Anonymous

πειράω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " ," to ","
m (Text replacement - "with gen." to "with genitive")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πειράω''': Ἰλ. Θ. 8, Ἀττ.· παρατ. ἐπείρων Θουκ. 4. 25· μέλλ. -άσσω [ᾱ] [[αὐτόθι]] 9 καὶ 43· ἀόρ. ἐπείρᾱσα Σοφ. Ο. Κ. 1276, Ἀριστοφ., Θουκ.· πρκμ. πεπείρᾱκα Λουκ. Ἔρωτ. 20. - Παθ., ἀόρ. ἐπειράθην [ᾱ] Θουκ. 6. 54· πρβλ. [[πειράζω]], [[πειρητίζω]]. Β. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., πειράομαι, Ἰλ., Ἀττ.: μέλλ. -ᾱσομαι Σοφ., κτλ. Δωρ. β΄ πληθ. πειρασεῖσθε Ἀριστοφ. Ἀχ. 743· παρὰ μεταγεν. συγγραφ., πειρᾱθήσομαι Διόδ. 2. 18, κλ.: - ἀόρ. ἐπειρᾱσάμην, Ἰων. ἐπειρησάμην, [[ὅπερ]] συχνότερον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Θουκ. ἢ ὁ παθ. ἀόρ. ἐπειρήθην, Ἀττ. ἐπειράθην [ᾱ], ἐνῶ ὁ [[δεύτερος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] εὕρηται τρὶς παρὰ Θουκ. (2. 5, 33) καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς παρὰ τοῖς λοιποῖς Ἀττικοῖς συγγραφεῦσι· πρκμ. πεπείρᾱμαι, Ἰων. -ημαι, Ὀδ. Γ. 23, Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ὑπερσ. ἐπεπειρέατο Ἡρόδ. 7. 125· -πρβλ. ἀπο-, δια-, [[ἐκπειράομαι]]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. [[περάω]].) Α. ἐνεργ., ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, μετ’ ἀπαρ., [[μήτε]] τις .. πειράτω διαρκέσαι ἐμὸν [[ἔπος]] Ἰλ. Θ. 8· π. ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλέειν Ἡρόδ. 6. 84, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1025, κ. ἀλλ.· -ἑπομένου τοῦ ὡς .. , Ἰλ. Δ. 66, 71, Ὀδ. Β. 316, κτλ.· τοῦ [[ὅπως]] ..., Ὀδ. Δ. 545· μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., π. πολλὰ Θουκ. 6. 38· πάντα Πλούτ. 2. 1122Α. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, πειρᾷ ἐμεῖο Ἰλ. Ω. 390· μὴ μευ πειράτω, ἐπὶ σκοπῷ [[ὅπως]] μὲ καταπείσῃ, Ι. 345, πρβλ. Ω. 433· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐπιχειρῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, μήλων πειρήσοντα «πεῖραν ληψόμενον» (Σχόλ.) Μ. 301, Ὀδ. Ζ. 134· [[οὕτως]], οὐ πειρᾶν τῆς πόλιος, πρὶν ... Ἡρόδ. 6. 82· π. τοῦ χωρίου Θουκ. 1. 61· τῆς Νυσαίας ὁ αὐτ. 6. 54· [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. 7. 38· νυμφείας εὐνᾶς Πινδ. Ν. 5. 55· - ἴδε κατωτ. Β. 11. ΙΙΙ. ἀπολ., [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου, τὴν ἐμπειρίαν περὶ τὸ κλέπτειν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 175· ([[ὅθεν]] [[πειρατής]], πρβλ. [[πεῖρα]] ἐν τέλει)· ναυσὶ π., [[κάμνω]] ἀπόπειραν κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 4. 25· π. ἐπὶ τὴν κώμην [[αὐτόθι]] 43. IV. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[δοκιμάζω]], πεῖραν [[λαμβάνω]], τύχης ἐπήρειαν Λουκ. Ἔρωτ. 46· [[δοκιμάζω]] τι, τόδε [[τόξον]] Ἀνακρεόντ. 24. 3. 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] ἀπόπειραν κατὰ τῆς [[τιμῆς]] γυναικός, (ὡς τὸ Λατ. tentare, Ὁρατ. ᾨδαὶ 3. 4, 71), ἐπιτίθεται κατὰ γυναικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 517 ([[ἔνθα]] ἴδε Ἑρμηνευτ.), Πλ. 150, 1067, Λυσίας 92. 40, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 28, κτλ. - Παθ., πειραθεὶς ὁ Ἁρμόδιος ὑπὸ Ἱππάρχου Θουκ. 6. 54· ἴδε κατωτ. Β. IV. 2, πρβλ. [[πεῖρα]] ΙΙ. Β. πολλῷ συνηθέστερον ὡς ἀποθ. (ἴδε ἐν ἀρχ.) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ὅμ.· - μετ’ ἀπαρ., προσπαθῶ νὰ πράξω τι, Ἰλ. Δ. 5. καὶ 12. Ἡρόδ. 5. 71., 6. 138, κ. ἀλλ.· σπάν. παρ’ Ἀττ., Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε· τὸ ἀπαρ. [[ἐνίοτε]] παραλείπεται ὡς δυνάμενον νὰ νοηθῇ, πειρήσεται (ἐξυπ. ἀλύξαι) Ὀδ. Δ. 417· -[[ὡσαύτως]] ἑπομένου τοῦ εἰ, Ἰλ. Ν. 807, Πλάτ. Φαίδων 95Β· πειρήσεται αἴ κε θέῃσιν Ἰλ. Σ. 601· ἑπομένου τοῦ ἐάν, Αἰσχύλ. Πρ. 325, Πλάτ.· ἢ τοῦ μή ..., [[μήπως]] ..., πειρώμενος ... μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος Ὀδ. Φ. 395· τοῦ [[ὅπως]] ..., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 3· - παρ’ Ἡροδ. μετὰ μετοχ., βίῃ ἐπειρᾶτο ἐπιὼν 1. 77· προσβαίνων [[αὐτόθι]] 84· π. βιώμενοι 4. 139· π. ἀποσχίζων 6. 9, πρβλ. 6. 5, 50., 7. 139, κ. ἀλλ.· - μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ π. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 14. ΙΙ. συνηθέστατα (ἴδε Α. ΙΙ), μετὰ γεν. 1) μετὰ γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, ὡς [[ὅταν]] ἔχω ὑποψίαν, [[ὅπως]] ἴδω ἂν [[εἶναι]] [[ἀξιόπιστος]], Ἰλ. Κ. 444, Ὀδ. Ν. 336, κτλ.· νῦν σεῦ, ξεῖνε, ὀΐω πειρήσεσθαι, εἰ ... Τ. 215· ([[οὕτως]], ἐν σοὶ πειρώμεθα, ἂς κάμωμεν τὸ [[πείραμα]] εἰς σέ, Πλάτ. Φίληβ. 21Α.· - π. θεοῦ, [[δοκιμάζω]] θεόν, Ἡρόδ. 6. 86, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1663· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, [[δοκιμάζω]], [[πράττω]] τι [[ὅπως]] δοκιμάσω ..., πρὶν πειρήσαιτ’ Ἀχιλῆος Ἰλ. Φ. 580, πρβλ. 225 - συχνὸν παρ’ Ἡροδ., [[ὅστις]] ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνάπτει, [[ἀλλήλων]] πειρᾶσθαι, ὡς ἐπειρῶντο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν [[ἀλλήλων]] 1. 76· οὕτω παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], π. τῆς Πελοποννήσου, ἐνεργῶ ἀπόπειραν κατ’ αὐτῆς, Ἡρόδ. 8. 100· π. τοῦ τείχους Θουκ. 2. 81. 2) μετὰ γεν., [[δοκιμάζω]] τι ..., σθένεος Ἰλ. Ο. 359· ἥβης Ψ. 431· χειρῶν καὶ σθένεος Ὀδ. Φ. 282· - [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου εἴς τι [[ἔργον]] ἢ ἀγῶνα, ἔργου Σ. 369· ἀέθλου Ἰλ. Ψ. 707, Ὀδ. Θ. 100, κτλ.· παλαισμοσύνης Θ. 126· - [[ὡσαύτως]], [[δοκιμάζω]] τι, [[ἐξετάζω]] τι [[ὅπως]] ἴδω εἰς τί δύναται νὰ χρησιμεύσῃ, τόξου Φ. 159, 180, 184· νευρῆς ἀυτόθι 410, πρβλ. 394· ὀϊστοί, τῶν τάχ’ ἔμελλον πειρήσεσθαι, ὧν τὴν δύναμιν [[ταχέως]] θὰ ἐδοκίμαζον, δηλ. θὰ ᾐσθάνοντο, [[αὐτόθι]] 418· καὶ οὕτω καθὼς τὸ γεύεσθαι, μετά τινος σκώμματος καὶ ἐμπαιγμοῦ - οὕτω καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, [[δοκιμάζω]] τι, [[λαμβάνω]] πεῖράν τινος, [[μάλιστα]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. ([[ὅστις]] ἀπαντᾷ ἤδη παρ’ Ἡσ., πεπείρημαι [[νηῶν]] Ἔργ. κ. Ἡμ. 658), οὐ πεπειρημένοι πρότερον οἱ Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων Ἡρόδ. 4. 159, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα ἐν τέλ.· πεπειραμένος ἀγαθῶν, δουλείας, Θουκ. 2. 44., 5. 69· πρβλ. Ἀντιφῶντα 129. 30, Λυσ. 178. 2· π. ὀρφανίας, δηλ. εἶμαι [[ὀρφανός]], Φαλάρ. Ἐπιστ. 129· [[ἀλλά]], π. τινος μετρίου, [[εὑρίσκω]] τινὰ μέτριον ἐκ πείρας ἢ μετὰ δοκιμήν, Πλουτ. Αἰμίλ. 8. 3) ἀπολ., [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου, τὴν τύχην τοῦ πολέμου, αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ’ ἵκηται Ἰλ. Ε. 129 πειρώμενος ἢ ἐν ἀέθλῳ ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ, δοκιμάζων τὴν ἐν ἑαυτῷ δύναμιν, Π. 590 καὶ Ἕκτορι πειρηθῆναι [[ἀντιβίην]], καὶ πρὶν δοκιμάσῃ τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἰσχὺν ἐν τῇ μάχῃ κατὰ τοῦ Ἕκτορος, Φ. 225· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀέθλους ... ἐπειρήσαντ’ Ὀδ. Θ. 33· [[ὡσαύτως]], περὶ δ’ αὐτῆς πειρηθήτω (δηλ. τῆς ἵππου) Ἰλ. Ψ. 553. ΙΙΙ. μετὰ δοτ. τρόπου, [[δοκιμάζω]] ἢ ἐπιχειρῶ διά τινος, ἔπεσιν περήσομαι Ἰλ. Β. 73· ἐγχείῃ πειρήσομαι Ε. 279· ἐπειρήσαντο πόδεσσι, ἐδοκίμασαν τὴν τύχην των ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου, Ὀδ. Θ. 120, πρβλ. 205· [[ἐπειδὴ]] σφαίρῃ.. πειρήσαντο Θ. 377· [[ὡσαύτως]], π. σὺν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι πειρηθῆναι Ἰλ. Ε. 220, κτλ.· ἐν ἔντεσι Τ. 384· - ἀλλ’ ἐν τῷ πρκμ., [[οὐδέ]] τὶ πω μύθοισι πεπείρημαι πυκινοῖσιν, «οὐκ. ἤσκημαι λόγοις συνετοῖς» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 23· - ἀπολ., ὁ πειραθεὶς πιστεύει Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἱέρ. 2, 6. IV. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἢ πρῶτ’ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο, ἢ πρῶτα να ἐπερωτήσῃ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν δοκιμάσῃ εἰς ἑκάστην λέξιν, Ὀδ. Δ. 119, Ω. 238 ([[ἔνθα]] τινὲς τῶν παλαιῶν γραμμ. ἀνεγίνωσκον μυθήσαιτο). 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] ἀπόπειραν [[ἐναντίον]] τινὸς (ἴδε Α. IV. 2), Διὸς ἄκοιτιν Πινδ. Π. 2. 62. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
|lstext='''πειράω''': Ἰλ. Θ. 8, Ἀττ.· παρατ. ἐπείρων Θουκ. 4. 25· μέλλ. -άσσω [ᾱ] [[αὐτόθι]] 9 καὶ 43· ἀόρ. ἐπείρᾱσα Σοφ. Ο. Κ. 1276, Ἀριστοφ., Θουκ.· πρκμ. πεπείρᾱκα Λουκ. Ἔρωτ. 20. - Παθ., ἀόρ. ἐπειράθην [ᾱ] Θουκ. 6. 54· πρβλ. [[πειράζω]], [[πειρητίζω]]. Β. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., πειράομαι, Ἰλ., Ἀττ.: μέλλ. -ᾱσομαι Σοφ., κτλ. Δωρ. β΄ πληθ. πειρασεῖσθε Ἀριστοφ. Ἀχ. 743· παρὰ μεταγεν. συγγραφ., πειρᾱθήσομαι Διόδ. 2. 18, κλ.: - ἀόρ. ἐπειρᾱσάμην, Ἰων. ἐπειρησάμην, [[ὅπερ]] συχνότερον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Θουκ. ἢ ὁ παθ. ἀόρ. ἐπειρήθην, Ἀττ. ἐπειράθην [ᾱ], ἐνῶ ὁ [[δεύτερος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] εὕρηται τρὶς παρὰ Θουκ. (2. 5, 33) καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς παρὰ τοῖς λοιποῖς Ἀττικοῖς συγγραφεῦσι· πρκμ. πεπείρᾱμαι, Ἰων. -ημαι, Ὀδ. Γ. 23, Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ὑπερσ. ἐπεπειρέατο Ἡρόδ. 7. 125· -πρβλ. ἀπο-, δια-, [[ἐκπειράομαι]]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. [[περάω]].) Α. ἐνεργ., ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, μετ’ ἀπαρ., [[μήτε]] τις .. πειράτω διαρκέσαι ἐμὸν [[ἔπος]] Ἰλ. Θ. 8· π. ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλέειν Ἡρόδ. 6. 84, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1025, κ. ἀλλ.· -ἑπομένου τοῦ ὡς .., Ἰλ. Δ. 66, 71, Ὀδ. Β. 316, κτλ.· τοῦ [[ὅπως]] ..., Ὀδ. Δ. 545· μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., π. πολλὰ Θουκ. 6. 38· πάντα Πλούτ. 2. 1122Α. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, πειρᾷ ἐμεῖο Ἰλ. Ω. 390· μὴ μευ πειράτω, ἐπὶ σκοπῷ [[ὅπως]] μὲ καταπείσῃ, Ι. 345, πρβλ. Ω. 433· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐπιχειρῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, μήλων πειρήσοντα «πεῖραν ληψόμενον» (Σχόλ.) Μ. 301, Ὀδ. Ζ. 134· [[οὕτως]], οὐ πειρᾶν τῆς πόλιος, πρὶν ... Ἡρόδ. 6. 82· π. τοῦ χωρίου Θουκ. 1. 61· τῆς Νυσαίας ὁ αὐτ. 6. 54· [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. 7. 38· νυμφείας εὐνᾶς Πινδ. Ν. 5. 55· - ἴδε κατωτ. Β. 11. ΙΙΙ. ἀπολ., [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου, τὴν ἐμπειρίαν περὶ τὸ κλέπτειν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 175· ([[ὅθεν]] [[πειρατής]], πρβλ. [[πεῖρα]] ἐν τέλει)· ναυσὶ π., [[κάμνω]] ἀπόπειραν κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 4. 25· π. ἐπὶ τὴν κώμην [[αὐτόθι]] 43. IV. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[δοκιμάζω]], πεῖραν [[λαμβάνω]], τύχης ἐπήρειαν Λουκ. Ἔρωτ. 46· [[δοκιμάζω]] τι, τόδε [[τόξον]] Ἀνακρεόντ. 24. 3. 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] ἀπόπειραν κατὰ τῆς [[τιμῆς]] γυναικός, (ὡς τὸ Λατ. tentare, Ὁρατ. ᾨδαὶ 3. 4, 71), ἐπιτίθεται κατὰ γυναικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 517 ([[ἔνθα]] ἴδε Ἑρμηνευτ.), Πλ. 150, 1067, Λυσίας 92. 40, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 28, κτλ. - Παθ., πειραθεὶς ὁ Ἁρμόδιος ὑπὸ Ἱππάρχου Θουκ. 6. 54· ἴδε κατωτ. Β. IV. 2, πρβλ. [[πεῖρα]] ΙΙ. Β. πολλῷ συνηθέστερον ὡς ἀποθ. (ἴδε ἐν ἀρχ.) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ὅμ.· - μετ’ ἀπαρ., προσπαθῶ νὰ πράξω τι, Ἰλ. Δ. 5. καὶ 12. Ἡρόδ. 5. 71., 6. 138, κ. ἀλλ.· σπάν. παρ’ Ἀττ., Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε· τὸ ἀπαρ. [[ἐνίοτε]] παραλείπεται ὡς δυνάμενον νὰ νοηθῇ, πειρήσεται (ἐξυπ. ἀλύξαι) Ὀδ. Δ. 417· -[[ὡσαύτως]] ἑπομένου τοῦ εἰ, Ἰλ. Ν. 807, Πλάτ. Φαίδων 95Β· πειρήσεται αἴ κε θέῃσιν Ἰλ. Σ. 601· ἑπομένου τοῦ ἐάν, Αἰσχύλ. Πρ. 325, Πλάτ.· ἢ τοῦ μή ..., [[μήπως]] ..., πειρώμενος ... μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος Ὀδ. Φ. 395· τοῦ [[ὅπως]] ..., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 3· - παρ’ Ἡροδ. μετὰ μετοχ., βίῃ ἐπειρᾶτο ἐπιὼν 1. 77· προσβαίνων [[αὐτόθι]] 84· π. βιώμενοι 4. 139· π. ἀποσχίζων 6. 9, πρβλ. 6. 5, 50., 7. 139, κ. ἀλλ.· - μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ π. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 14. ΙΙ. συνηθέστατα (ἴδε Α. ΙΙ), μετὰ γεν. 1) μετὰ γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, ὡς [[ὅταν]] ἔχω ὑποψίαν, [[ὅπως]] ἴδω ἂν [[εἶναι]] [[ἀξιόπιστος]], Ἰλ. Κ. 444, Ὀδ. Ν. 336, κτλ.· νῦν σεῦ, ξεῖνε, ὀΐω πειρήσεσθαι, εἰ ... Τ. 215· ([[οὕτως]], ἐν σοὶ πειρώμεθα, ἂς κάμωμεν τὸ [[πείραμα]] εἰς σέ, Πλάτ. Φίληβ. 21Α.· - π. θεοῦ, [[δοκιμάζω]] θεόν, Ἡρόδ. 6. 86, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1663· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, [[δοκιμάζω]], [[πράττω]] τι [[ὅπως]] δοκιμάσω ..., πρὶν πειρήσαιτ’ Ἀχιλῆος Ἰλ. Φ. 580, πρβλ. 225 - συχνὸν παρ’ Ἡροδ., [[ὅστις]] ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνάπτει, [[ἀλλήλων]] πειρᾶσθαι, ὡς ἐπειρῶντο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν [[ἀλλήλων]] 1. 76· οὕτω παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], π. τῆς Πελοποννήσου, ἐνεργῶ ἀπόπειραν κατ’ αὐτῆς, Ἡρόδ. 8. 100· π. τοῦ τείχους Θουκ. 2. 81. 2) μετὰ γεν., [[δοκιμάζω]] τι ..., σθένεος Ἰλ. Ο. 359· ἥβης Ψ. 431· χειρῶν καὶ σθένεος Ὀδ. Φ. 282· - [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου εἴς τι [[ἔργον]] ἢ ἀγῶνα, ἔργου Σ. 369· ἀέθλου Ἰλ. Ψ. 707, Ὀδ. Θ. 100, κτλ.· παλαισμοσύνης Θ. 126· - [[ὡσαύτως]], [[δοκιμάζω]] τι, [[ἐξετάζω]] τι [[ὅπως]] ἴδω εἰς τί δύναται νὰ χρησιμεύσῃ, τόξου Φ. 159, 180, 184· νευρῆς ἀυτόθι 410, πρβλ. 394· ὀϊστοί, τῶν τάχ’ ἔμελλον πειρήσεσθαι, ὧν τὴν δύναμιν [[ταχέως]] θὰ ἐδοκίμαζον, δηλ. θὰ ᾐσθάνοντο, [[αὐτόθι]] 418· καὶ οὕτω καθὼς τὸ γεύεσθαι, μετά τινος σκώμματος καὶ ἐμπαιγμοῦ - οὕτω καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, [[δοκιμάζω]] τι, [[λαμβάνω]] πεῖράν τινος, [[μάλιστα]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. ([[ὅστις]] ἀπαντᾷ ἤδη παρ’ Ἡσ., πεπείρημαι [[νηῶν]] Ἔργ. κ. Ἡμ. 658), οὐ πεπειρημένοι πρότερον οἱ Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων Ἡρόδ. 4. 159, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα ἐν τέλ.· πεπειραμένος ἀγαθῶν, δουλείας, Θουκ. 2. 44., 5. 69· πρβλ. Ἀντιφῶντα 129. 30, Λυσ. 178. 2· π. ὀρφανίας, δηλ. εἶμαι [[ὀρφανός]], Φαλάρ. Ἐπιστ. 129· [[ἀλλά]], π. τινος μετρίου, [[εὑρίσκω]] τινὰ μέτριον ἐκ πείρας ἢ μετὰ δοκιμήν, Πλουτ. Αἰμίλ. 8. 3) ἀπολ., [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου, τὴν τύχην τοῦ πολέμου, αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ’ ἵκηται Ἰλ. Ε. 129 πειρώμενος ἢ ἐν ἀέθλῳ ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ, δοκιμάζων τὴν ἐν ἑαυτῷ δύναμιν, Π. 590 καὶ Ἕκτορι πειρηθῆναι [[ἀντιβίην]], καὶ πρὶν δοκιμάσῃ τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἰσχὺν ἐν τῇ μάχῃ κατὰ τοῦ Ἕκτορος, Φ. 225· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀέθλους ... ἐπειρήσαντ’ Ὀδ. Θ. 33· [[ὡσαύτως]], περὶ δ’ αὐτῆς πειρηθήτω (δηλ. τῆς ἵππου) Ἰλ. Ψ. 553. ΙΙΙ. μετὰ δοτ. τρόπου, [[δοκιμάζω]] ἢ ἐπιχειρῶ διά τινος, ἔπεσιν περήσομαι Ἰλ. Β. 73· ἐγχείῃ πειρήσομαι Ε. 279· ἐπειρήσαντο πόδεσσι, ἐδοκίμασαν τὴν τύχην των ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου, Ὀδ. Θ. 120, πρβλ. 205· [[ἐπειδὴ]] σφαίρῃ.. πειρήσαντο Θ. 377· [[ὡσαύτως]], π. σὺν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι πειρηθῆναι Ἰλ. Ε. 220, κτλ.· ἐν ἔντεσι Τ. 384· - ἀλλ’ ἐν τῷ πρκμ., [[οὐδέ]] τὶ πω μύθοισι πεπείρημαι πυκινοῖσιν, «οὐκ. ἤσκημαι λόγοις συνετοῖς» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 23· - ἀπολ., ὁ πειραθεὶς πιστεύει Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἱέρ. 2, 6. IV. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἢ πρῶτ’ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο, ἢ πρῶτα να ἐπερωτήσῃ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν δοκιμάσῃ εἰς ἑκάστην λέξιν, Ὀδ. Δ. 119, Ω. 238 ([[ἔνθα]] τινὲς τῶν παλαιῶν γραμμ. ἀνεγίνωσκον μυθήσαιτο). 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] ἀπόπειραν [[ἐναντίον]] τινὸς (ἴδε Α. IV. 2), Διὸς ἄκοιτιν Πινδ. Π. 2. 62. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
}}
}}
{{bailly
{{bailly