3,277,119
edits
m (Text replacement - " distinguished fr." to " distinguished from") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ora | |Transliteration C=ora | ||
|Beta Code=w(/ra | |Beta Code=w(/ra | ||
| | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὥρα]] ([[ὥρα]], -ας, -ᾳ, -α, -αι, -ᾶν, ὥραισι, -ας.) <br /> <b>a</b> [[time]], [[hour]] [[ὥρα]] γὰρ συνάπτει (i. e. the [[limited]] [[time]]) (P. 4.247) τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι (N. 4.34) ὅν τε κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι (οἳ [[τὰς]] ὥρας καὶ τὸν καιρὸν [[τοῦ]] Ὀλυμπιακοῦ ἀγῶνος ἐκήρυσσον, καθ' ἃς ἐτελεῖτο Σ.) (I. 2.23) <br /> <b>b</b> appointed [[time]] πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον [[δεῖ]] [[σάμερον]] [[ἐλθεῖν]] ἐν ὥρᾳ (O. 6.28) “πρὶν ὥρας” (P. 4.43) <br /> <b>c</b> [[youthful]] [[bloom]], youthfulness ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον (O. 10.104) ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8, cf. (N. 8.1) <br /> <b>d</b> pro pers., s., Youthfulness [[ὥρα]] [[πότνια]], [[κάρυξ]] Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων (N. 8.1) esp., pl., the Seasons, daughters of [[Zeus]] and [[Themis]], | |sltr=[[ὥρα]] ([[ὥρα]], -ας, -ᾳ, -α, -αι, -ᾶν, ὥραισι, -ας.) <br /> <b>a</b> [[time]], [[hour]] [[ὥρα]] γὰρ συνάπτει (i. e. the [[limited]] [[time]]) (P. 4.247) τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι (N. 4.34) ὅν τε κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι (οἳ [[τὰς]] ὥρας καὶ τὸν καιρὸν [[τοῦ]] Ὀλυμπιακοῦ ἀγῶνος ἐκήρυσσον, καθ' ἃς ἐτελεῖτο Σ.) (I. 2.23) <br /> <b>b</b> appointed [[time]] πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον [[δεῖ]] [[σάμερον]] [[ἐλθεῖν]] ἐν ὥρᾳ (O. 6.28) “πρὶν ὥρας” (P. 4.43) <br /> <b>c</b> [[youthful]] [[bloom]], youthfulness ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον (O. 10.104) ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8, cf. (N. 8.1) <br /> <b>d</b> pro pers., s., Youthfulness [[ὥρα]] [[πότνια]], [[κάρυξ]] Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων (N. 8.1) esp., pl., the Seasons, daughters of [[Zeus]] and [[Themis]], Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναί μ' ἔπεμψαν (O. 4.1) πολλὰ δ' ἐν καρδίαις [[ἀνδρῶν]] [[ἔβαλον]] ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ (O. 13.17) “εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ” (as the [[foster]] mothers of Aristaios) (P. 9.60) ἁ δὲ (sc. [[Θέμις]]) [[τὰς]] χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (Boeckh ex Hesych.: ἀγαθὰ σωτῆρας codd. Clem. Alex.) fr. 30. 6. ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Θεμίγονοι (Pae. 1.6) φοινικοεάνων ὁπότ' οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου εὔοδμον ἐπάγοισιν [[ἔαρ]] φυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 14. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott | ||
