Anonymous

επιδεικνύω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(13)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιδείκνυμι]] και ἐπιδεικνύω)<br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]], [[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[δείγμα]], ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)<br /><b>2.</b> [[εμφανίζω]] και [[προβάλλω]] κάποιο [[προσόν]] ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την [[ομορφιά]] της» β. «ἐπιδείξεις τὴν [[αὑτοῦ]] σοφίαν»)<br /><b>3.</b> [[φανερώνω]] [[κάτι]] που ήταν σχετικά άγνωστο ώς [[τώρα]] («επέδειξε τη [[δύναμη]] του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επιδεικνύομαι</i><br />[[προβάλλω]] τα προσόντα μου ή [[συμπεριφέρομαι]] [[έτσι]] ώστε να [[προκαλώ]] την [[προσοχή]] τών άλλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποδεικνύω]].
|mltxt=(AM [[ἐπιδείκνυμι]] και [[ἐπιδεικνύω]])<br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]], [[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[δείγμα]], ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)<br /><b>2.</b> [[εμφανίζω]] και [[προβάλλω]] κάποιο [[προσόν]] ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την [[ομορφιά]] της» β. «ἐπιδείξεις τὴν [[αὑτοῦ]] σοφίαν»)<br /><b>3.</b> [[φανερώνω]] [[κάτι]] που ήταν σχετικά άγνωστο ώς [[τώρα]] («επέδειξε τη [[δύναμη]] του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επιδεικνύομαι</i><br />[[προβάλλω]] τα προσόντα μου ή [[συμπεριφέρομαι]] [[έτσι]] ώστε να [[προκαλώ]] την [[προσοχή]] τών άλλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποδεικνύω]].
}}
}}