3,277,020
edits
m (Text replacement - " usu. " to " usually ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perirridis | |Transliteration C=perirridis | ||
|Beta Code=perirrhdh/s | |Beta Code=perirrhdh/s | ||
|Definition= | |Definition=περιρρηδές,<br><span class="bld">A</span> [[sprawling]], <b class="b3">περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσε</b> he fell [[sprawling over]] the table, Od.22.84; <b class="b3">περιρρηδὴς κεράεσσι</b> [[pitching forward over]] them, A.R.1.431, cf. Orusin ''EM''664.39.<br><span class="bld">II</span> [[falling away]], or [[sloping on each side]], Hp.''Art.'' 16; of the body in bed, Id.''Mul.''2.158, Gal.18(1).420. (''EM''l.c. explains the word by [[περιρραγής]], [[περιρρυής]]. Prob. cogn. with [[ῥαδινός]], cf. [[βραδανίζω]].) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui glisse <i>ou</i> tombe sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], R. Ῥαδ-, glisser. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιρρηδής -ές [περί, ~ ῥαδινός] [[struikelend]], [[wegglijdend]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές ([[wahrscheinlich]] mit [[περιρρέω]] [[zusammenhangend]]), <i>um [[Etwas]] [[herum]], über [[Etwas]] [[fallend]], [[umstürzend]]</i>, περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσε δινηθείς, <i>[[rückwärts]] überstürzend fiel er herumgeschleudert oder [[taumelnd]] mit dem [[Tische]] zu [[Boden]], Od</i>. 22.84, und so auch Hippocr.; Hesych. erkl. ὑπτιασμένος. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιρρηδής:''' [[зашатавшийся]], [[поникший]]: π. τραπέζῃ κάππεσε Hom. поникши над столом, (раненый Эвримах) упал. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιρρηδής''': -ές, ἐν Ὀδ. Χ. 84, π. δὲ τραπέζῃ κάππεσε, κατέπεσε περικλασθεὶς ἐπὶ τῆς τραπέζης [ἣν ἐκράτει πρὸ [[ἑαυτοῦ]] ὡς ἀσπίδα]· οὕτω, περιρρηδὴς κεράεσσι, «ἐπὶ [[πρόσωπον]] μεθ’ ὁρμῆς κατενεχθεὶς» (Σχόλ.), ἐπὶ σφαγέντος βοὸς πίπτοντος ἐμπρὸς ἐπὶ τῶν κεράτων του, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 431, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 664. 38. ΙΙ. περικεκλασμένος ἐφ’ ἑκάτερα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, πρβλ. 659. 50, Γαλην. 12. 328. (Οἱ παλαιοὶ Λεξικογράφοι ἀνέφεραν τὴν λέξιν ἢ εἰς τὸ ῥέω ἢ εἰς τὸ [[ῥήγνυμι]], ― π.χ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ἑρμηνεύεται [[περιρραγής]], [[περιρρυής]]. Ὁ Κούρτ. θέλει νὰ σχετίσῃ τὴν κατάληξιν -ρήδης πρὸς τὴν √ΡΑΔ, ῥαδινός). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[περιρρηδής]]· περικεκλασμένος. περιστροβηθείς. οἱ δὲ περιερριμμένος. ἢ ὑπτιασμένος»· κατὰ δὲ Σουΐδ.: «περιρρηδεῖς, οἱ ἐπὶ ὀχημάτων, ἢ ἐπικείμενοι ἢ ἐρριμμένοι», [[οὕτως]] ἑρμηνεύει καὶ ὁ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 439. | |lstext='''περιρρηδής''': -ές, ἐν Ὀδ. Χ. 84, π. δὲ τραπέζῃ κάππεσε, κατέπεσε περικλασθεὶς ἐπὶ τῆς τραπέζης [ἣν ἐκράτει πρὸ [[ἑαυτοῦ]] ὡς ἀσπίδα]· οὕτω, περιρρηδὴς κεράεσσι, «ἐπὶ [[πρόσωπον]] μεθ’ ὁρμῆς κατενεχθεὶς» (Σχόλ.), ἐπὶ σφαγέντος βοὸς πίπτοντος ἐμπρὸς ἐπὶ τῶν κεράτων του, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 431, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 664. 38. ΙΙ. περικεκλασμένος ἐφ’ ἑκάτερα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, πρβλ. 659. 50, Γαλην. 12. 328. (Οἱ παλαιοὶ Λεξικογράφοι ἀνέφεραν τὴν λέξιν ἢ εἰς τὸ ῥέω ἢ εἰς τὸ [[ῥήγνυμι]], ― π.χ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ἑρμηνεύεται [[περιρραγής]], [[περιρρυής]]. Ὁ Κούρτ. θέλει νὰ σχετίσῃ τὴν κατάληξιν -ρήδης πρὸς τὴν √ΡΑΔ, ῥαδινός). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[περιρρηδής]]· περικεκλασμένος. περιστροβηθείς. οἱ δὲ περιερριμμένος. ἢ ὑπτιασμένος»· κατὰ δὲ Σουΐδ.: «περιρρηδεῖς, οἱ ἐπὶ ὀχημάτων, ἢ ἐπικείμενοι ἢ ἐρριμμένοι», [[οὕτως]] ἑρμηνεύει καὶ ὁ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 439. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 24: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιρρηδής:''' -ές, αυτός που πέφτει [[ανεστραμμένος]] γύρω από ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., <i>περιρρηδὴς τραπέζῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ. (Η προέλ. του <i>-ρηδης</i> είναι αμφίβ.· πιθ. από [[ῥέω]]). | |lsmtext='''περιρρηδής:''' -ές, αυτός που πέφτει [[ανεστραμμένος]] γύρω από ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., <i>περιρρηδὴς τραπέζῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ. (Η προέλ. του <i>-ρηδης</i> είναι αμφίβ.· πιθ. από [[ῥέω]]). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 38: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''περιρρηδής''': {perirrēdḗs}<br />'''Meaning''': ep. ion. Adj. unsicherer Bed., gewöhnlich als [[umfallend]], [[hintaumelnd]] (χ 84, A. R. 1, 431), [[verbogen]], [[aus der Lage gebracht]] (Hp. ''Art''. 16, ''Mul''. 2, 158) erklärt;<br />'''Derivative''': davon [[περιρρήδην]] (A. R. 4, 1581).<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[περικαλλής]], somit wohl von einem Nomen *ῥῆδος. Wegen der unklaren Bedeutung etymologisch schwierig. Von Düntzer KZ 13, 6 f., wozu Bechtel Lex. s. v. (m. weiterer Lit.), mit [[ῥαδινός]], [[ῥάδαμνος]] (s. dd.) u.a. verbunden. — Die Annahme Leumanns, Hom. Wörter 3 14 f., [[περιρρηδής]] wäre von der mediz. Fachsprache aus dem Epos entlehnt, überzeugt kaum.<br />'''Page''' 2,514 | |ftr='''περιρρηδής''': {perirrēdḗs}<br />'''Meaning''': ep. ion. Adj. unsicherer Bed., gewöhnlich als [[umfallend]], [[hintaumelnd]] (χ 84, A. R. 1, 431), [[verbogen]], [[aus der Lage gebracht]] (Hp. ''Art''. 16, ''Mul''. 2, 158) erklärt;<br />'''Derivative''': davon [[περιρρήδην]] (A. R. 4, 1581).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[περικαλλής]], somit wohl von einem Nomen *ῥῆδος. Wegen der unklaren Bedeutung etymologisch schwierig. Von Düntzer KZ 13, 6 f., wozu Bechtel Lex. s. v. (m. weiterer Lit.), mit [[ῥαδινός]], [[ῥάδαμνος]] (s. dd.) u.a. verbunden. — Die Annahme Leumanns, Hom. Wörter 3 14 f., [[περιρρηδής]] wäre von der mediz. Fachsprache aus dem Epos entlehnt, überzeugt kaum.<br />'''Page''' 2,514 | ||
}} | }} |