|astxt=[[ὥρα]], -ας, ἡ, [in LXX [[chiefly]] for עֵת and in Da for | |astxt=[[ὥρα]], -ας, ἡ, [in LXX [[chiefly]] for עֵת and in Da for שָׁעָה;] <br /><b class="num">1.</b>[[any]] [[time]] or [[period]] [[fixed]] by [[nature]], esp. a [[season]] (Hom., Hdt., Plat., al.). <br /><b class="num">2.</b>A [[part]] of the [[day]], and esp. a [[twelfth]] [[part]] of [[day]] or [[night]], an [[hour]]: Mt 24:36, Mk 13:32, Ac 10:3, al.; accus. in ans. to "[[when]]"? (M, Pr., 63, 215; Bl., §34, 8), Jo 4:52, Ac 10:3, 30 I Co 15:30, Re 3:3; acc. of [[duration]], Mt 20:12 26, Mk 14:37; inexactly, πρὸς ὥραν, for a [[season]], for a [[time]], Jo 5:35, II Co 7:8, Ga 2:5; πρὸς καιρὸν ὥρας, for a [[short]] [[season]] (ICC, in l.), I Th 2:17. <br /><b class="num">3.</b>A [[definite]] [[point]] of [[time]], [[time]], [[hour]]: Mt 26:45; c. gen. rei, Lk 1:10 14:17, Re 3:10, al.; c. gen. pers., Lk 22:53, Jo 2:4 7:30, al.; ἡ [[ἄρτι]] [[ὥρα]], I Co 4:11; ἐσχάτη ὥ., I Jo 2:18; seq. [[ὅτε]], Jo 4:21, 23 5:25 16:25; [[ἵνα]], Jo 12:23, al.; c. acc. et inf., Ro 13:11 (cf. DB, ext., 475b 476b). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὥρα:''' Ιων. [[ὥρη]], ἡ, Επικ. γεν. πληθ. <i>ὡράων</i>, Ιων. [[ὡρέων]]· ποιητ. δοτ. πληθ. <i>ὥραισι</i>, Λατ. [[hora]]· Α. [[κάθε]] [[στιγμή]] ή χρονική [[περίοδος]], [[είτε]] του έτους, του [[μήνα]] ή της ημέρας (<i>νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ</i>, σε Ξεν.)· απ' όπου,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τμήμα]] του έτους, [[εποχή]]· στον πληθ., εποχές, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>περιτελλομέναις ὥραις</i>, σε Σοφ.· <i>τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ</i>, σε Θουκ.· αρχικά διακρίνονταν [[τρεις]] εποχές· <b>α)</b> [[άνοιξη]], ἔαρος [[ὥρη]], [[ὥρη]] εἰαρινή, σε Όμηρ.· <b>β)</b> [[καλοκαίρι]], θέρεος [[ὥρη]], σε Ησίοδ., [[ὥρα]] θερινή, σε Ξεν.· <b>γ)</b> [[χειμώνας]], χείματος [[ὥρη]], σε Ησίοδ., <i>ὥρῃ χειμερίῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· η τέταρτη [[εποχή]], [[ὀπώρα]], αναφέρεται [[πρώτα]] στον Αλκμ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., η [[ακμή]] του έτους, η ώρα της άνοιξης· <i>ὅσα φύλλα γίγνεται ᾥρη</i>, σε Όμηρ.· στους ιστορικούς, η ώρα του έτους που είναι κατάλληλη για πόλεμο, το [[καλοκαίρι]], [[κυρίως]] στη [[φράση]], [[ὥρα]] ἔτους, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> το [[έτος]] γενικά, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ [[πέρυσιν]] ὥρᾳ, κατά το προηγούμενο [[έτος]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στον πληθ., τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα, [[μεταξύ]] των οποίων το [[καλοκαίρι]] θεωρείται ο [[νότος]], ενώ ο [[χειμώνας]] ο [[βορράς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μέρος]] της ημέρας ή του ημερονυκτίου, <i>αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας</i>, οι ώρες της ημέρας, τα μέρη της ημέρας, [[πρωί]], [[μεσημέρι]], [[απόγευμα]], [[βράδυ]], σε Ξεν.· επίσης, <i>νυκτὸς ἐν ὥρῃ</i>, την ώρα της νύχτας, σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὀψὲ τῆς ὥρας</i>, [[αργά]] μέσα στην [[ημέρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρα]] και η [[νύχτα]] πιθ. χωρίστηκαν [[πρώτα]] σε [[είκοσι]] [[τέσσερις]] ώρες από τον αστρονόμο Ίππαρχο ([[περίπου]] το 150 π.Χ.)· [[αλλά]] η [[διαίρεση]] της φυσικής μέρας (από [[ανατολή]] ηλίου [[μέχρι]] [[δύση]]) σε [[δώδεκα]] μέρη είχε εισαχθεί ήδη [[πριν]] από τον Ηρόδ. (2. 109).<br /><b class="num">III. 1.</b> κατάλληλη [[στιγμή]] ή [[εποχή]] για ένα [[πράγμα]] ([[καιρός]]), [[ὅταν]] [[ὥρα]] ἥκῃ, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ὥρη]] κοίτοιο, <i>ὕπνου</i>, η ώρα του κρεβατιού, η ώρα του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὥρη]] δόρποιο, στο ίδ.· <i>καρπῶν ὧραι</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[ὥρα]] (<i>ἐστίν</i>), με απαρ., είναι ώρα, [[κατάλληλος]] [[καιρός]] για να γίνει [[κάτι]], ἀλλὰ καὶ [[ὥρη]] εὕδειν, σε Ομήρ. Οδ.· δοκεῖ οὐχ [[ὥρα]] [[εἶναι]] καθεύδειν, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με επιρρ. [[χρήση]], <i>τὴν ὥρην</i>, κατά τον προσήκοντα χρόνο, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[αλλά]] <i>τὴνὥρα</i>, σε αυτήν τη [[στιγμή]], σε Ησίοδ.· <i>ἐν ὥρῃ</i>, στον προσήκοντα χρόνο, στην κατάλληλη [[στιγμή]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· επίσης, <i>αἰεὶ ἐς ὥρας</i>, κατά διαδοχικές εποχές, σε Ομήρ. Οδ.· <i>καθ' ὥραν</i>, σε Θεόκρ.· <i>πρὸ τῆς ὥρας</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> μεταφ., η [[ακμή]] της νεότητας, [[νεότητα]], νεαρή [[ηλικία]]· <i>ὥραν ἔχειν</i>, σε Αισχύλ.· <i>πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· [[φεῦ]], [[φεῦ]] τῆς ὥρας! τοῦ κάλλους!, αχ! τί [[νιάτα]]! τί [[ομορφιά]]! σε Αριστοφ. κ.λπ.·<br /><b class="num">V.</b> = <i>τὰ ὡραῖα</i>, καρποί που παράγονται κατά τις εποχές του έτους, σε Ξεν.<b>Β.</b> με μυθολογική [[σημασία]], <i>αἱὯραι</i>, οι Ώρες, φύλακες των [[πυλών]] του ουρανού, σε Ομήρ. Ιλ., και υπηρέτριες των θεών, στο ίδ.· ήταν [[τρεις]] στον αριθμό, κόρες του [[Δία]] και της Θέμιδος· η Ευνομία, η [[Δίκη]] και η Ειρήνη, φύλακες των έργων των ανθρώπων, προστάτιδες των ωρών του έτους και των καρπών της εποχής, σε Ησίοδ.· πολλές φορές βρίσκονται μαζί με τις Χάριτες, <i>Χάριτες καὶ | |lsmtext='''ὥρα:''' Ιων. [[ὥρη]], ἡ, Επικ. γεν. πληθ. <i>ὡράων</i>, Ιων. [[ὡρέων]]· ποιητ. δοτ. πληθ. <i>ὥραισι</i>, Λατ. [[hora]]· Α. [[κάθε]] [[στιγμή]] ή χρονική [[περίοδος]], [[είτε]] του έτους, του [[μήνα]] ή της ημέρας (<i>νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ</i>, σε Ξεν.)· απ' όπου,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τμήμα]] του έτους, [[εποχή]]· στον πληθ., εποχές, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>περιτελλομέναις ὥραις</i>, σε Σοφ.· <i>τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ</i>, σε Θουκ.· αρχικά διακρίνονταν [[τρεις]] εποχές· <b>α)</b> [[άνοιξη]], ἔαρος [[ὥρη]], [[ὥρη]] εἰαρινή, σε Όμηρ.· <b>β)</b> [[καλοκαίρι]], θέρεος [[ὥρη]], σε Ησίοδ., [[ὥρα]] θερινή, σε Ξεν.· <b>γ)</b> [[χειμώνας]], χείματος [[ὥρη]], σε Ησίοδ., <i>ὥρῃ χειμερίῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· η τέταρτη [[εποχή]], [[ὀπώρα]], αναφέρεται [[πρώτα]] στον Αλκμ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., η [[ακμή]] του έτους, η ώρα της άνοιξης· <i>ὅσα φύλλα γίγνεται ᾥρη</i>, σε Όμηρ.· στους ιστορικούς, η ώρα του έτους που είναι κατάλληλη για πόλεμο, το [[καλοκαίρι]], [[κυρίως]] στη [[φράση]], [[ὥρα]] ἔτους, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> το [[έτος]] γενικά, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ [[πέρυσιν]] ὥρᾳ, κατά το προηγούμενο [[έτος]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στον πληθ., τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα, [[μεταξύ]] των οποίων το [[καλοκαίρι]] θεωρείται ο [[νότος]], ενώ ο [[χειμώνας]] ο [[βορράς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μέρος]] της ημέρας ή του ημερονυκτίου, <i>αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας</i>, οι ώρες της ημέρας, τα μέρη της ημέρας, [[πρωί]], [[μεσημέρι]], [[απόγευμα]], [[βράδυ]], σε Ξεν.· επίσης, <i>νυκτὸς ἐν ὥρῃ</i>, την ώρα της νύχτας, σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὀψὲ τῆς ὥρας</i>, [[αργά]] μέσα στην [[ημέρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρα]] και η [[νύχτα]] πιθ. χωρίστηκαν [[πρώτα]] σε [[είκοσι]] [[τέσσερις]] ώρες από τον αστρονόμο Ίππαρχο ([[περίπου]] το 150 π.Χ.)· [[αλλά]] η [[διαίρεση]] της φυσικής μέρας (από [[ανατολή]] ηλίου [[μέχρι]] [[δύση]]) σε [[δώδεκα]] μέρη είχε εισαχθεί ήδη [[πριν]] από τον Ηρόδ. (2. 109).<br /><b class="num">III. 1.</b> κατάλληλη [[στιγμή]] ή [[εποχή]] για ένα [[πράγμα]] ([[καιρός]]), [[ὅταν]] [[ὥρα]] ἥκῃ, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ὥρη]] κοίτοιο, <i>ὕπνου</i>, η ώρα του κρεβατιού, η ώρα του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὥρη]] δόρποιο, στο ίδ.· <i>καρπῶν ὧραι</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[ὥρα]] (<i>ἐστίν</i>), με απαρ., είναι ώρα, [[κατάλληλος]] [[καιρός]] για να γίνει [[κάτι]], ἀλλὰ καὶ [[ὥρη]] εὕδειν, σε Ομήρ. Οδ.· δοκεῖ οὐχ [[ὥρα]] [[εἶναι]] καθεύδειν, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με επιρρ. [[χρήση]], <i>τὴν ὥρην</i>, κατά τον προσήκοντα χρόνο, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[αλλά]] <i>τὴνὥρα</i>, σε αυτήν τη [[στιγμή]], σε Ησίοδ.· <i>ἐν ὥρῃ</i>, στον προσήκοντα χρόνο, στην κατάλληλη [[στιγμή]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· επίσης, <i>αἰεὶ ἐς ὥρας</i>, κατά διαδοχικές εποχές, σε Ομήρ. Οδ.· <i>καθ' ὥραν</i>, σε Θεόκρ.· <i>πρὸ τῆς ὥρας</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> μεταφ., η [[ακμή]] της νεότητας, [[νεότητα]], νεαρή [[ηλικία]]· <i>ὥραν ἔχειν</i>, σε Αισχύλ.· <i>πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· [[φεῦ]], [[φεῦ]] τῆς ὥρας! τοῦ κάλλους!, αχ! τί [[νιάτα]]! τί [[ομορφιά]]! σε Αριστοφ. κ.λπ.·<br /><b class="num">V.</b> = <i>τὰ ὡραῖα</i>, καρποί που παράγονται κατά τις εποχές του έτους, σε Ξεν.<b>Β.</b> με μυθολογική [[σημασία]], <i>αἱὯραι</i>, οι Ώρες, φύλακες των [[πυλών]] του ουρανού, σε Ομήρ. Ιλ., και υπηρέτριες των θεών, στο ίδ.· ήταν [[τρεις]] στον αριθμό, κόρες του [[Δία]] και της Θέμιδος· η Ευνομία, η [[Δίκη]] και η Ειρήνη, φύλακες των έργων των ανθρώπων, προστάτιδες των ωρών του έτους και των καρπών της εποχής, σε Ησίοδ.· πολλές φορές βρίσκονται μαζί με τις Χάριτες, <i>Χάριτες καὶ ἐΰφρονες Ὧραι</i>, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |