Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱκέσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱκέσιος''': -α, -ον, ἢ ος, ον, (ἴδε κατωτ.) : ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς προστάτου τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 616. Σοφ. Φιλ. 484, Εὐρ. Ἑκ. 345· πρὸς Ἱκεσίου Λουκ. Ἁλ. 3· [[ὡσαύτως]], [[ἱκεσία]] Θέμις Διὸς Αἰσχύλ. Ἱκ. 360· πρλλ. [[ἱκετήσιος]], [[ἵκτιος]]. 2) ἀποτελούμενος ἐξ ἱκετίδων, παρθένων ἱκ. [[λόχος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 111. 3) [[ἱκετευτικός]], ἱκεσίους πέμπων λιτὰς Σοφ. Φιλ. 495· ἱκεσίαν... προστροπὰν Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 108· ἱκεσίοις σὺν κλάδοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 102· ἱκεσίᾳ χερὶ [[αὐτόθι]] 108· ἀνάγκας ἱκεσίους λύειν [[αὐτόθι]] 39: ― ἐπὶ προσώπων, ἱκέσιός σε [[λίσσομαι]] Σοφ. Ἀντιγ. 1290· [[ἱκεσία]] τε [[γίγνομαι]] Εὐρ. Μήδ. 710. ῐκ-, πλὴν [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 215.
|lstext='''ἱκέσιος''': -α, -ον, ἢ ος, ον, (ἴδε κατωτ.) : ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς προστάτου τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 616. Σοφ. Φιλ. 484, Εὐρ. Ἑκ. 345· πρὸς Ἱκεσίου Λουκ. Ἁλ. 3· [[ὡσαύτως]], [[ἱκεσία]] Θέμις Διὸς Αἰσχύλ. Ἱκ. 360· πρλλ. [[ἱκετήσιος]], [[ἵκτιος]]. 2) ἀποτελούμενος ἐξ ἱκετίδων, παρθένων ἱκ. [[λόχος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 111. 3) [[ἱκετευτικός]], ἱκεσίους πέμπων λιτὰς Σοφ. Φιλ. 495· ἱκεσίαν... προστροπὰν Εὐρ. Ἡρακλ. 108· ἱκεσίοις σὺν κλάδοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 102· ἱκεσίᾳ χερὶ [[αὐτόθι]] 108· ἀνάγκας ἱκεσίους λύειν [[αὐτόθι]] 39: ― ἐπὶ προσώπων, ἱκέσιός σε [[λίσσομαι]] Σοφ. Ἀντιγ. 1290· [[ἱκεσία]] τε [[γίγνομαι]] Εὐρ. Μήδ. 710. ῐκ-, πλὴν [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 215.
}}
}}
{{bailly
{{bailly