Anonymous

υστέρημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑστέρημα]], -ήματος, ΝΜΑ [[ὑστερῶ]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]], [[έλλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῦ ὑστερήματος» — από εκείνο που [[μόλις]] μού φτάνει, που [[μόλις]] επαρκεί για την συντήρησἠ μου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένδεια]], [[ανάγκη]] («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῡ, ὅτι οὐκ ἔστιν [[ὑστέρημα]] τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).
|mltxt=το / [[ὑστέρημα]], -ήματος, ΝΜΑ [[ὑστερῶ]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]], [[έλλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῦ ὑστερήματος» — από εκείνο που [[μόλις]] μού φτάνει, που [[μόλις]] επαρκεί για την συντήρησἠ μου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένδεια]], [[ανάγκη]] («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔστιν [[ὑστέρημα]] τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).
}}
}}