Anonymous

ἀποκρίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " ," to ","
m (Text replacement - " esp. in " to " especially in ")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκρίνω''': [ῑ]: μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε [[κρίνω]]): - [[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], θέτω χωριστά, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 1, Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 8· χωρὶς ἀπ. Πλάτ. Πολιτικ. 302C, κ. ἀλλ.: - Παθ., χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, ἀποκρινθέντε, ἀποχωρισθέντες ἀπὸ τοῦ πλήθους (ἐπὶ δύο ἡρώων, προερχομένων ὡς προμάχων), Ἰλ. Ε. 12· ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ.)· [[πίθηκος]] ᾔει θηρίων ἀποκριθείς Ἀρχίλ. 82· ἀπεκρίθη… τοῦ βαρβάρου ἔθνεος τὸ Ἑλληνικὸν Ἡρόδ. 1. 60· ἀποκριθῆναι [[χωρίς]], φυλαχθῆναι [[κεχωρισμένως]], ὁ αὐτ. 2. 36· διὰ τὸ [[μηδὲ]] Ἕλληνάς πω, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἀντίπαλον ἐς ἕν [[ὄνομα]] ἀποκεκρίσθαι, [[διότι]] καὶ οἱ Ἕλληνες ἀκόμη δὲν διεκρίνοντο δι’ ἑνὸς κοινοῦ ὀνόματος, [[ὅπερ]] νὰ ἀντιστοιχῇ Θουκ. 1. 3· [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ διακριθῆναι, ἐπὶ ἀνταγωνιζομένων, χωρίζομαι πρὶν ἀποφασισθῇ ὁ [[ἀγών]], ὁ αὐτ. 4. 72: - Παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσι, [[διακεκριμένως]] σχηματίζομαι, Ἱππ. Προγν. 45, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 3· ἀποχωρίζομαι ἀπὸ μίγματός τινος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐπὶ ζωϊκῶν ἀποκρίσεων ἤ ῥεύσεων, ἀποχωρίζομαι καὶ [[ἐκρέω]], ἀποβάλλομαι, ὁ αὐτ. 377. 51· [[ἀλλά]], ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη, ἅπασαι αἱ ἀσθένειαι κατέληξαν εἰς ταύτην μόνον, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Foës. Oecon. Hipp. 2) σημειῶ δι’ ἰδιαιτέρου τύπου, [[διακρίνω]], πρύμνην Ἡρόδ. 1. 194· νόσημά τι ἀποκεκριμένον, διακρινόμενον παντὸς ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. [[ἐκλέγω]], ἕνα ὑμῶν ἀπ. ἐξαίρετον Ἡρόδ. 6. 130· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 946Α· ἀπ. τοῦ πεζοῦ, τοῦ στρατοῦ, [[ἐκλέγω]] ἐκ…, Ἡρόδ. 3. 17. 25· δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν ἀπ., ἐκλέξας ἐκ δύο κακῶν τὸ ἕν, Σοφ. Ο. Τ. 640· (τὸ [[μέτρον]] [[ὅμως]] δεικνύει ὅτι τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ἀλλ’ ἴδε σημ. καὶ διόρθωσιν Jebb ἐν τόπῳ). ΙΙΙ. [[ἀπορρίπτω]] μετὰ ἔρευναν καὶ ἐξέτασιν, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν Πλάτ. Νόμ. 751D· ἐγκρίνειν καὶ ἀποκρίνειν [[αὐτόθι]] 936Α· ἀπ. τινὰ τῆς νίκης, ἀποφασίζω ὅτι τις ἔχει ἀπολέσῃ τὴν νίκην, ἀποφασίζω περὶ αὐτῆς [[ἐναντίον]] τινός, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 2: - [[ὡσαύτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 966D· πρβλ. [[ἀποκριτέον]]. IV. Μέσ. ἀποκρίνομαι: μέλλ. -κρῐνοῦμαι κτλ.: ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὸν παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Πρωτ. 357Ε, Γοργ. 463C, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν παθ. σημασ. (ἴδε κατωτέρ.): - δίδω ἀπόκρισιν εἰς…, ἀπαντῶ εἰς ἐρώτησιν, κατὰ πρῶτον παρ’ Εὐρ. ([[διότι]] ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ ὑποκρίνεσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐξαιρέσει ἑνὸς ἤ δύο ἀμφιβόλων χωρίων, 5. 49. , 8. 101), Βάκχ. 1272, Ι. Α. 1354· ἀπ. τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 1245, κτλ.· ἀπ. [[πρός]] τινα ἤ [[πρός]] τι, πρὸς ἐρωτῶντα ἤ πρὸς ἐρώτησιν, Θουκ. 5. 42, κτλ. , Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α· ἀπ. εἰ…, Ἀριστοφ. Σφ. 964· ἀπ. ὅτι…, Θουκ. 1. 90: - μετ’ αἰτ., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν, ἀποκρίνεσθαι εἰς τὴν ἐρώτησιν, ὁ αὐτ. 3. 61· πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49Α· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀπ. [[οὐδέ]] γρῦ Ἀριστοφ. Πλ. 17· ἀποκρίνεσθαί τι, δίδω ἀπόκρισιν, Θουκ. 8. 71, κτλ.· ἀπ. ἀπόκρισιν Πλάτ. Νόμ. 658C· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. , τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω, τοῦτο ἔστω ἡ ἀπόκρισίς μου, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 187Β· [[καλῶς]] ἄν σοι ἀπεκέκριτο, ἡ ἁπόκρίσις σου θὰ ἦτο ἀρκετή, ὁ αὐτ. Γοργ. 453D· πρβλ. Μένωνα 75C· Εὐθύδ. 299D. 2) ἀποκρίνομαι πρὸς κατηγορίας, [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτόν, ὡς τὸ [[ἀπολογέομαι]], Ἐλμσλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 632· ὁ ἀποκρινόμενος, ὁ ἐναγόμενος, Ἀντιφῶν 143. 30, πρβλ. 119. 32. 3) ὁ παθ. ἀόρ. ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]] ἐν τῷ δοκίμῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἐξαιρέσει τοῦ Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 4, καὶ τοῦ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. Β΄, 149Β, - ἄν τὸ πρῶτον [[χωρίον]] ἀνήκῃ εἰς τὸν Φερεκρ. καὶ ὁ Διάλογος εἰς τὸν Πλάτωνα· ἀλλ’ εὕρηται ἐν Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 349D, 577D, [[εἶναι]] δὲ πολὺ κοινὸν παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. καὶ [[πολλάκις]] εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον δοκίμων Ἀττ. συγγραφ., ὡς ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 22· πρβλ. Ἀμμώνιον 21, Λοβ. Φρύν. 108. 4) ἀπ. τοῖς πράγμασι, εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀνταπεξέλθω πρὸς τὰς περιστάσεις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 2.
|lstext='''ἀποκρίνω''': [ῑ]: μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε [[κρίνω]]): - [[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], θέτω χωριστά, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 1, Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 8· χωρὶς ἀπ. Πλάτ. Πολιτικ. 302C, κ. ἀλλ.: - Παθ., χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, ἀποκρινθέντε, ἀποχωρισθέντες ἀπὸ τοῦ πλήθους (ἐπὶ δύο ἡρώων, προερχομένων ὡς προμάχων), Ἰλ. Ε. 12· ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ.)· [[πίθηκος]] ᾔει θηρίων ἀποκριθείς Ἀρχίλ. 82· ἀπεκρίθη… τοῦ βαρβάρου ἔθνεος τὸ Ἑλληνικὸν Ἡρόδ. 1. 60· ἀποκριθῆναι [[χωρίς]], φυλαχθῆναι [[κεχωρισμένως]], ὁ αὐτ. 2. 36· διὰ τὸ [[μηδὲ]] Ἕλληνάς πω, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἀντίπαλον ἐς ἕν [[ὄνομα]] ἀποκεκρίσθαι, [[διότι]] καὶ οἱ Ἕλληνες ἀκόμη δὲν διεκρίνοντο δι’ ἑνὸς κοινοῦ ὀνόματος, [[ὅπερ]] νὰ ἀντιστοιχῇ Θουκ. 1. 3· [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ διακριθῆναι, ἐπὶ ἀνταγωνιζομένων, χωρίζομαι πρὶν ἀποφασισθῇ ὁ [[ἀγών]], ὁ αὐτ. 4. 72: - Παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσι, [[διακεκριμένως]] σχηματίζομαι, Ἱππ. Προγν. 45, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 3· ἀποχωρίζομαι ἀπὸ μίγματός τινος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐπὶ ζωϊκῶν ἀποκρίσεων ἤ ῥεύσεων, ἀποχωρίζομαι καὶ [[ἐκρέω]], ἀποβάλλομαι, ὁ αὐτ. 377. 51· [[ἀλλά]], ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη, ἅπασαι αἱ ἀσθένειαι κατέληξαν εἰς ταύτην μόνον, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Foës. Oecon. Hipp. 2) σημειῶ δι’ ἰδιαιτέρου τύπου, [[διακρίνω]], πρύμνην Ἡρόδ. 1. 194· νόσημά τι ἀποκεκριμένον, διακρινόμενον παντὸς ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. [[ἐκλέγω]], ἕνα ὑμῶν ἀπ. ἐξαίρετον Ἡρόδ. 6. 130· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 946Α· ἀπ. τοῦ πεζοῦ, τοῦ στρατοῦ, [[ἐκλέγω]] ἐκ…, Ἡρόδ. 3. 17. 25· δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν ἀπ., ἐκλέξας ἐκ δύο κακῶν τὸ ἕν, Σοφ. Ο. Τ. 640· (τὸ [[μέτρον]] [[ὅμως]] δεικνύει ὅτι τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ἀλλ’ ἴδε σημ. καὶ διόρθωσιν Jebb ἐν τόπῳ). ΙΙΙ. [[ἀπορρίπτω]] μετὰ ἔρευναν καὶ ἐξέτασιν, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν Πλάτ. Νόμ. 751D· ἐγκρίνειν καὶ ἀποκρίνειν [[αὐτόθι]] 936Α· ἀπ. τινὰ τῆς νίκης, ἀποφασίζω ὅτι τις ἔχει ἀπολέσῃ τὴν νίκην, ἀποφασίζω περὶ αὐτῆς [[ἐναντίον]] τινός, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 2: - [[ὡσαύτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 966D· πρβλ. [[ἀποκριτέον]]. IV. Μέσ. ἀποκρίνομαι: μέλλ. -κρῐνοῦμαι κτλ.: ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὸν παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Πρωτ. 357Ε, Γοργ. 463C, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν παθ. σημασ. (ἴδε κατωτέρ.): - δίδω ἀπόκρισιν εἰς…, ἀπαντῶ εἰς ἐρώτησιν, κατὰ πρῶτον παρ’ Εὐρ. ([[διότι]] ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ ὑποκρίνεσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐξαιρέσει ἑνὸς ἤ δύο ἀμφιβόλων χωρίων, 5. 49., 8. 101), Βάκχ. 1272, Ι. Α. 1354· ἀπ. τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 1245, κτλ.· ἀπ. [[πρός]] τινα ἤ [[πρός]] τι, πρὸς ἐρωτῶντα ἤ πρὸς ἐρώτησιν, Θουκ. 5. 42, κτλ., Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α· ἀπ. εἰ…, Ἀριστοφ. Σφ. 964· ἀπ. ὅτι…, Θουκ. 1. 90: - μετ’ αἰτ., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν, ἀποκρίνεσθαι εἰς τὴν ἐρώτησιν, ὁ αὐτ. 3. 61· πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49Α· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀπ. [[οὐδέ]] γρῦ Ἀριστοφ. Πλ. 17· ἀποκρίνεσθαί τι, δίδω ἀπόκρισιν, Θουκ. 8. 71, κτλ.· ἀπ. ἀπόκρισιν Πλάτ. Νόμ. 658C· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω, τοῦτο ἔστω ἡ ἀπόκρισίς μου, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 187Β· [[καλῶς]] ἄν σοι ἀπεκέκριτο, ἡ ἁπόκρίσις σου θὰ ἦτο ἀρκετή, ὁ αὐτ. Γοργ. 453D· πρβλ. Μένωνα 75C· Εὐθύδ. 299D. 2) ἀποκρίνομαι πρὸς κατηγορίας, [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτόν, ὡς τὸ [[ἀπολογέομαι]], Ἐλμσλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 632· ὁ ἀποκρινόμενος, ὁ ἐναγόμενος, Ἀντιφῶν 143. 30, πρβλ. 119. 32. 3) ὁ παθ. ἀόρ. ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]] ἐν τῷ δοκίμῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἐξαιρέσει τοῦ Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 4, καὶ τοῦ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. Β΄, 149Β, - ἄν τὸ πρῶτον [[χωρίον]] ἀνήκῃ εἰς τὸν Φερεκρ. καὶ ὁ Διάλογος εἰς τὸν Πλάτωνα· ἀλλ’ εὕρηται ἐν Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 349D, 577D, [[εἶναι]] δὲ πολὺ κοινὸν παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. καὶ [[πολλάκις]] εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον δοκίμων Ἀττ. συγγραφ., ὡς ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 22· πρβλ. Ἀμμώνιον 21, Λοβ. Φρύν. 108. 4) ἀπ. τοῖς πράγμασι, εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀνταπεξέλθω πρὸς τὰς περιστάσεις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[separate]], set [[apart]], Plat.:— Pass., ἀποκρινθέντε parted from the [[throng]], of two heroes [[coming]] [[forward]] as champions, Il.; ἀποκεκρίσθαι εἰς ἓν [[ὄνομα]] to be separated and brought under one [[name]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[mark]] by a [[distinctive]] [[form]], [[distinguish]] , Hdt.; perf. [[pass]]. [[part]]. ἀποκεκριμένος [[distinct]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[choose]] out, [[choose]], Hdt., Plat.<br /><b class="num">III.</b> Mid. ἀποκρίνομαι, fut. -κρινοῦμαι: perf. -κέκριμαι [[both]] in mid. and [[pass]]. [[sense]]:— to [[give]] [[answer]] to, [[reply]], Eur., etc.; ἀπ πρός τινα or πρός τι to [[reply]] to a questioner or [[question]], Thuc., etc.:—c. acc., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν to [[answer]] the [[question]], Thuc.: so in Pass., τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω let [[this]] be my [[answer]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[answer]] charges, [[defend]] [[oneself]], Ar.<br /><b class="num">3.</b> aor1 [[pass]]. ἀπεκρίθη, = ἀπεκρίνατο, he answered, [[first]] in NTest.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[separate]], set [[apart]], Plat.:— Pass., ἀποκρινθέντε parted from the [[throng]], of two heroes [[coming]] [[forward]] as champions, Il.; ἀποκεκρίσθαι εἰς ἓν [[ὄνομα]] to be separated and brought under one [[name]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[mark]] by a [[distinctive]] [[form]], [[distinguish]], Hdt.; perf. [[pass]]. [[part]]. ἀποκεκριμένος [[distinct]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[choose]] out, [[choose]], Hdt., Plat.<br /><b class="num">III.</b> Mid. ἀποκρίνομαι, fut. -κρινοῦμαι: perf. -κέκριμαι [[both]] in mid. and [[pass]]. [[sense]]:— to [[give]] [[answer]] to, [[reply]], Eur., etc.; ἀπ πρός τινα or πρός τι to [[reply]] to a questioner or [[question]], Thuc., etc.:—c. acc., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν to [[answer]] the [[question]], Thuc.: so in Pass., τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω let [[this]] be my [[answer]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[answer]] charges, [[defend]] [[oneself]], Ar.<br /><b class="num">3.</b> aor1 [[pass]]. ἀπεκρίθη, = ἀπεκρίνατο, he answered, [[first]] in NTest.
}}
}}