3,274,159
edits
m (Text replacement - "[[si varia lectio" to "[[si vera lectio") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φύω''': Αἰολ., [[φυίω]] (ἴδε κατωτ. Α. ΙΙ.)· ― παρατ., ἔφυον, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φύεν Ἰλ. Ξ. 347· ― μέλλ. φύσω [ῡ] Ἰλ. Α. 235, Σοφ.· ― ἀόρ., ἔφῠσα Ὀδ., Ἀττ.· ― Παθ. καὶ μέσ., μέλλ. φύσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 871, Πλάτ. κλπ.: Τούτῳ ἕπονται κατὰ σημασίαν οἱ ἀμετάβ. χρόνοι τοῦ ἐνεργ., δηλ. πρκμ., πέφῡκα Ὅμ., Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ πληθ., πεφύᾱσι Ἰλ. Δ. 484, Ὀδ. Η. 128· ὑποτ. γ΄ ἑνικ., πεφύῃ (ἐμ-) Θέογν. 396· Ἐπικ. μετοχ. θηλ., [[πεφυυῖα]] (ἐμ-) Ἰλ. Α. 513, αἰτ. πληθ., πεφυῶτας Ὀδ. Ε. 477· ― ὑπερσ., ἐπεφύκειν Ξεν., Πλάτ.· Ἐπικ. πεφύκειν Ἰλ. Δ. 109· Ἐπικ. γ΄ πληθ., [[ἐπέφυκον]] (ἀντὶ -εσαν) Ἡσ. Θεογ. 152, Ἔργ. κ. Ἡμ. 149, Ἀσπ. Ἡρ. 76· ― ἀόρ. β΄ ἔφῡν (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. φῦμι) Ὅμ., Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φῦ Ἰλ. Ζ. 253, κτλ., γ΄ πληθ. ἔφυν (ἀντὶ ἔφῡσαν, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] καὶ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ. α΄) Ὀδ. Ε. 481, κτλ.· ὑποτ., ἴδε κατωτ.· εὐκτ. γ΄ ἑνικ. φύη ἢ φυίη Θεόκρ. 15. 94· ἀπαρ., φῦναι, Ἐπικ. φύμεναι ὁ αὐτ. 25. 39· μετοχ. φὺς Ἀττ., Αἰολ. θηλ. [[φοῦσα]] Κόριννα 2· ἔφυσα = ἔφυν, ἀμφίβ. ἐν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 690. ― Παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει καὶ μέλλ., φυήσω Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΛΖ΄, 31), παθ. φυήσομαι, Γεωπ. 2. 37, 1, Θεμίστ. (ἐν Λουκ. Διῒ Τραγ. διορθοῦται, ἀναφύσεσθαι)· ἀόρ. β΄ παθ. ἐφύην, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 1, (ἀν-) Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2· ὑποτ. φυῶ, -ῇ, -ῶσι Εὐρ. Ἀποσπ. 378, Πλάτ. Πολ. 415C, 597C, κ. ἀλλ. (ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ., φύῃ, φύωσι, ἐκ τοῦ ἔφυν)· ἀπαρ., φυῆναι Διοσκ. 2. 8, (ἀνα-) Διόδ. 1. 7· μετ., φυεὶς Ἱππ. 242. 25, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 87· ― ἀόρ. α΄ παθ., συμφυθεὶς Γαλην. 7. 725. [Καθόλου, ῠ, πρὸ φωνήεντος, δηλ. ἐν τῷ ἐνεστ., παρατ., καὶ ἐν τοῖς Ἐπικ. τύποις τοῦ πρκμ., [[πεφύασι]], πεφυώς, κλπ.· καὶ ῡ, πρὸ συμφώνου, δηλ. ἐν πᾶσι τοῖς λοιποῖς χρόνοις. Ἀλλὰ φῡεται, φῡομεν Σοφ. Ἀποσπ. 109, Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξιφ. 14, Διον. Περιηγ. 941, 1013· [[ἐνίοτε]] καὶ ἐν θέσει, [[οἷον]] Νικ. Ἀλεξιφ. 506, Διονύσ. Περιηγ. 1031. Οὕτω καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις.] (Ἐκ τῆς √ΦΥ παράγονται καὶ αἱ λ. φυή, φύσις, φῦμα, φυτός, φυτεύω, φῦλον, φυλή, φῖτυ, φιτύω, [[ἴσως]] δὲ καὶ τὸ φὼς (ὁ) = ὁ φύσας· πρβλ. Σανσκρ. bhu, bha-vâmi (existo), bha-vas (origo), bhâ-vas (natura), bhû-tis, (existentia), bhû-mis (terra)· Ζενδ. bû, (fieri, esse)· Λατ. fu-i (fuas, fuat), fu-turus, fo-re, fu-tuo, fe-tus, fe-cundus, fe-num, fe-nus, (πρβλ. [[τόκος]]), fi-lius· Γοτθ. bau-an (οἰκεῖν κτλ.)· Ἀρχ. Σκανδ. bù-a· Ἀγγλοσαξον. be-om ([[εἶναι]], Ἀγγλ. be)· Ἀρχ. Γερμ. bi-m· Σλαυ. by-ti (esse)· Λιθ. bu-ti (esse)· Ἀρχ. Ἰρλανδ. biu (fio, sum).) Α. Μεταβ., ἐν τῷ ἐνεστ., μέλλ. καὶ ἀορ. α΄ ἐνεργ.· [[παράγω]], ἀναδίδω, γεννῶ, «βγάζω», [[κάμνω]] νὰ φυτρώσῃ τι, φύλλα... ὕλη τηλεθόωσα φύσει Ἰλ. Ζ. 148· τοῖσι δ’ ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην Ξ. 347, πρβλ. Α. 235, Ὀδ. Η. 119, κτλ.· ἄμπελον φύσει βροτοῖς Εὐρ. Βάκχ. 651· οὕτω, τρίχες..., ἃς πρὶν ἔφυσεν [[φάρμακον]], τὰς ὁποίας πρὶν ἔκαμε τὸ [[φάρμακον]] νὰ φυτρώσουν, Ὀδ. Κ. 393, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 535· φ. χεῖρε, πόδε, ὀφθαλμὼ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19, πρβλ. Οἰκον. 7. 16. 2) ἐπὶ χώρας, φύειν καρπόν τε θωμαστὸν καὶ ἄνδρας ἀγαθοὺς Ἡροδ. 9. 122· ὅσα γῆ φύει Πλάτ. Πολ. 621Α. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, γεννῶ, [[παράγω]], Λατ. procreare, Εὐρ. Φοίν. 869, Ἀντιφῶν 125. 23, Πλούτ. κλπ.· Ἄτλας... θεῶν μιᾶς ἔφυσε Μαῖαν Εὐρ. Ἴων 3· ― ὁ φύσας, ὁ γεννήσας, ὁ [[πατήρ]], ([[τοὐναντίον]] ὁ φύς, ὁ [[υἱός]], ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1019, (πρβλ. [[φύτωρ]])· ὁ φ. πατὴρ Εὐρ. Ἑλ. 87· ὁ φ. χἠ τεκοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 290· τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα Λυσ. 116 ἐν τέλει· καὶ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, τοῖς γονεῦσιν οἳ σ’ ἔφυσαν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 436· οἱ φύσαντες Εὐρ. Φοίν. 34, πρβλ. Ἀποσπ. 407, Ἀριστοφ. Σφ. 1472· φ. καὶ γεννᾶν Πλάτ. Πολιτικ. 274Α· (ἐξεφύσαμεν ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῆς μητρός, Εὐρ. Μήδ. (Νόθ.) 1063· οὕτω, ὦ γάμοι, ἐφύσαθ’ ἡμᾶς Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1404· [[ὡσαύτως]], ἥδ’ [[ἡμέρα]] φύσει σε, θὰ φέρῃ εἰς φῶς τὴν γέννησίν σου, [[αὐτόθι]] 438· [[χρόνος]] φύει τ’ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 647. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀνάπτυξιν μερῶν τοῦ σώματος αὐτῶν, φ. πώγωνα, «βγάζω γένεια», Ἡρόδ. 8. 104· φ. γλῶσσαν ὁ αὐτ. 2. 68· φ. [[κέρεα]] ὁ αὐτ. 4. 29· φ. πτερὰ (πρβλ. [[πτεροφυέω]]) Ἀριστοφ. Ὄρν. 106, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C· σάρκα ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 74Ε· φ. τρίχας, ὀδόντας, πόδας καὶ πτερά, κέρατα κλπ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 3. 11, 9., 5. 22, 12, κλπ.· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἀστεῖον, φύειν φράτερας, ἴδε ἐν λ. [[φράτηρ]]. 5) μεταφορ., φρένας φύειν, κτᾶσθαι φρένας, νοῦν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 804, Ἠλ. 1463· (ἀλλὰ καὶ θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 683)· νοῦν φύειν Σοφ. Ἀποσπ. 118· δόξαν φύω, κτῶμαι δόξαν ἢ [[σχηματίζω]] ὑψηλὴν περὶ [[ἐμαυτοῦ]] γνώμην, Schweigh. εἰς Ἡρόδ. 5. 91· αἰτίαν φύει βροτοῖς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 160· πόνους αὐτῷ φῦσαι Σοφ. Ἀντιγ. 647. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεστ., κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., φύω κλάδους, [[βλαστάνω]] (ὡς τὸ [[φαίνω]]), εἰς [[ἔτος]] [[ἄλλο]] φύοντι Μόσχος 3. 108· δρύες... φύοντι Θεόκρ. 7. 75, πρβλ. 4. 24· ― οὕτω δὲ καὶ τὸ μοναδικὸν παρ’ Ὁμ. [[χωρίον]] δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ, ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ’ ἀπολήγει, ἡ μία γενεὰ παράγει βλαστούς, ἡ δὲ ἄλλη παύεται ἀπὸ τοῦ νὰ βλαστάνῃ (ἐν ᾧ ἡ μεταβατ. [[σύνταξις]] ἀπαντᾷ ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ, φύλλα… ὕλη φύει), Ἰλ. Ζ. 149· ― ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἀλκαίῳ 94, ἐν στήθεσι φυίει, φαίνεται [[μᾶλλον]] ἀμετάβ., = ἀναπτύσσεται, ἀναφαίνεται· οὕτω τὸ [[ἐκφύω]] παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. ΚΘ΄, 18), πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 15. Β. Παθ., μετὰ τῶν ἀμεταβ. χρόνων τοῦ ἐνεργ., δηλ. ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ., φύομαι, φυτρώνω, αὐξάνομαι, ἀναπτύσσομαι, μεγαλώνω, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[εἶναι]], [[μάλιστα]] ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, [[θάμνος]] ἔφυ ἐλαίης Ὀδ. Ψ. 190, πρβλ. Ε. 481· παντοῖαι πρασιαὶ πεφύασιν Η. 128· τά γ’ ἄσπαρτα φύονται Ι. 109, πρβλ. Ἰλ. Δ. 483, Ξ. 288, Φ. 352· φύεται αὐτόματα ῥόδα Ἡρόδ. 8. 138, πρβλ. 1. 193· ὑπὸ φηγῷ πεφυκυίῃ, ἥτις εἶχεν ἀναφυῆ [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 2. 56· οὕτω, δένδρα πεφυκότα Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 3, 5· τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα Πλάτ. Κρατ. 410D, πρβλ. Φαίδωνα 110D· ― οὕτω, τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκειν, ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ ὁποίου εἶχον φυτρώσῃ κέρατα δεκαὲξ παλαμῶν, Ἰλ. Δ. 109, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 108., 3. 133· φύονται πολιαὶ Πινδ. Ο. 4. 39· κεφαλαὶ πεφυκυῖαι θριξί, κατακεκαλυμμέναι ὑπὸ τριχῶν, Διόδ. 2. 50· πέφυκε [[λίθος]] ἐν αὐτῇ, παράγεται, Ξεν. Πόροι 1, 4· μεταφ., [[νόσημα]] φυόμενον, [[πόλις]] φυομένη Πλάτ. Πολιτ. 564Β, Νόμ. 757D· ὁ [[σπέρμα]] παρασχών, οὖτος τῶν φύντων [[αἴτιος]], τῶν πραγμάτων τὰ ὁποῖα ἐφύτρωσαν (ὁ Δινδόρφ. παραλείπει τὴν λέξιν κακῶν, ἑπόμενος τοῖς Ἀντιγράφοις), Δημ. 280. 28· ― ὁ [[αὐτός]], 231. 14, ἔχει καὶ τὴν περίεργον φράσιν, κατὰ πάντων ἐφύετο, ηὐξάνετο, ἐγίνετο [[μέγας]] διὰ τῆς καταπιέσεως πάντων. ― Ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης ὁ ἀόρ. β΄ [[εἶναι]] [[σπάνιος]], ἴδε ἀνωτ.· ἀλλ’ [[εἶναι]] συχνὸς ἐν τῇ φράσει ἐν δ’ ἄρα οἱ φῦ χερσὶ (ἴδε ἐν λέξει [[ἐμφύω]]), πρβλ. Ὀδ. Κ. 397. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[γίγνομαι]], γεννῶμαι, συνηθέστατα ἐν τῷ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27· τίς ἂν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1342· μὴ φῦναι νικᾷ, τὸ νὰ μὴ ἔχῃ γεννηθῇ τις φαίνεται καλλίτερον, Σοφ. Οἰδ. ἐν Κολ. 1225· γονῇ πεφυκὼς γεραιτέρᾳ [[αὐτόθι]] 1294· οὐχ ὑπὸ θυσιῶν οὐδ’ ὑπὸ εὐχῶν φὺς Πλάτ. Πολ. 461Α, πρβλ. Πολιτικ. 272Α· φύς τε καὶ τραφεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 396C· [[μήπω]] φῦναι [[μηδὲ]] γενέσθαι Ξεν. Κύρου Παιδ. 5, 1, 6, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197Α· ― συντεταγμένον μετὰ γεν., φῦναι ἢ πεφυκέναι τινός, γεννηθῆναι ἢ κατάγεσθαι ἔκ τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 1031, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1379, κλπ., οὕτω φ. ἀπό τινος Πινδ. Ἀποσπ. 33, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1359, Ἀντιγ. 562· ἀπ’ εὐγενοῦς ῥίζης Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 610· ἀπὸ δρυὸς Πλάτ. Ἀπολ. 34D, κλπ.· φ. ἔκ τινος Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 458, Εὐρ. | |lstext='''φύω''': Αἰολ., [[φυίω]] (ἴδε κατωτ. Α. ΙΙ.)· ― παρατ., ἔφυον, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φύεν Ἰλ. Ξ. 347· ― μέλλ. φύσω [ῡ] Ἰλ. Α. 235, Σοφ.· ― ἀόρ., ἔφῠσα Ὀδ., Ἀττ.· ― Παθ. καὶ μέσ., μέλλ. φύσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 871, Πλάτ. κλπ.: Τούτῳ ἕπονται κατὰ σημασίαν οἱ ἀμετάβ. χρόνοι τοῦ ἐνεργ., δηλ. πρκμ., πέφῡκα Ὅμ., Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ πληθ., πεφύᾱσι Ἰλ. Δ. 484, Ὀδ. Η. 128· ὑποτ. γ΄ ἑνικ., πεφύῃ (ἐμ-) Θέογν. 396· Ἐπικ. μετοχ. θηλ., [[πεφυυῖα]] (ἐμ-) Ἰλ. Α. 513, αἰτ. πληθ., πεφυῶτας Ὀδ. Ε. 477· ― ὑπερσ., ἐπεφύκειν Ξεν., Πλάτ.· Ἐπικ. πεφύκειν Ἰλ. Δ. 109· Ἐπικ. γ΄ πληθ., [[ἐπέφυκον]] (ἀντὶ -εσαν) Ἡσ. Θεογ. 152, Ἔργ. κ. Ἡμ. 149, Ἀσπ. Ἡρ. 76· ― ἀόρ. β΄ ἔφῡν (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. φῦμι) Ὅμ., Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φῦ Ἰλ. Ζ. 253, κτλ., γ΄ πληθ. ἔφυν (ἀντὶ ἔφῡσαν, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] καὶ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ. α΄) Ὀδ. Ε. 481, κτλ.· ὑποτ., ἴδε κατωτ.· εὐκτ. γ΄ ἑνικ. φύη ἢ φυίη Θεόκρ. 15. 94· ἀπαρ., φῦναι, Ἐπικ. φύμεναι ὁ αὐτ. 25. 39· μετοχ. φὺς Ἀττ., Αἰολ. θηλ. [[φοῦσα]] Κόριννα 2· ἔφυσα = ἔφυν, ἀμφίβ. ἐν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 690. ― Παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει καὶ μέλλ., φυήσω Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΛΖ΄, 31), παθ. φυήσομαι, Γεωπ. 2. 37, 1, Θεμίστ. (ἐν Λουκ. Διῒ Τραγ. διορθοῦται, ἀναφύσεσθαι)· ἀόρ. β΄ παθ. ἐφύην, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 1, (ἀν-) Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2· ὑποτ. φυῶ, -ῇ, -ῶσι Εὐρ. Ἀποσπ. 378, Πλάτ. Πολ. 415C, 597C, κ. ἀλλ. (ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ., φύῃ, φύωσι, ἐκ τοῦ ἔφυν)· ἀπαρ., φυῆναι Διοσκ. 2. 8, (ἀνα-) Διόδ. 1. 7· μετ., φυεὶς Ἱππ. 242. 25, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 87· ― ἀόρ. α΄ παθ., συμφυθεὶς Γαλην. 7. 725. [Καθόλου, ῠ, πρὸ φωνήεντος, δηλ. ἐν τῷ ἐνεστ., παρατ., καὶ ἐν τοῖς Ἐπικ. τύποις τοῦ πρκμ., [[πεφύασι]], πεφυώς, κλπ.· καὶ ῡ, πρὸ συμφώνου, δηλ. ἐν πᾶσι τοῖς λοιποῖς χρόνοις. Ἀλλὰ φῡεται, φῡομεν Σοφ. Ἀποσπ. 109, Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξιφ. 14, Διον. Περιηγ. 941, 1013· [[ἐνίοτε]] καὶ ἐν θέσει, [[οἷον]] Νικ. Ἀλεξιφ. 506, Διονύσ. Περιηγ. 1031. Οὕτω καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις.] (Ἐκ τῆς √ΦΥ παράγονται καὶ αἱ λ. φυή, φύσις, φῦμα, φυτός, φυτεύω, φῦλον, φυλή, φῖτυ, φιτύω, [[ἴσως]] δὲ καὶ τὸ φὼς (ὁ) = ὁ φύσας· πρβλ. Σανσκρ. bhu, bha-vâmi (existo), bha-vas (origo), bhâ-vas (natura), bhû-tis, (existentia), bhû-mis (terra)· Ζενδ. bû, (fieri, esse)· Λατ. fu-i (fuas, fuat), fu-turus, fo-re, fu-tuo, fe-tus, fe-cundus, fe-num, fe-nus, (πρβλ. [[τόκος]]), fi-lius· Γοτθ. bau-an (οἰκεῖν κτλ.)· Ἀρχ. Σκανδ. bù-a· Ἀγγλοσαξον. be-om ([[εἶναι]], Ἀγγλ. be)· Ἀρχ. Γερμ. bi-m· Σλαυ. by-ti (esse)· Λιθ. bu-ti (esse)· Ἀρχ. Ἰρλανδ. biu (fio, sum).) Α. Μεταβ., ἐν τῷ ἐνεστ., μέλλ. καὶ ἀορ. α΄ ἐνεργ.· [[παράγω]], ἀναδίδω, γεννῶ, «βγάζω», [[κάμνω]] νὰ φυτρώσῃ τι, φύλλα... ὕλη τηλεθόωσα φύσει Ἰλ. Ζ. 148· τοῖσι δ’ ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην Ξ. 347, πρβλ. Α. 235, Ὀδ. Η. 119, κτλ.· ἄμπελον φύσει βροτοῖς Εὐρ. Βάκχ. 651· οὕτω, τρίχες..., ἃς πρὶν ἔφυσεν [[φάρμακον]], τὰς ὁποίας πρὶν ἔκαμε τὸ [[φάρμακον]] νὰ φυτρώσουν, Ὀδ. Κ. 393, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 535· φ. χεῖρε, πόδε, ὀφθαλμὼ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19, πρβλ. Οἰκον. 7. 16. 2) ἐπὶ χώρας, φύειν καρπόν τε θωμαστὸν καὶ ἄνδρας ἀγαθοὺς Ἡροδ. 9. 122· ὅσα γῆ φύει Πλάτ. Πολ. 621Α. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, γεννῶ, [[παράγω]], Λατ. procreare, Εὐρ. Φοίν. 869, Ἀντιφῶν 125. 23, Πλούτ. κλπ.· Ἄτλας... θεῶν μιᾶς ἔφυσε Μαῖαν Εὐρ. Ἴων 3· ― ὁ φύσας, ὁ γεννήσας, ὁ [[πατήρ]], ([[τοὐναντίον]] ὁ φύς, ὁ [[υἱός]], ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1019, (πρβλ. [[φύτωρ]])· ὁ φ. πατὴρ Εὐρ. Ἑλ. 87· ὁ φ. χἠ τεκοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 290· τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα Λυσ. 116 ἐν τέλει· καὶ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, τοῖς γονεῦσιν οἳ σ’ ἔφυσαν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 436· οἱ φύσαντες Εὐρ. Φοίν. 34, πρβλ. Ἀποσπ. 407, Ἀριστοφ. Σφ. 1472· φ. καὶ γεννᾶν Πλάτ. Πολιτικ. 274Α· (ἐξεφύσαμεν ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῆς μητρός, Εὐρ. Μήδ. (Νόθ.) 1063· οὕτω, ὦ γάμοι, ἐφύσαθ’ ἡμᾶς Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1404· [[ὡσαύτως]], ἥδ’ [[ἡμέρα]] φύσει σε, θὰ φέρῃ εἰς φῶς τὴν γέννησίν σου, [[αὐτόθι]] 438· [[χρόνος]] φύει τ’ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 647. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀνάπτυξιν μερῶν τοῦ σώματος αὐτῶν, φ. πώγωνα, «βγάζω γένεια», Ἡρόδ. 8. 104· φ. γλῶσσαν ὁ αὐτ. 2. 68· φ. [[κέρεα]] ὁ αὐτ. 4. 29· φ. πτερὰ (πρβλ. [[πτεροφυέω]]) Ἀριστοφ. Ὄρν. 106, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C· σάρκα ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 74Ε· φ. τρίχας, ὀδόντας, πόδας καὶ πτερά, κέρατα κλπ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 3. 11, 9., 5. 22, 12, κλπ.· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἀστεῖον, φύειν φράτερας, ἴδε ἐν λ. [[φράτηρ]]. 5) μεταφορ., φρένας φύειν, κτᾶσθαι φρένας, νοῦν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 804, Ἠλ. 1463· (ἀλλὰ καὶ θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 683)· νοῦν φύειν Σοφ. Ἀποσπ. 118· δόξαν φύω, κτῶμαι δόξαν ἢ [[σχηματίζω]] ὑψηλὴν περὶ [[ἐμαυτοῦ]] γνώμην, Schweigh. εἰς Ἡρόδ. 5. 91· αἰτίαν φύει βροτοῖς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 160· πόνους αὐτῷ φῦσαι Σοφ. Ἀντιγ. 647. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεστ., κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., φύω κλάδους, [[βλαστάνω]] (ὡς τὸ [[φαίνω]]), εἰς [[ἔτος]] [[ἄλλο]] φύοντι Μόσχος 3. 108· δρύες... φύοντι Θεόκρ. 7. 75, πρβλ. 4. 24· ― οὕτω δὲ καὶ τὸ μοναδικὸν παρ’ Ὁμ. [[χωρίον]] δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ, ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ’ ἀπολήγει, ἡ μία γενεὰ παράγει βλαστούς, ἡ δὲ ἄλλη παύεται ἀπὸ τοῦ νὰ βλαστάνῃ (ἐν ᾧ ἡ μεταβατ. [[σύνταξις]] ἀπαντᾷ ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ, φύλλα… ὕλη φύει), Ἰλ. Ζ. 149· ― ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἀλκαίῳ 94, ἐν στήθεσι φυίει, φαίνεται [[μᾶλλον]] ἀμετάβ., = ἀναπτύσσεται, ἀναφαίνεται· οὕτω τὸ [[ἐκφύω]] παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. ΚΘ΄, 18), πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 15. Β. Παθ., μετὰ τῶν ἀμεταβ. χρόνων τοῦ ἐνεργ., δηλ. ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ., φύομαι, φυτρώνω, αὐξάνομαι, ἀναπτύσσομαι, μεγαλώνω, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[εἶναι]], [[μάλιστα]] ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, [[θάμνος]] ἔφυ ἐλαίης Ὀδ. Ψ. 190, πρβλ. Ε. 481· παντοῖαι πρασιαὶ πεφύασιν Η. 128· τά γ’ ἄσπαρτα φύονται Ι. 109, πρβλ. Ἰλ. Δ. 483, Ξ. 288, Φ. 352· φύεται αὐτόματα ῥόδα Ἡρόδ. 8. 138, πρβλ. 1. 193· ὑπὸ φηγῷ πεφυκυίῃ, ἥτις εἶχεν ἀναφυῆ [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 2. 56· οὕτω, δένδρα πεφυκότα Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 3, 5· τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα Πλάτ. Κρατ. 410D, πρβλ. Φαίδωνα 110D· ― οὕτω, τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκειν, ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ ὁποίου εἶχον φυτρώσῃ κέρατα δεκαὲξ παλαμῶν, Ἰλ. Δ. 109, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 108., 3. 133· φύονται πολιαὶ Πινδ. Ο. 4. 39· κεφαλαὶ πεφυκυῖαι θριξί, κατακεκαλυμμέναι ὑπὸ τριχῶν, Διόδ. 2. 50· πέφυκε [[λίθος]] ἐν αὐτῇ, παράγεται, Ξεν. Πόροι 1, 4· μεταφ., [[νόσημα]] φυόμενον, [[πόλις]] φυομένη Πλάτ. Πολιτ. 564Β, Νόμ. 757D· ὁ [[σπέρμα]] παρασχών, οὖτος τῶν φύντων [[αἴτιος]], τῶν πραγμάτων τὰ ὁποῖα ἐφύτρωσαν (ὁ Δινδόρφ. παραλείπει τὴν λέξιν κακῶν, ἑπόμενος τοῖς Ἀντιγράφοις), Δημ. 280. 28· ― ὁ [[αὐτός]], 231. 14, ἔχει καὶ τὴν περίεργον φράσιν, κατὰ πάντων ἐφύετο, ηὐξάνετο, ἐγίνετο [[μέγας]] διὰ τῆς καταπιέσεως πάντων. ― Ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης ὁ ἀόρ. β΄ [[εἶναι]] [[σπάνιος]], ἴδε ἀνωτ.· ἀλλ’ [[εἶναι]] συχνὸς ἐν τῇ φράσει ἐν δ’ ἄρα οἱ φῦ χερσὶ (ἴδε ἐν λέξει [[ἐμφύω]]), πρβλ. Ὀδ. Κ. 397. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[γίγνομαι]], γεννῶμαι, συνηθέστατα ἐν τῷ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27· τίς ἂν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1342· μὴ φῦναι νικᾷ, τὸ νὰ μὴ ἔχῃ γεννηθῇ τις φαίνεται καλλίτερον, Σοφ. Οἰδ. ἐν Κολ. 1225· γονῇ πεφυκὼς γεραιτέρᾳ [[αὐτόθι]] 1294· οὐχ ὑπὸ θυσιῶν οὐδ’ ὑπὸ εὐχῶν φὺς Πλάτ. Πολ. 461Α, πρβλ. Πολιτικ. 272Α· φύς τε καὶ τραφεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 396C· [[μήπω]] φῦναι [[μηδὲ]] γενέσθαι Ξεν. Κύρου Παιδ. 5, 1, 6, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197Α· ― συντεταγμένον μετὰ γεν., φῦναι ἢ πεφυκέναι τινός, γεννηθῆναι ἢ κατάγεσθαι ἔκ τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 1031, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1379, κλπ., οὕτω φ. ἀπό τινος Πινδ. Ἀποσπ. 33, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1359, Ἀντιγ. 562· ἀπ’ εὐγενοῦς ῥίζης Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 610· ἀπὸ δρυὸς Πλάτ. Ἀπολ. 34D, κλπ.· φ. ἔκ τινος Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 458, Εὐρ. Ἡρακλ. 325, Πλάτ., κλπ.· ἐκ χώρας τινὸς Ἰσοκρ. 45C, κλπ.· οἱ μετ’ ἐκείνου φύντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἐξ ἐκείνου γεγονότες, Ἰσαῖος 72. 11, πρβλ. Πλάτ. Συμπ.· ἐκ θεῶν γεγονότι... διὰ βασιλέων πεφυκότι Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 2, 24. ΙΙ. ὁ πρκμ. καὶ [[ἐνίοτε]] ὁ ἀόρ. β΄ λαμβάνουσι σημασίαν ἐνεστ., εἶμαι ἐκ φύσεως [[τοιοῦτος]] ἢ [[τοιοῦτος]], ἔχω ἐκ φύσεως τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον [[σχῆμα]], καὶ [[ἁπλῶς]] εἰμί· πέφυκε κακός, [[σοφός]], κλπ. Σοφ. Φιλ. 558, 1244, κλπ.· ἔφυν [[ἀμήχανος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 79· φύντ’ ἀρετᾷ τὸν γεννηθέντα πρὸς ἀρετὴν δηλ. τὸν φύσει γενναῖον καὶ ἀνδρεῖον, Πινδ. Ο. 10 (11). 24· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1331, Πλάτ. Γοργ. 479D, κλπ.· πιστὸς φύεσθαι Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 7, 13· εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασι Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 1, 41, πρβλ. Οἰκ. 10, 2· [[τἆλλα]] [[ἕκαστος]] ἡμῶν, [[ὅπως]] ἔτυχε, πέφυκεν Δημ. 982 ἐν τέλει· ― οὕτω καὶ μετ’ ἐπιρρ., ἱκανῶς πεφυκότες, ἔχοντες φυσικὴν ἱκανότητα, Ἀντιφῶν 115. 3· δυσκόλως πεφ. Ἰσοκρ. 910Β· [[οὕτως]] πεφ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 7· [[ὡσαύτως]], οἱ [[καλῶς]] πεφυκότες Σοφ. Ἠλ. 989, πρβλ. Λυσί. 192. 22· οἱ βέλτιστα φύντες Πλάτ. Πολ. 341C· ― ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], εἶμαι [[ποιός]] τις, φῦναι ἄγγελον Αἰσχύλ. Πρ. 969· ἔφυς [[μήτηρ]] θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 157· γυναῖκε... ἔφυμεν Σοφ. Ἀντιγ. 62· [[Ἅιδης]] ὁ παύσων ἔφυ [[αὐτόθι]] 572· οὕτω μετὰ μετοχ. [[νικᾶν]]... χρῄζων ἔφυν Σοφ. Φιλ. 1052· [[πρέπων]] ἔφυς... φωνεῖν ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 9, πρβλ. 587· [[ἁπλοῦς]] ὁ [[μῦθος]] τῆς ἀληθείας ἔφυ Εὐρ. Φοίν. 469, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4, 54, Ἰσοκρ. 50C, 229C, 2) μετ’ ἀπαρ., εἶμαι ἐκ φύσεως [[κατάλληλος]] ἢ ἔχω φύσει διάθεσιν, ἢ κλίσιν, ἢ τὴν ἱκανότητα νά..., τὰ δεύτερα πέφυκε κρατεῖν Πινδ. Ἀποσπ. 249· καὶ παρ’ Ἀττ., πολλῷ γ’ [[ἀμείνων]] τοὺς [[πέλας]] φρενοῦν ἔφυς ἢ σαυτὸν Αἰσχύλ. Πρ. 335· ἔφην γὰρ οὐδὲν ἐκ κακῆς πράσσειν τέχνης Σοφ. Φιλ. 88, πρβλ. Ἀντ. 688· φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 80· πεφύκασι δ’ ἅπαντες... ἁμαρτάνειν Θουκ. 3. 45, πρβλ. 2. 64, 3. 39., 4. 61, Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 1, 10. 3) μετὰ προθ., πεφ. ἐπί τινι, ὡς τὸ φῦναι ἐπὶ δακρύοις, εἶμαι φύσει ἐπιρρεπὴς εἰς δάκρυα, Εὐρ. Μήδ. 928· [[ἔρως]] γὰρ ἀργόν, κἀπὶ τοῖς ἀργοῖς ἔφυ, ἔχει ῥοπὴν εἰς τὴν ἀργίαν (ἢ εὑρίσκεται παρὰ τοῖς ἀργοῖς ἢ ὀκνηροῖς), ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 324· [[ὡσαύτως]], ἐπί τι, Πλάτ. Πολ. 507Ε· εἴς τι [[αὐτόθι]] 433Α, Αἰσχίνης 72. 24· ἀλλὰ συνηθέστατα, [[πρός]] τι, πεφ. πρὸς τὸ ἀληθὲς Ἀριστ. Ρητ. 1. 1. 11· εὖ πεφυκὼς πρὸς ἀρετὴν Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 2· πρὸς πόλεμον [[μᾶλλον]]... ἢ πρὸς εἰρήνην Πλάτ. Πολ. 547Ε· κάλλιστα φ. [[πρός]] τι Ξεν. Ἑλλ. 7, 1, 3 κλπ.· [[ὡσαύτως]], [[πρός]] τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. Πολ. 2. 19 (εἰ ἡ γραφὴ [[ἀληθής]], πρβλ. Πολύβ. 9. 29, 10)· [[ὡσαύτως]], εὖ πεφ. κατά τι Δημ. 982. 21· ― ἀπροσ., πέφυκε γενέσθαι Schäf Ἰουλ. σ. ix. 4) «[[πίπτω]]» εἴς τινα ἐκ φύσεως, εἶμαι ὁ φυσικὸς κλῆρός τινος, πᾶσι θνατοῖς ἔφυ [[μόρος]] Σοφ. Ἠλ. 860· χαίρειν πέφυκεν οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 440· ἐφύετο κοινὸς πᾶσι [[κίνδυνος]] Δημ. 1394· 8· πρβλ. Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 3, 19. 5) ἀπροσ., [[εἶναι]] φυσικόν, φυσικῶς συμβαίνει, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 7, 4. 12, 3. β) ἀπολ., ὡς πέφυκε, ὡς [[εἶναι]] φυσικόν, Ξεν. Κυνηγ. 6, 15, κ. ἀλλ.· ᾖ πέφυκε Πλάτ. Τίμ. 81Ε· ― ἀλλὰ τοῦτο ἐκφέρεται καὶ [[προσωπικῶς]], τοῖς [[ἁπλῶς]], ὡς πεφύκασι, βαδίζουσι Δημ. 1122. 17. 6) ἀπολ. [[ὡσαύτως]] [[συχν]]. κατὰ μετοχ., τὰ φύσει πεφυκότα, φυσικὰ προϊόντα, Λυσίας 193. 21, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 383Α, 389C· [[ἄνθρωπος]] πεφυκώς, ὁ [[ἄνθρωπος]] ὡς [[εἶναι]] ἐκ φύσεως, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 1, 3· τὰ φύντα Δημ. 280 ἐν τέλει. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |