Anonymous

σκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέπτομαι''': Ὅμ., Θέογν., καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις· ἀλλ’ οἱ Ἀττ. (πρὸ τοῦ Ἀριστ.) σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] ἔχουσι τὸν ἐνεστ. καὶ παρατ. [[σκέπτομαι]], ἐσκεπτόμην (Πλάτ. Λάχ. 185C, Ἀλκ. 2. 140Α [[εἶναι]] ἐξαιρέσεις· παρὰ Θουκ. 8. 66, ὁ Elmsl. διώρθωσεν ὑπερσ. προΰσκεπτο)· - οἱ Ἀττικοὶ χρῶνται τῷ σκοπῶ ἢ σκοποῦμαι ὡς ἐνεστ., ἐν ᾧ τοὺς λοιποὺς χρόνους παραλαμβάνουσιν ἀείποτε ἐκ τοῦ [[σκέπτομαι]], - δηλ. μέλλ. σκέψομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 29, Θουκ. 6. 40, κτλ.· ἀόρ. ἐσκεψάμην Αἰσχύλ. Χο. 229, Σοφ., Εὐρ., Θουκ., κλπ· πρκμ. ἔσκεμμαι, Εὐρ., Πλάτ., κλπ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 148, πρβλ. [[σκοπέω]]· - ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται καὶ ἐπὶ παθ. σημασίας ὡς καὶ τινες ἄλλοι χρόνοι, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκοπή, σκοπιά (καὶ [[ἴσως]] σκόπελος), σκοπός, [[σκώψ]]· πρβλ. Λατ. spec-io (pro-spicio, κτλ.), spec-ula, spec-ulum, spec-to· Σανσκρ. spa← (speculor), spa←-as (speculator)· Ζενδ. spa← (speculor)· Ἀρχ. Σκανδ. spâ (Σκωτ. spae, [[προλέγω]])· Ἀρχ. Γερμ. speh-ôm, spâh-i (prudens. callidus)· κτλ.). Ι. [[βλέπω]] ὁλόγυρα, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ, ὡς [[κατάσκοπος]] κυττάζω, [[κατασκοπεύω]], σκεψάμενος δ’ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ’ ἑταίρους Ὀδ. Μ. 247· οὕτω, σκέψασθαι δ’ ἐς τόνδ’ Εὐρ. Ἱππ. 943· μετ’ αἰτ., σκέπτετ’ ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων, ἦτο προσεκτικὸς εἰς τὸ [[σύριγμα]] τῶν βελῶν [[ὥστε]] νὰ ἀποφεύγῃ αὐτά, Ἰλ. Π. 361· σκέπτεο δὴ νῦν ἄλλον Θέογν. 1095· σκεπτόμενος τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 3. 37· σκέψαι ... βόστρυχον τριχός, παρατήρησον [[καλῶς]], Αἰσχύλ. Χο. 230· τὴν ἔγχελυν Ἀριστοφ. Ἀχ. 889· κλόνον Εὐρ. Ἴων 206· τὰ [[ἔνδον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 8· τιν’ ἐς σὲ μωρίαν ἐσκεμμένοι, παρατηροῦντές σε καὶ βλέποντες ..., Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 147· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σκέπτεο νῦν ... αἴ κεν [[ἴδηαι]] Ἰλ. Ρ. 652· σκ. [[πόθεν]] ἡ [[στάσις]], ἢ τίς ὁ [[θρῦλος]] Βατραχομυομ. 135· τί εἴη τὸ κωλῦον Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 20· εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων [[αὐτόθι]] 7. 3, 42· - ἀπολ., παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, [[ἐξετάζω]], [[κατασκοπεύω]], σκέπτεσθαι Ἡρόδ. 4. 196· εἰς τὸ σκεφθῆναι, πρὸς παρατήρησιν, ἔρευναν, Ἱππ. 6. 43· σκέψαι, «κύτταξε» Αἰσχύλ. Χο. 229, κτλ.· σκέψασθε, παῖδες, προσέξατε, [[παιδιά]]! Ἀριστοφ. Ἱππ. 419. ΙΙ. βραδύτερον ἐπὶ τοῦ νοῦ, παρατηρῶ διὰ τοῦ νοῦ, [[ἐξετάζω]]. [[κρίνω]], σκέψασθε ... τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν Σοφ. Αἴ. 1028· σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 584· ὃ [[πολλάκις]] ἐσκεψάμην Θουκ. 6. 38, κτλ.· τὸ δίκαιον Εὐρ. Ὀρ. 494· μηδὲν ἐσκέφθαι δίκαιον Δημ. 576. 27· τι πρὸς ἑαυτὸν Πλάτ. Φαίδων 95Ε· τι ἐκ τῶν δε, ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ γεγονότων τούτων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 38, Δημ. 23. 1· [[ὡσαύτως]], [[περί]] τινος Πλάτ. Λάχ. 185C, Κρατ. 401Α· - ἀπολ., σκέψασθε νῦν ἄμεινον Εὐρ. Ὀρ. 1291· σκεψώμεθα δὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 802· σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων, [[κρίνω]] ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα πράττουσιν οἱ παῖδες, Ἀριστοφ. Πλ. 570· ἐν σοὶ σκεψώμεθα Πλάτ. Σοφ. 239Β· - σκέψασθε δέ· μόνον σκέφθητε ..., δι’ οὗ διεγείρεται ἡ προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν, Ἀντιφῶν 146. 10, Θουκ. 1. 143· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διὰ τοῦ οἷος, [[ὁποῖος]], [[ὅπως]], ὡς, Αἰσχύλ. Πρ. 1015, Σοφ. Τρ. 1077, Εὐρ. Ι. Α. 1377, κτλ.· διὰ τοῦ ὅτῳ τρόπῳ, Θουκ. 1. 107· διὰ τῶν πῶς ..., [[πόθεν]] ..., πότερον .. ἢ ..., Ξεν. Ἀν. 4. 5, 22., 5. 4, 7., 3. 2, 20, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ. [[ἔνθα]] [[δέον]] νὰ νοήσωμεν ἢ μή, [[ἐξετάζω]] ἄν ... ἢ ὄχι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 29, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 22· πλῆρες: σκ. τοῦτο, εἰ ..., Σοφ. Ο. Τ. 584, πρβλ. Ἠλ. 442, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1141, κτλ.· σκεπτόμεθα τί ἐστιν ἡ [[ἀρετὴ]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 2, 1. 2) σπανίως, [[σκέπτομαι]] ἢ [[νομίζω]] ὅτι πρᾶγμά τι ἔχει οὕτω καὶ οὕτω, καλλίω θάνατον σκεψάμενος Πλάτ. Νόμ. 854C. 3) [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος ἐκ τῶν προτέρων, προνοῶ, τἀναγκαῖα ἑκάστης ἡμέρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 28· τὸ ξυμφέρον Πλάτ. Πολ. 342Α· [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], προμελῶ, προσχεδιάζω, λόγους Δημ. 749. 18· εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένον ἥκει ὁ αὐτ. 9. 6. 4) ὁ πρκμ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται, μετὰ σκέψεως, μὲ μελέτην, Θουκ. 7. 62· σκοπεῖτε οὖν. Ἀπόκρ. ἔσκεπται Πλάτ. Πολ. 369Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 8, Δημ. 576. 27., 1403. 21· οὕτω γ΄ ἑνικ. μέσ. μέλλ. τετελεσμ. μὲ παθητ. σημασ. ἐσκέψεται, Πλάτ. Πολ. 392C· ἀόρ. ἐσκέφθην Ἱππ. 6. 43· ἀόρ. β΄ καὶ μέλλ. β΄ ἐσκέπην (ἐπ-), σκεπήσομαι (ἐπι-), Ἑβδ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471.
|lstext='''σκέπτομαι''': Ὅμ., Θέογν., καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις· ἀλλ’ οἱ Ἀττ. (πρὸ τοῦ Ἀριστ.) σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] ἔχουσι τὸν ἐνεστ. καὶ παρατ. [[σκέπτομαι]], ἐσκεπτόμην (Πλάτ. Λάχ. 185C, Ἀλκ. 2. 140Α [[εἶναι]] ἐξαιρέσεις· παρὰ Θουκ. 8. 66, ὁ Elmsl. διώρθωσεν ὑπερσ. προΰσκεπτο)· - οἱ Ἀττικοὶ χρῶνται τῷ σκοπῶ ἢ σκοποῦμαι ὡς ἐνεστ., ἐν ᾧ τοὺς λοιποὺς χρόνους παραλαμβάνουσιν ἀείποτε ἐκ τοῦ [[σκέπτομαι]], - δηλ. μέλλ. σκέψομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 29, Θουκ. 6. 40, κτλ.· ἀόρ. ἐσκεψάμην Αἰσχύλ. Χο. 229, Σοφ., Εὐρ., Θουκ., κλπ· πρκμ. ἔσκεμμαι, Εὐρ., Πλάτ., κλπ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 148, πρβλ. [[σκοπέω]]· - ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται καὶ ἐπὶ παθ. σημασίας ὡς καὶ τινες ἄλλοι χρόνοι, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκοπή, σκοπιά (καὶ [[ἴσως]] σκόπελος), σκοπός, [[σκώψ]]· πρβλ. Λατ. spec-io (pro-spicio, κτλ.), spec-ula, spec-ulum, spec-to· Σανσκρ. spa← (speculor), spa←-as (speculator)· Ζενδ. spa← (speculor)· Ἀρχ. Σκανδ. spâ (Σκωτ. spae, [[προλέγω]])· Ἀρχ. Γερμ. speh-ôm, spâh-i (prudens. callidus)· κτλ.). Ι. [[βλέπω]] ὁλόγυρα, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ, ὡς [[κατάσκοπος]] κυττάζω, [[κατασκοπεύω]], σκεψάμενος δ’ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ’ ἑταίρους Ὀδ. Μ. 247· οὕτω, σκέψασθαι δ’ ἐς τόνδ’ Εὐρ. Ἱππ. 943· μετ’ αἰτ., σκέπτετ’ ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων, ἦτο προσεκτικὸς εἰς τὸ [[σύριγμα]] τῶν βελῶν [[ὥστε]] νὰ ἀποφεύγῃ αὐτά, Ἰλ. Π. 361· σκέπτεο δὴ νῦν ἄλλον Θέογν. 1095· σκεπτόμενος τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 3. 37· σκέψαι ... βόστρυχον τριχός, παρατήρησον [[καλῶς]], Αἰσχύλ. Χο. 230· τὴν ἔγχελυν Ἀριστοφ. Ἀχ. 889· κλόνον Εὐρ. Ἴων 206· τὰ [[ἔνδον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 8· τιν’ ἐς σὲ μωρίαν ἐσκεμμένοι, παρατηροῦντές σε καὶ βλέποντες ..., Εὐρ. Ἡρακλ. 147· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σκέπτεο νῦν ... αἴ κεν [[ἴδηαι]] Ἰλ. Ρ. 652· σκ. [[πόθεν]] ἡ [[στάσις]], ἢ τίς ὁ [[θρῦλος]] Βατραχομυομ. 135· τί εἴη τὸ κωλῦον Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 20· εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων [[αὐτόθι]] 7. 3, 42· - ἀπολ., παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, [[ἐξετάζω]], [[κατασκοπεύω]], σκέπτεσθαι Ἡρόδ. 4. 196· εἰς τὸ σκεφθῆναι, πρὸς παρατήρησιν, ἔρευναν, Ἱππ. 6. 43· σκέψαι, «κύτταξε» Αἰσχύλ. Χο. 229, κτλ.· σκέψασθε, παῖδες, προσέξατε, [[παιδιά]]! Ἀριστοφ. Ἱππ. 419. ΙΙ. βραδύτερον ἐπὶ τοῦ νοῦ, παρατηρῶ διὰ τοῦ νοῦ, [[ἐξετάζω]]. [[κρίνω]], σκέψασθε ... τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν Σοφ. Αἴ. 1028· σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 584· ὃ [[πολλάκις]] ἐσκεψάμην Θουκ. 6. 38, κτλ.· τὸ δίκαιον Εὐρ. Ὀρ. 494· μηδὲν ἐσκέφθαι δίκαιον Δημ. 576. 27· τι πρὸς ἑαυτὸν Πλάτ. Φαίδων 95Ε· τι ἐκ τῶν δε, ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ γεγονότων τούτων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 38, Δημ. 23. 1· [[ὡσαύτως]], [[περί]] τινος Πλάτ. Λάχ. 185C, Κρατ. 401Α· - ἀπολ., σκέψασθε νῦν ἄμεινον Εὐρ. Ὀρ. 1291· σκεψώμεθα δὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 802· σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων, [[κρίνω]] ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα πράττουσιν οἱ παῖδες, Ἀριστοφ. Πλ. 570· ἐν σοὶ σκεψώμεθα Πλάτ. Σοφ. 239Β· - σκέψασθε δέ· μόνον σκέφθητε ..., δι’ οὗ διεγείρεται ἡ προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν, Ἀντιφῶν 146. 10, Θουκ. 1. 143· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διὰ τοῦ οἷος, [[ὁποῖος]], [[ὅπως]], ὡς, Αἰσχύλ. Πρ. 1015, Σοφ. Τρ. 1077, Εὐρ. Ι. Α. 1377, κτλ.· διὰ τοῦ ὅτῳ τρόπῳ, Θουκ. 1. 107· διὰ τῶν πῶς ..., [[πόθεν]] ..., πότερον .. ἢ ..., Ξεν. Ἀν. 4. 5, 22., 5. 4, 7., 3. 2, 20, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ. [[ἔνθα]] [[δέον]] νὰ νοήσωμεν ἢ μή, [[ἐξετάζω]] ἄν ... ἢ ὄχι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 29, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 22· πλῆρες: σκ. τοῦτο, εἰ ..., Σοφ. Ο. Τ. 584, πρβλ. Ἠλ. 442, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1141, κτλ.· σκεπτόμεθα τί ἐστιν ἡ [[ἀρετὴ]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 2, 1. 2) σπανίως, [[σκέπτομαι]] ἢ [[νομίζω]] ὅτι πρᾶγμά τι ἔχει οὕτω καὶ οὕτω, καλλίω θάνατον σκεψάμενος Πλάτ. Νόμ. 854C. 3) [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος ἐκ τῶν προτέρων, προνοῶ, τἀναγκαῖα ἑκάστης ἡμέρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 28· τὸ ξυμφέρον Πλάτ. Πολ. 342Α· [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], προμελῶ, προσχεδιάζω, λόγους Δημ. 749. 18· εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένον ἥκει ὁ αὐτ. 9. 6. 4) ὁ πρκμ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται, μετὰ σκέψεως, μὲ μελέτην, Θουκ. 7. 62· σκοπεῖτε οὖν. Ἀπόκρ. ἔσκεπται Πλάτ. Πολ. 369Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 8, Δημ. 576. 27., 1403. 21· οὕτω γ΄ ἑνικ. μέσ. μέλλ. τετελεσμ. μὲ παθητ. σημασ. ἐσκέψεται, Πλάτ. Πολ. 392C· ἀόρ. ἐσκέφθην Ἱππ. 6. 43· ἀόρ. β΄ καὶ μέλλ. β΄ ἐσκέπην (ἐπ-), σκεπήσομαι (ἐπι-), Ἑβδ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471.
}}
}}
{{bailly
{{bailly