3,274,919
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[τιμέω]], Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τιμώ]].<br /><b>(II)</b><br />[[τιμόω]], Α<br />[[τιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τῖμος]], ποιητ. τ. (<b>πρβλ.</b> [[ἀτιμῶ]], [[ἀτιμόω]])].<br />[[τιμῶ]], [[τιμάω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τιμῶ]], [[τιμέω]], Α [[τιμή]]<br /><b>1.</b> [[απονέμω]] [[τιμή]] σε κάποιον, [[εκδηλώνω]] σεβασμό και [[εκτίμηση]] (α. «τίμα τὸν [[πατέρα]] σου καὶ τὴν [[μητέρα]] σου», ΠΔ<br />β. «σέβεσθαι καὶ τιμᾶν τοὺς θεούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] ως [[έκφραση]] [[τιμής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[φέρνω]] [[τιμή]] σε κάποιον, τον [[εξυψώνω]] (α. «μάς τίμησε με την [[παρουσία]] του» β. «σέ τιμά η ειλικρίνειά σου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>τιμώμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> (<b>για πράγμ.</b>) έχω καθορισμένη αγοραστική [[αξία]], [[στοιχίζω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>τιμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[έντιμος]], [[τίμιος]], [[ευυπόληπτος]]<br />β) (για [[γυναίκα]]) αγνή, [[ηθική]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «Βασίλη, τίμα τον παπά κι εσύ παπά έχε [[γνώση]]» — δηλώνει ότι έχουμε [[χρέος]] να σεβόμαστε τους ανωτέρους [[αλλά]] και αυτοί [[πρέπει]] να [[είναι]] αντάξιοι της θέσης τους<br />β) «τίμα τον ατίμητο να μη σέ ξετιμήσει» — μην εκδηλώνεις [[φανερά]] την [[περιφρόνηση]] σου στους κακούς και ανάξιους για να μη σέ βλάψουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] [[αξία]] σε [[κάτι]] («τί τὴν τυραννίδ', ἀδικίαν εὐδαίμονα, τιμᾷς [[ὑπέρφευ]]...;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προτιμώ]] («αὐτὸς δὲ σώζει τόνδε τιμήσας λόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορίζω]] την [[τιμή]], ενός πράγματος<br /><b>4.</b> (στους Αττ. συγγραφείς) (ως [[δικανικός]] όρος) (για τον δικαστή) [[επιβάλλω]] [[ποινή]] («τιμάτω τὸ [[δικαστήριον]]... ὅ,τι ἄν δέῃ πάσχειν τὸν ἡττηθέντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) α) (ενν. <i>τὴν οὐσίαν</i>) έχω διατιμημένη την [[περιουσία]] μου<br />β) [[διατιμώ]], [[εκτιμώ]] την [[αξία]] ενός πράγματος («διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[τιμέω]], Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τιμώ]].<br /><b>(II)</b><br />[[τιμόω]], Α<br />[[τιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τῖμος]], ποιητ. τ. (<b>πρβλ.</b> [[ἀτιμῶ]], [[ἀτιμόω]])].<br />[[τιμῶ]], [[τιμάω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τιμῶ]], [[τιμέω]], Α [[τιμή]]<br /><b>1.</b> [[απονέμω]] [[τιμή]] σε κάποιον, [[εκδηλώνω]] σεβασμό και [[εκτίμηση]] (α. «τίμα τὸν [[πατέρα]] σου καὶ τὴν [[μητέρα]] σου», ΠΔ<br />β. «σέβεσθαι καὶ τιμᾶν τοὺς θεούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] ως [[έκφραση]] [[τιμής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[φέρνω]] [[τιμή]] σε κάποιον, τον [[εξυψώνω]] (α. «μάς τίμησε με την [[παρουσία]] του» β. «σέ τιμά η ειλικρίνειά σου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>τιμώμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> (<b>για πράγμ.</b>) έχω καθορισμένη αγοραστική [[αξία]], [[στοιχίζω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>τιμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[έντιμος]], [[τίμιος]], [[ευυπόληπτος]]<br />β) (για [[γυναίκα]]) αγνή, [[ηθική]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «Βασίλη, τίμα τον παπά κι εσύ παπά έχε [[γνώση]]» — δηλώνει ότι έχουμε [[χρέος]] να σεβόμαστε τους ανωτέρους [[αλλά]] και αυτοί [[πρέπει]] να [[είναι]] αντάξιοι της θέσης τους<br />β) «τίμα τον ατίμητο να μη σέ ξετιμήσει» — μην εκδηλώνεις [[φανερά]] την [[περιφρόνηση]] σου στους κακούς και ανάξιους για να μη σέ βλάψουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] [[αξία]] σε [[κάτι]] («τί τὴν τυραννίδ', ἀδικίαν εὐδαίμονα, τιμᾷς [[ὑπέρφευ]]...;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προτιμώ]] («αὐτὸς δὲ σώζει τόνδε τιμήσας λόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορίζω]] την [[τιμή]], ενός πράγματος<br /><b>4.</b> (στους Αττ. συγγραφείς) (ως [[δικανικός]] όρος) (για τον δικαστή) [[επιβάλλω]] [[ποινή]] («τιμάτω τὸ [[δικαστήριον]]... ὅ,τι ἄν δέῃ πάσχειν τὸν ἡττηθέντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) α) (ενν. <i>τὴν οὐσίαν</i>) έχω διατιμημένη την [[περιουσία]] μου<br />β) [[διατιμώ]], [[εκτιμώ]] την [[αξία]] ενός πράγματος («διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο αὐτοῦ ὁ [[πάππος]]», Λυσ.)<br />γ) (ως [[δικανικός]] όρος) i) [[δέχομαι]] την [[ποινή]] που μού επιβάλλουν οι δικαστές<br />ii) (για τους διαδίκους, τον κατήγορο ή τον [[κατηγορούμενο]]) [[προτείνω]] [[ποινή]] (α. «εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾱσθαι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἔτι [[τοίνυν]] ἐν αὐτῇ τῇ δίκῃ ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἰ τιμώμενοι</i> και <i>οἱ τετιμημένοι</i><br />αυτοί που κατέχουν αξιώματα ή και αυτοί που γίνονται ή έχουν γίνει [[αντικείμενο]] τιμητικών εκδηλώσεων από τους άλλους<br /><b>7.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ τιμώμενον</i><br />η [[τιμή]] («τῆς τε πόλεως ὑμᾱς εἰκὸς τῷ τιμωμένῳ ἀπὸ τοῦ ἄρχειν, ᾧσπερ ἅπαντες ἀγάλλεσθε, βοηθεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. β' ως ουσ.) <i>τὸ τιμηθέν</i><br />η [[διατίμηση]], η [[εκτίμηση]] της χρηματικής αξίας ενός πράγματος. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |