Anonymous

ποσότης: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ποσότης:''' ητος ἡ [[πόσος]] количество Arst., Polyb., Sext.
|elrutext='''ποσότης:''' ητος ἡ [[πόσος]] количество Arst., Polyb., Sext.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ποσότης]], -ητος, ΝΜΑ [[ποσός]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] μπορεί να μετρηθεί, ό,τι επιδέχεται [[αυξομείωση]] (α. «[[ποσότητα]] χρημάτων» β. «[[εισαγωγή]] ειδών διατροφής σε μεγάλες ποσότητες»)<br /><b>2.</b> ο [[χρόνος]] διάρκειας τών φθόγγων, η [[ιδιότητα]] των συλλαβών να [[είναι]] μακρόχρονες ή βραχύχρονες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ποσότητα]] ηλεκτρισμού» — παλαιότερη [[ονομασία]] του ηλεκτρικού φορτίου<br />β) «[[ποσότητα]] θερμότητας»<br /><b>φυσ.</b> η θερμική [[ενέργεια]] που περιέχεται σε ένα υλικό [[σύστημα]]<br />γ) «[[ποσότητα]] κίνησης σώματος»<br /><b>(μηχαν.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της ορμής<br />δ) «[[ποσότητα]] φωτός»<br /><b>φυσ.</b> το γινόμενο της φωτεινής έντασης μιας πηγής επί τον χρόνο εκπομπής της πηγής<br /><b>αρχ.</b><br />[[αριθμός]], [[πλήθος]].
}}
}}