Anonymous

καθικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. β ́ -ῑκόμην: ἀποθ. Κατέρχομαι· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον μεταφ., [[φθάνω]], [[ἐγγίζω]], ἐπεί με [[μάλιστα]] καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον, «ἀντὶ τοῦ ἵκετο καὶ κατέλαβε λέγει» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 342· [[μάλα]] πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, «[[πάνυ]] γέ πώς μου καθήψω τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 104· [[ὡσαύτως]], [[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο, μὲ ἐκτύπησεν εἰς τὴν κεφαλήν, Σοφ. Ο. Τ. 809· γυναῖκας ἐς ὅλμους καθικνουμένας ὑπέροις, τυπτομένας διὰ κοπάνων, Παυσ. 5, 18, 2· - παρὰ τοῖς πεζολόγοις ἡ γεν. ἦτο συχνοτέρα, καθικέσθαι τῆς πηγῆς... ὅσον ἐπιψαῦσαι τοῦ ὕδατος, νὰ καταβῇ (τὸ διὰ σχοινίου καταβιβαζόμενον [[κάτοπτρον]]) πρὸς τὴν πηγὴν τόσον πλησίον ὅσον νὰ ἐγγίσῃ τὸ [[νερόν]], ὁ αὐτ. 7. 21, 12· καθ. τῆς ψυχῆς, ἐγγίσαι αὐτήν, Πλάτ. Ἀξ. 369Ε· ἡμῶν ὁ [[λόγος]] καθίκετο Λουκ. Νιγρ. 35· ἡ [[ὕβρις]] οὐ μετρίως μου καθίκετο, ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 46· καθ. τινος πικρότατα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 3· οὕτω, καθ. τινος σκύτει, κονδύλῳ, τύπτειν τινὰ διὰ τῆς μάστιγος, κτλ., Πλουτ. Ἀντών. 12, Ἀλκιβ. 7.<br />2) καθ. τῆς ἐπιβολῆς, [[φθάνω]], κατορθώνω τὸν σκοπόν μου, Πολύβ. 2. 38, 8, προβλ. 4. 50, 10· ἀπολ., τειχίζειν ἐπιβαλλόμενοι καθίξονται, θὰ ἐπιτύχωσιν, ὁ αὐτ. 5. 93, 5.
|lstext='''καθικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. β ́ -ῑκόμην: ἀποθ. Κατέρχομαι· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον μεταφ., [[φθάνω]], [[ἐγγίζω]], ἐπεί με [[μάλιστα]] καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον, «ἀντὶ τοῦ ἵκετο καὶ κατέλαβε λέγει» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 342· [[μάλα]] πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, «[[πάνυ]] γέ πώς μου καθήψω τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 104· [[ὡσαύτως]], [[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο, μὲ ἐκτύπησεν εἰς τὴν κεφαλήν, Σοφ. Ο. Τ. 809· γυναῖκας ἐς ὅλμους καθικνουμένας ὑπέροις, τυπτομένας διὰ κοπάνων, Παυσ. 5, 18, 2· - παρὰ τοῖς πεζολόγοις ἡ γεν. ἦτο συχνοτέρα, καθικέσθαι τῆς πηγῆς... ὅσον ἐπιψαῦσαι τοῦ ὕδατος, νὰ καταβῇ (τὸ διὰ σχοινίου καταβιβαζόμενον [[κάτοπτρον]]) πρὸς τὴν πηγὴν τόσον πλησίον ὅσον νὰ ἐγγίσῃ τὸ [[νερόν]], ὁ αὐτ. 7. 21, 12· καθ. τῆς ψυχῆς, ἐγγίσαι αὐτήν, Πλάτ. Ἀξ. 369Ε· ἡμῶν ὁ [[λόγος]] καθίκετο Λουκ. Νιγρ. 35· ἡ [[ὕβρις]] οὐ μετρίως μου καθίκετο, ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 46· καθ. τινος πικρότατα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 3· οὕτω, καθ. τινος σκύτει, κονδύλῳ, τύπτειν τινὰ διὰ τῆς μάστιγος, κτλ., Πλουτ. Ἀντών. 12, Ἀλκιβ. 7.<br />2) καθ. τῆς ἐπιβολῆς, [[φθάνω]], κατορθώνω τὸν σκοπόν μου, Πολύβ. 2. 38, 8, προβλ. 4. 50, 10· ἀπολ., τειχίζειν ἐπιβαλλόμενοι καθίξονται, θὰ ἐπιτύχωσιν, ὁ αὐτ. 5. 93, 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθικνοῦμαι]], [[καθικνέομαι]] (Α)<br />(αποθ. ρ.)