Anonymous

ὁρμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
mNo edit summary
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁρμαίνω:''' ([[ὁρμάω]]), μόνο σε ενεστ., παρατ. και αόρ. αʹ [[ὥρμηνα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στριφογυρίζω]] ή [[ανακινώ]] με [[άγχος]] [[κάτι]] στο [[μυαλό]] μου, [[συλλογίζομαι]], [[σταθμίζω]], Λατ. [[animo]] volvere, <i>ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα</i> ή <i>ἐνὶ φρεσί</i>, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης το <i>ὁρμαίνειν τι</i>, μόνο του, [[σταθμίζω]], [[στοχάζομαι]], <i>πόλεμον ὁδόν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., <i>ὣς ὥρμαινε</i>, τόσο [[πολύ]] διαλογιζόταν [[μόνος]] του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> ακολουθ. από αναφορ. πράταση <i>ἤ..</i>., <i>ἤ..</i>., [[συλλογίζομαι]] [[είτε]]..., [[είτε]]..., σε Όμηρ.· [[ὁρμαίνω]] [[ὅπως]]..., [[σκέφτομαι]], [[υπολογίζω]] πως πρέπει να γίνει [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[επιθυμώ]] σφοδρά, [[ποθώ]], [[επεύχομαι]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταγεν. του Ομήρ.<br /><b class="num">1.</b> [[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[εκπέμπω]], <i>θυμὸνὁρμαίνω</i>, [[ξεψυχώ]], σε Αισχύλ.· [[ερεθίζω]], [[παρακινώ]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., είμαι [[πρόθυμος]], [[ανυπόμονος]], θυμωμένος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· μτχ. <i>ὁρμαίνων</i>, με [[προθυμία]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὁρμαίνω:''' ([[ὁρμάω]]), μόνο σε ενεστ., παρατ. και αόρ. αʹ [[ὥρμηνα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στριφογυρίζω]] ή [[ανακινώ]] με [[άγχος]] [[κάτι]] στο [[μυαλό]] μου, [[συλλογίζομαι]], [[σταθμίζω]], Λατ. [[animo]] volvere, <i>ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα</i> ή <i>ἐνὶ φρεσί</i>, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης το <i>ὁρμαίνειν τι</i>, μόνο του, [[σταθμίζω]], [[στοχάζομαι]], <i>πόλεμον ὁδόν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., <i>ὣς ὥρμαινε</i>, τόσο [[πολύ]] διαλογιζόταν [[μόνος]] του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> ακολουθ. από αναφορ. πράταση <i>ἤ..</i>., <i>ἤ..</i>., [[συλλογίζομαι]] [[είτε]]..., [[είτε]]..., σε Όμηρ.· [[ὁρμαίνω]] [[ὅπως]]..., [[σκέφτομαι]], [[υπολογίζω]] πως πρέπει να γίνει [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[επιθυμώ]] σφοδρά, [[ποθώ]], [[επεύχομαι]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταγεν. του Ομήρ.<br /><b class="num">1.</b> [[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[εκπέμπω]], <i>θυμὸν ὁρμαίνω</i>, [[ξεψυχώ]], σε Αισχύλ.· [[ερεθίζω]], [[παρακινώ]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., είμαι [[πρόθυμος]], [[ανυπόμονος]], θυμωμένος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· μτχ. <i>ὁρμαίνων</i>, με [[προθυμία]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{elru