Anonymous

στραγγίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " ," to ","
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στραγγίζω''': (στρὰγξ) διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξάγω]], [[ἐκπιέζω]], [[ὕδωρ]] Διοσκ. 1. 32· στραγγιεῖ τὸ [[αἷμα]] Ἑβδ. (Λευ. Α΄ , 15· - [[πιέζω]], [[ἐκπιέζω]], ἐλαίας Γεωπ. 9. 32. Ἡσύχ. ΙΙ. Μέσ. = [[στρεύγομαι]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 511, Ἐτυμολ. Μέγ.· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 351.
|lstext='''στραγγίζω''': (στρὰγξ) διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξάγω]], [[ἐκπιέζω]], [[ὕδωρ]] Διοσκ. 1. 32· στραγγιεῖ τὸ [[αἷμα]] Ἑβδ. (Λευ. Α΄, 15· - [[πιέζω]], [[ἐκπιέζω]], ἐλαίας Γεωπ. 9. 32. Ἡσύχ. ΙΙ. Μέσ. = [[στρεύγομαι]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 511, Ἐτυμολ. Μέγ.· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 351.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[στράγξ]], -<i>γγός</i>]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] το [[υγρό]] που περιέχεται σε [[κάτι]] συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «[[στραγγίζω]] τα ρούχα» β. «[[στραγγίζω]] ἐλαίας», Γεωπ.<br />γ. «στραγγιεῑ τὸ [[αἷμα]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[διηθώ]], [[σουρώνω]] (α. «[[στραγγίζω]] το [[κρασί]]» β. «ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος», Ιππιατρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />1.<b>(αμτβ.)</b> [[χάνω]] το [[υγρό]] που περιέχεται [[μέσα]] μου, [[στεγνώνω]] (α. «στράγγιξε [[τελείως]] το [[τυρί]]» β. «άφησα τα χόρτα στο [[σουρωτήρι]] να στραγγίξουν»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πίνω]] ή [[χύνω]] [[τελείως]], ως την τελευταία [[σταγόνα]], το [[υγρό]] από [[δοχείο]] (α. «αυτός, [[παιδί]] μου, στράγγισε ολόκληρη τη [[μπουκάλα]] με το [[κρασί]]» β. «στράγγισα το [[ποτήρι]] μου»)<br /><b>3.</b> [[χάνω]] την [[ικμάδα]] μου, εξαντλούμαι [[τελείως]] («στράγγισε από την [[κούραση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>στραγγίζομαι</i><br />εξαντλούμαι.
|mltxt=ΝΜΑ [[στράγξ]], -<i>γγός</i>]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] το [[υγρό]] που περιέχεται σε [[κάτι]] συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «[[στραγγίζω]] τα ρούχα» β. «[[στραγγίζω]] ἐλαίας», Γεωπ.<br />γ. «στραγγιεῑ τὸ [[αἷμα]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[διηθώ]], [[σουρώνω]] (α. «[[στραγγίζω]] το [[κρασί]]» β. «ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος», Ιππιατρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />1.<b>(αμτβ.)</b> [[χάνω]] το [[υγρό]] που περιέχεται [[μέσα]] μου, [[στεγνώνω]] (α. «στράγγιξε [[τελείως]] το [[τυρί]]» β. «άφησα τα χόρτα στο [[σουρωτήρι]] να στραγγίξουν»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πίνω]] ή [[χύνω]] [[τελείως]], ως την τελευταία [[σταγόνα]], το [[υγρό]] από [[δοχείο]] (α. «αυτός, [[παιδί]] μου, στράγγισε ολόκληρη τη [[μπουκάλα]] με το [[κρασί]]» β. «στράγγισα το [[ποτήρι]] μου»)<br /><b>3.</b> [[χάνω]] την [[ικμάδα]] μου, εξαντλούμαι [[τελείως]] («στράγγισε από την [[κούραση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>στραγγίζομαι</i><br />εξαντλούμαι.
}}
}}