, <i>particul.</i> [[les devoirs habituels]], [[les derniers devoirs]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἦθος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνήθης -ες, gen. -ους, zonder contr. -εος, Att. ook [[ξυνήθης]] [[[σύν]], [[ἦθος]]] [[van levende wezens gewend]] (aan), [[vertrouwd]] (met); met dat.; met inf. gewend om. συνήθεις ἄδειν γενόμενοι omdat we eraan gewend zijn om (die liederen) te zingen Plat. Lg. 666d. die op vertrouwelijke voet staat, [[vertrouwd]]; met dat. met iem.; subst.. ὁ συνήθης [[intieme vriend]], [[vertrouweling]]. [[van zaken gebruikelijk]], [[gewoon]], [[gewoonlijk]]:; ξυνήθη τὴν δίαιταν μεθ’ ὅπλων ἐποιήσαντο ze maakten zich het leven onder de wapens tot een gewoonte Thuc. 1.6.1; onpers. σύνηθες (ἐστι) met dat. en inf. het is iems. gewoonte om; subst. [[τὸ σύνηθες]] = [[wat gewoon is]], [[waar men aan gewend is]], [[gewoonte]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, gen. εος, zusammengezogen ους, gen. plur. συνηθέων, zusammengezogen συνήθων, <i>[[zusammenwohnend]], [[zusammenlebend]]</i>, [[daher]] <i>an [[einander]] [[gewöhnt]]</i>, συνήθεες ἀλλήλοισιν, Hes. <i>Th</i>. 230; <i>[[gewohnt]]</i>, τί τοι σύνηθες ὀρθώσει μ' [[ἔθος]], Soph. <i>Phil</i>. 882; ὁ [[ξυνήθης]] [[πότμος]] πατρός, <i>Trach</i>. 88; σύνηθες αἰεὶ [[ταῦτα]] βαστάζειν [[ἐμοί]], Eur. <i>Alc</i>. 41; πρὶν [[ἱκανῶς]] [[συνήθης]] [[γενέσθαι]] τῷ παρόντι σκότῳ, <i>[[bevor]] man sich [[gewöhnt]] hat</i>, Plat. <i>Rep</i>. VII.518d; ᾐα ἐπὶ τὰς συνήθεις διατριβάς, <i>Charm</i>. 153a, und [[öfter]], wie Folgde; πότους συνήθεις παραιτεῖσθαι, Plut. <i>Them</i>. 3; τὸ ξύνηθες, = [[συνήθεια]], Thuc. 6.55 und [[öfter]]; c. inf., Pol. 1.74.9; <i>der [[Vertraute]], [[Bekannte]]</i>, πρὸς τοὺς συνήθεις τε καὶ γνωρίμους, Plat. <i>Rep</i>. II.375e; <i>Lach</i>. 188a und [[sonst]]; Xen. <i>Cyr</i>. 2.3.7; Pol. und Sp., wie Luc. und Plut. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνήθης:'''<br /><b class="num">1</b> [[привыкший]], [[освоившийся]] (τινί Plat.): χειρὶ σ. Anth. прирученный, ручной;<br /><b class="num">2</b> [[привычный]], [[обычный]] ([[ἔθος]] Soph.; [[δίαιτα]] Thuc.);<br /><b class="num">3</b> [[свойственный]], [[присущий]] ([[πότμος]] Soph.). - см. тж. [[σύνηθες]].<br />ους ὁ [[близкий знакомец или друг]] Xen. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνήθης''': -ες, γεν. εος, συνῃρ. ους, γεν. πληθ. συνηθέων, συνῃρ. συνήθων (Ἀρκάδ. 136, 24)˙ ― ὁ συνδιατρίβων, συνδιαιτώμενος, [[οἰκεῖος]], [[σχετικός]], φίλος, συνήθεες ἀλλήλοισιν Ἡσιόδ. Θεογ. 230˙ [[ὅμοιος]] πρὸς ἄλλον κατὰ τὰ ἤθη ἢ τοὺς τρόπους, Θουκ. 1. 71˙ συνήθεις καὶ γνώριμοι, οἰκεῖοι καὶ σ., γνώριμοι, φίλοι, Πλάτ. Πολ. 375Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 6, 5, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1. 13˙ ― σ. τινί, [[λίαν]] [[γνώριμος]] [[πρός]] τινα, [[Πλάτων]] Κρίτων 43Α, Λάχ. 188Α˙ σπανιώτερον μετὰ γενικ. ὡς οὐσιαστ., ὁ σ. τινός, ὁ στενωτάτην ἔχων σχέσιν ἢ φιλίαν [[πρός]] τινα, Διόδ. 19. 47, Πλούτ. ΙΙ. ὁ συνηθισμένος, τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Πολ. 517D, κτλ.˙ σώματα πᾶσι πότοις καὶ πόνοις ξ. γιγνόμενα [[αὐτόθι]] 797Ε˙ ἐπὶ ζῴων, χειρὶ σ. = [[χειροήθης]], Ἀνθ. Παλ. 9. 287˙ καὶ ἀπολ., τὰ σύντροφα καὶ συνήθη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2˙ οἱ σ. τόποι, τὰ μέρη [[ἔνθα]] συνήθως συχνάζουσιν, [[αὐτόθι]] 8. 12, 3˙ ― μετ’ ἀπαρεμφ., σ. ᾄδειν γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 666D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ καθ’ ἕξιν γινόμενος, [[συχνός]], [[ἔθος]], [[πότμος]] Σοφ. Φιλ. 894, Τρ. 88˙ ψυχῇ σύνηθες [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 903, πρβλ. Ἱππ. Ἀφορ. 1246˙ [[δίαιτα]] Θουκ. 6. 17˙ σημεῖα τῷ γένει ξυνηθέστερα Ἀνδοκ. 23. 2˙ τὸ ξύνηθες ἥσυχον, ἡ κατὰ συνήθειαν [[ἡσυχία]] σας, Θουκ. 6. 34˙ τὸ ξύνηθες φοβερὸν [[αὐτόθι]] 55˙ σύνηθές [ἐστι] [[ταῦτα]] βαστάζειν ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 40, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6˙ διὰ τὸ μὴ ξ. νομοθέτῃ Πλάτ. Νόμ. 739 Α˙ ― τὸ σύνηθες, [[ἔθος]], ἔθιμον, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 10, 18, κ. ἀλλ.˙ τὸ τῆς ἑορτῆς ξ. Πλάτ. Τίμ. 21Β. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[συνήθως]], ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὸ σύνηθες, συν. παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 45. 28, Πλούτ., κλπ. | |lstext='''συνήθης''': -ες, γεν. εος, συνῃρ. ους, γεν. πληθ. συνηθέων, συνῃρ. συνήθων (Ἀρκάδ. 136, 24)˙ ― ὁ συνδιατρίβων, συνδιαιτώμενος, [[οἰκεῖος]], [[σχετικός]], φίλος, συνήθεες ἀλλήλοισιν Ἡσιόδ. Θεογ. 230˙ [[ὅμοιος]] πρὸς ἄλλον κατὰ τὰ ἤθη ἢ τοὺς τρόπους, Θουκ. 1. 71˙ συνήθεις καὶ γνώριμοι, οἰκεῖοι καὶ σ., γνώριμοι, φίλοι, Πλάτ. Πολ. 375Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 6, 5, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1. 13˙ ― σ. τινί, [[λίαν]] [[γνώριμος]] [[πρός]] τινα, [[Πλάτων]] Κρίτων 43Α, Λάχ. 188Α˙ σπανιώτερον μετὰ γενικ. ὡς οὐσιαστ., ὁ σ. τινός, ὁ στενωτάτην ἔχων σχέσιν ἢ φιλίαν [[πρός]] τινα, Διόδ. 19. 47, Πλούτ. ΙΙ. ὁ συνηθισμένος, τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Πολ. 517D, κτλ.˙ σώματα πᾶσι πότοις καὶ πόνοις ξ. γιγνόμενα [[αὐτόθι]] 797Ε˙ ἐπὶ ζῴων, χειρὶ σ. = [[χειροήθης]], Ἀνθ. Παλ. 9. 287˙ καὶ ἀπολ., τὰ σύντροφα καὶ συνήθη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2˙ οἱ σ. τόποι, τὰ μέρη [[ἔνθα]] συνήθως συχνάζουσιν, [[αὐτόθι]] 8. 12, 3˙ ― μετ’ ἀπαρεμφ., σ. ᾄδειν γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 666D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ καθ’ ἕξιν γινόμενος, [[συχνός]], [[ἔθος]], [[πότμος]] Σοφ. Φιλ. 894, Τρ. 88˙ ψυχῇ σύνηθες [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 903, πρβλ. Ἱππ. Ἀφορ. 1246˙ [[δίαιτα]] Θουκ. 6. 17˙ σημεῖα τῷ γένει ξυνηθέστερα Ἀνδοκ. 23. 2˙ τὸ ξύνηθες ἥσυχον, ἡ κατὰ συνήθειαν [[ἡσυχία]] σας, Θουκ. 6. 34˙ τὸ ξύνηθες φοβερὸν [[αὐτόθι]] 55˙ σύνηθές [ἐστι] [[ταῦτα]] βαστάζειν ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 40, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6˙ διὰ τὸ μὴ ξ. νομοθέτῃ Πλάτ. Νόμ. 739 Α˙ ― τὸ σύνηθες, [[ἔθος]], ἔθιμον, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 10, 18, κ. ἀλλ.˙ τὸ τῆς ἑορτῆς ξ. Πλάτ. Τίμ. 21Β. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[συνήθως]], ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὸ σύνηθες, συν. παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 45. 28, Πλούτ., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α<br />(για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται [[κατά]] [[συνήθεια]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται [[κατά]] κανόνα («η [[συνήθης]] [[θερμοκρασία]] αυτής της εποχής»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] το σύνηθες» — όπως [[συνήθως]] συμβαίνει<br />β) «τα συνήθεα συνήθη» — τα [[ίδια]] και τα [[ίδια]], τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ζει ή συναναστρέφεται με κάποιον, [[ιδίως]] ο [[οικείος]], ο [[φίλος]] («φίλοι καὶ συνήθεις», Φιλήμ.)<br /><b>2.</b> ο όμοιος ως [[προς]] τους τρόπους ή τα ήθη<br /><b>3.</b> εξοικειωμένος με [[κάτι]] («πρὶν ἱκανῶς [[συνήθης]] [[γενέσθαι]] τῷ παρόντι σκότῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ζώα) εξημερωμένος<br /><b>5.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο συχνάζουν τα ζώα<br /><b>6.</b> (για λόγο) αυτός που χρησιμοποιείται από όλους ή από τους περισσότερους, ο [[κοινός]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνηθες</i><br />α) η [[συνήθεια]]<br />β) το [[έθιμο]]<br />γ) ο [[συνηθισμένος]] [[τρόπος]] ζωής<br />δ) η [[κοινή]] [[χρήση]] της γλώσσας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνήθως]] ΝΜΑ<br />με τρόπο που συνηθίζεται, [[κατά]] το σύνηθες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατά]] τη συνήθη [[χρήση]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[οικειότητα]], φιλικά («[[συνήθως]] ἔχων ἐμοὶ καὶ [[γνώριμος]] ὤν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), | |mltxt=σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α<br />(για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται [[κατά]] [[συνήθεια]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται [[κατά]] κανόνα («η [[συνήθης]] [[θερμοκρασία]] αυτής της εποχής»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] το σύνηθες» — όπως [[συνήθως]] συμβαίνει<br />β) «τα συνήθεα συνήθη» — τα [[ίδια]] και τα [[ίδια]], τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ζει ή συναναστρέφεται με κάποιον, [[ιδίως]] ο [[οικείος]], ο [[φίλος]] («φίλοι καὶ συνήθεις», Φιλήμ.)<br /><b>2.</b> ο όμοιος ως [[προς]] τους τρόπους ή τα ήθη<br /><b>3.</b> εξοικειωμένος με [[κάτι]] («πρὶν ἱκανῶς [[συνήθης]] [[γενέσθαι]] τῷ παρόντι σκότῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ζώα) εξημερωμένος<br /><b>5.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο συχνάζουν τα ζώα<br /><b>6.</b> (για λόγο) αυτός που χρησιμοποιείται από όλους ή από τους περισσότερους, ο [[κοινός]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνηθες</i><br />α) η [[συνήθεια]]<br />β) το [[έθιμο]]<br />γ) ο [[συνηθισμένος]] [[τρόπος]] ζωής<br />δ) η [[κοινή]] [[χρήση]] της γλώσσας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνήθως]] ΝΜΑ<br />με τρόπο που συνηθίζεται, [[κατά]] το σύνηθες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατά]] τη συνήθη [[χρήση]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[οικειότητα]], φιλικά («[[συνήθως]] ἔχων ἐμοὶ καὶ [[γνώριμος]] ὤν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), [[πρβλ]]. [[κακοήθης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνήθης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i>, συνηρ. <i>-ους</i> ([[ἦθος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαμένει ή ζει μαζί με κάποιον, [[οικείος]], [[φίλος]], [[σύντροφος]], σε Ησίοδ.· αυτός που μοιάζει με κάποιον ως προς τις συνήθειες ή τους τρόπους του, σε Πλάτ.· [[συνήθης]] τινί, αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[οικειότητα]] με κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει συνηθίσει σε [[κάτι]], που έχει εξοικειωθεί με [[κάτι]], [[συνηθισμένος]], εξοικειωμένος, <i>τινί</i>, με ένα [[πράγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[συνηθισμένος]], εθιμικός, [[κοινός]], αυτός που ανήκει στον [[μέσο]] όρο, σε Σοφ., Θουκ.· <i>τὸ σύνηθες</i>, [[συνήθεια]], [[έθιμο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[συνήθως]], σύμφωνα με τη [[συνήθεια]], εθιμικά, όπως συνηθίζεται, σε Αισχίν. | |lsmtext='''συνήθης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i>, συνηρ. <i>-ους</i> ([[ἦθος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαμένει ή ζει μαζί με κάποιον, [[οικείος]], [[φίλος]], [[σύντροφος]], σε Ησίοδ.· αυτός που μοιάζει με κάποιον ως προς τις συνήθειες ή τους τρόπους του, σε Πλάτ.· [[συνήθης]] τινί, αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[οικειότητα]] με κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει συνηθίσει σε [[κάτι]], που έχει εξοικειωθεί με [[κάτι]], [[συνηθισμένος]], εξοικειωμένος, <i>τινί</i>, με ένα [[πράγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[συνηθισμένος]], εθιμικός, [[κοινός]], αυτός που ανήκει στον [[μέσο]] όρο, σε Σοφ., Θουκ.· <i>τὸ σύνηθες</i>, [[συνήθεια]], [[έθιμο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[συνήθως]], σύμφωνα με τη [[συνήθεια]], εθιμικά, όπως συνηθίζεται, σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[acquaintance]], [[common]], [[customary]], [[friend]], [[habitual]], [[intimate]], [[ordinary]], [[regular]], [[accustomed to]], [[familiarised with]], [[generally received]], [[habituated to]], [[inured to]] | |woodrun=[[acquaintance]], [[common]], [[customary]], [[friend]], [[habitual]], [[intimate]], [[ordinary]], [[regular]], [[accustomed to]], [[familiarised with]], [[generally received]], [[habituated to]], [[inured to]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[consuetus]]'', [[accustomed]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.6.1/ 1.6.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.128.5/ 4.128.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.18.6/ 6.18.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.34.4/ 6.34.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.55.3/ 6.55.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.67.2/ 7.67.2],<br>''[[amicus]], [[familiaris]]'', [[friend]], [[intimate]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.71.6/ 1.71.6]. | |||
}} | }} |