3,273,006
edits
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὠφέλεια]], ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[ὠφελία]], και ιων. τ. ὠφελίη, Α [[ὠφελώ]]<br />όφελος, [[κέρδος]], [[απολαβή]], [[χρησιμότητα]], [[συμφέρον]] (α. «δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ωφέλεια]] σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πόλεμο) α) [[βοήθεια]], [[προστασία]], [[υποστήριξη]] («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[λάφυρο]], [[λεία]] («ταῖς ἐξ | |mltxt=η / [[ὠφέλεια]], ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[ὠφελία]], και ιων. τ. ὠφελίη, Α [[ὠφελώ]]<br />όφελος, [[κέρδος]], [[απολαβή]], [[χρησιμότητα]], [[συμφέρον]] (α. «δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ωφέλεια]] σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πόλεμο) α) [[βοήθεια]], [[προστασία]], [[υποστήριξη]] («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[λάφυρο]], [[λεία]] («ταῖς ἐξ αὐτοῦ τοῦ πολέμου... ὠφελείαις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θήραμα]], [[κυνήγι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ληστή) [[προϊόν]] διαρπαγής<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὠφέλειαι</i><br />[[πηγή]] κέρδους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν ὠφελείᾳ ἐστί» — [[είναι]] ωφέλιμο <b>(Ισοκρ.)</b><br />β) «[[ὠφέλεια]] περὶ τὸ πρᾱγμα»<br />(δικαν. όρος) η άμεση [[ωφέλεια]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]]<br />γ) «[[ὠφέλεια]] έξω τοῦ πράγματος»<br />(δικαν. όρος) η έμμεση [[ωφέλεια]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]] με τη [[συνδρομή]] διαφόρων εξωτερικών παραγόντων. | ||
}} | }} |