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[αγγίζω]] («[[ἐπεί]] με καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]] («[[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σε [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]] («[[ταχέως]] καθικνεῑτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατακρίνω]], [[ελέγχω]], [[αποδοκιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]] («καθικνεῑται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)<br /><b>6.</b> (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) τὸ [[κατικόμενον]]<br /><b>επιγρ.</b> το κληρονομικό [[μερίδιο]] που περιέρχεται στην [[κατοχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ῑκόμην</i>· αποθ., [[φθάνω]] σε, [[κατέρχομαι]]· μεταφ., [[φθάνω]], [[εγγίζω]], με καθίκετο [[πένθος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καθίκεο]] θυμόν, [[θυμός]] ενέσκηψε στην [[καρδιά]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κάρα]] μου καθίκετο, με χτύπησε στο [[κεφάλι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''καθικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ῑκόμην</i>· αποθ., [[φθάνω]] σε, [[κατέρχομαι]]· μεταφ., [[φθάνω]], [[εγγίζω]], με καθίκετο [[πένθος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καθίκεο]] θυμόν, [[θυμός]] ενέσκηψε στην [[καρδιά]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κάρα]] μου καθίκετο, με χτύπησε στο [[κεφάλι]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καθικνέομαι [κατά, ἱκνέομαι] aor. καθικόμην; perf. καθῖγμαι, ptc. καθιγμένος; plqperf. 3 sing. καθῖκτο; fut. καθίξομαι bereiken, aanraken, treffen:; μέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο hij trof mij met zijn dubbele rijzweep midden op mijn hoofd Soph. OT 809; overdr.:; μάλα πώς με καθίκεο θυμόν je hebt mij diep in mijn hart geraakt Il. 14.104; με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον mij heeft bij uitstek ondraaglijk leed getroffen Od. 1.342; ook met gen.: τῆς ψυχῆς κ. de ziel raken [Plat.] Ax. 369e.
|elnltext=καθικνέομαι [κατά, ἱκνέομαι] aor. καθικόμην; perf. καθῖγμαι, ptc. καθιγμένος; plqperf. 3 sing. καθῖκτο; fut. καθίξομαι bereiken, aanraken, treffen:; μέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο hij trof mij met zijn dubbele rijzweep midden op mijn hoofd Soph. OT 809; overdr.:; μάλα πώς με καθίκεο θυμόν je hebt mij diep in mijn hart geraakt Il. 14.104; με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον mij heeft bij uitstek ondraaglijk leed getroffen Od. 1.342; ook met gen.: τῆς ψυχῆς κ. de ziel raken [Plat.] Ax. 369e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ίξομαι aor2 -ῑκόμην<br />Dep., to [[come]] [[down]] to: metaph. to [[reach]], [[touch]], με καθίκετο [[πένθος]] Od.; [[καθίκεο]] θυμόν hast touched my [[heart]], Il.; [[κάρα]] μου καθίκετο came [[down]] [[upon]] my [[head]], Soph.
|mdlsjtxt=fut. -ίξομαι aor2 -ῑκόμην<br />Dep., to [[come]] [[down]] to: metaph. to [[reach]], [[touch]], με καθίκετο [[πένθος]] Od.; [[καθίκεο]] θυμόν hast touched my [[heart]], Il.; [[κάρα]] μου καθίκετο came [[down]] [[upon]] my [[head]], Soph.
}}
}}