Anonymous

πέτρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πέτρος''': ὁ, [[λίθος]], καὶ οὕτω διακρινόμενος ἀπὸ τῆς πέτρας (ἴδε τὴν λέξιν)· παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μαχηταῖς, λάζετο πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα Ἰλ. Π. 734· βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Υ. 288, Εὐρ. Ἀνδρ. 1128· [[οὐδέποτε]] ἐν Ὀδ.)· [[οὕτως]], ἔδικε πέτρῳ Πινδ. Ο. 10 (11). 86· ἄγαλμ’ Ἀΐδα, ξεστὸν π., ἔμβαλον στέρνῳ ὁ αὐτ. ἐν Ν 10. 126· νιφάδι γογγύλων πέτρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196· ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 460· πέτροισι λευσθῆναι Σοφ. Ο. Κ. 436· πέτρους ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20, κτλ.· ἐν πέτροισι πέτρον ἐντρίβων, πρὸς παραγωγὴν [[πυρός]], Σοφ. Φιλ. 296. 2) παροιμ., πάντα κινῆσαι πέτρον Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1002, πρβλ, Πλάτ. Νόμ. 843Α· ἐπὶ σκληρότητος καρδίας, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σὺ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 334, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 28. ΙΙ. λέγεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ [[πέτρα]], [[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ σπηλαίων, [[οἷον]] ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1595· ἀλλὰ δὲν [[εἶναι]] ἀποδεδειγμένον ὅτι ὁ Θορίκιος [[πέτρος]] ἦτο [[σπήλαιον]] [[μᾶλλον]] ἢ [[ὀγκώδης]] τις [[λίθος]]· ― ἐν Φιλοκτ. τὸ ἐπίθετ. κατηρεφὴς παρέχει εἰς τὴν λέξιν [[πέτρος]] τὴν σημασίαν σπηλαίου (ὁ Blaydes καὶ Jebb ἐξέδωκαν κατηρεφεῖ ἐτρᾳ). ― Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] θηλ., ὡς τὸ [[λίθος]], Ἀνθ. Π. 7. 274, 479, πρβλ. Ἰακώψιον σ. 327. ― Ἡ [[συνήθης]] παρὰ πεζογράφοις [[λέξις]] [[εἶναι]] [[λίθος]].
|lstext='''πέτρος''': ὁ, [[λίθος]], καὶ οὕτω διακρινόμενος ἀπὸ τῆς πέτρας (ἴδε τὴν λέξιν)· παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μαχηταῖς, λάζετο πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα Ἰλ. Π. 734· βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Υ. 288, Εὐρ. Ἀνδρ. 1128· [[οὐδέποτε]] ἐν Ὀδ.)· [[οὕτως]], ἔδικε πέτρῳ Πινδ. Ο. 10 (11). 86· ἄγαλμ’ Ἀΐδα, ξεστὸν π., ἔμβαλον στέρνῳ ὁ αὐτ. ἐν Ν 10. 126· νιφάδι γογγύλων πέτρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196· ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 460· πέτροισι λευσθῆναι Σοφ. Ο. Κ. 436· πέτρους ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20, κτλ.· ἐν πέτροισι πέτρον ἐντρίβων, πρὸς παραγωγὴν [[πυρός]], Σοφ. Φιλ. 296. 2) παροιμ., πάντα κινῆσαι πέτρον Εὐρ. Ἡρακλ. 1002, πρβλ, Πλάτ. Νόμ. 843Α· ἐπὶ σκληρότητος καρδίας, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σὺ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 334, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 28. ΙΙ. λέγεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ [[πέτρα]], [[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ σπηλαίων, [[οἷον]] ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1595· ἀλλὰ δὲν [[εἶναι]] ἀποδεδειγμένον ὅτι ὁ Θορίκιος [[πέτρος]] ἦτο [[σπήλαιον]] [[μᾶλλον]] ἢ [[ὀγκώδης]] τις [[λίθος]]· ― ἐν Φιλοκτ. τὸ ἐπίθετ. κατηρεφὴς παρέχει εἰς τὴν λέξιν [[πέτρος]] τὴν σημασίαν σπηλαίου (ὁ Blaydes καὶ Jebb ἐξέδωκαν κατηρεφεῖ ἐτρᾳ). ― Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] θηλ., ὡς τὸ [[λίθος]], Ἀνθ. Π. 7. 274, 479, πρβλ. Ἰακώψιον σ. 327. ― Ἡ [[συνήθης]] παρὰ πεζογράφοις [[λέξις]] [[εἶναι]] [[λίθος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly