Anonymous

κάνναβις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κάνναβις]]) <b>βλ.</b> [[κάναβη]].
|mltxt=και [[κάνναβη]] και [[κάναβις]], [[κάνναβις]] η, σπαν. το (AM [[κάναβις]] και [[κάνναβις]], -εως)<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας κανναβινίδες, καναβινίδες  με ένα μόνο [[είδος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάνναβη/κάναβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής [[μάλλον]] ή θρακικής προελεύσεως, [[χωρίς]] να αποκλείεται και μεσοποταμιακή [[καταγωγή]] της ([[πρβλ]]. σουμερ. <i>kunibu</i> «[[κάνναβις]]»). Το λατ. [[cannabis]] [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm