Anonymous

ποτανός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " παῑς " to " παῖς "
mNo edit summary
m (Text replacement - " παῑς " to " παῖς ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, και [[ποτηνός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ο [[φτερωτός]] (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», <b>Ευρ.</b><br />β. «ποτανὰ πέδιλα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποτανά</i><br />τα πτηνά («αἰετὸς [[ὠκὺς]] ἐν ποτανοῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» — αυτός που επιχειρεί [[υψηλά]] πετάγματα στην [[τέχνη]], ο εμπνευσμένος [[ποιητής]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «ποτανά μηχανά» — η φτερωτή [[τέχνη]], η [[ποίηση]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) <b>παροιμ.</b> «διώκει παῑς ποτανὸν ὄρνιν» — το μικρό [[παιδί]] κυνηγάει το [[πουλί]] να τὸ πιάσει, [[δηλαδή]] [[είναι]] [[μάταιος]] [[κόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποτ</i>- του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> [[τραγανός]]). Ο τ. πιθ. έχει παραχθεί από τη λ. [[ποτή]] ή από το ρ. [[ποτάομαι]].
|mltxt=-ά, -όν, και [[ποτηνός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ο [[φτερωτός]] (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», <b>Ευρ.</b><br />β. «ποτανὰ πέδιλα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποτανά</i><br />τα πτηνά («αἰετὸς [[ὠκὺς]] ἐν ποτανοῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» — αυτός που επιχειρεί [[υψηλά]] πετάγματα στην [[τέχνη]], ο εμπνευσμένος [[ποιητής]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «ποτανά μηχανά» — η φτερωτή [[τέχνη]], η [[ποίηση]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) <b>παροιμ.</b> «διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν» — το μικρό [[παιδί]] κυνηγάει το [[πουλί]] να τὸ πιάσει, [[δηλαδή]] [[είναι]] [[μάταιος]] [[κόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποτ</i>- του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> [[τραγανός]]). Ο τ. πιθ. έχει παραχθεί από τη λ. [[ποτή]] ή από το ρ. [[ποτάομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm