Anonymous

ὀνομάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομάζω''': Ὁμ. Ἰλ. καὶ Ἀττ., Ἰων. [[οὐνομάζω]] Ἡρόδ. 1. 7, 72: παρατ. ὠνόμαζον Αἰσχύλ., κλ., Ἐπικ. ὀνόμαζον Ὅμηρ.: μέλλ. ὀνομάσω Πλάτ.: ἀόρ. ὠνόμασα Ὀδ. Ω. 339, Ἀττ. Ἰων. οὐν- Ἡρόδ. 1. 23· - πρκμ. ὠνόμακα Πλάτ. Σοφ. 219Β· - Παθ., μέλλ. ὀνομασθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ὠνομάσθην καὶ πρκμ. ὠνομασμαι Σοφ., Πλάτ., κλ.· γ΄ πληθυν. [[ὠνομάδαται]] Δίων Κ. 37. 16. - Μέσ., παρατ. ὠνομάζετο Σοφ. Ο. Τ. 1021. - Αἰολ. μέσ. μέλλ. ὀνυμάξομαι, Πινδ. Π. 7. 6: ἀόρ. ὀνύμαξε [[αὐτόθι]] 2. 84· ([[ὄνομα]]). Ὀνομάζω, καλῶ τινα κατ’ [[ὄνομα]], [[προφέρω]] τὸ ὄνομά τινος, ὁμιλῶ περὶ τινος [[ὀνομαστί]], ὁμιλῶ [[πρός]] τινα κατ’ [[ὄνομα]], ἐπὶ προσώπων, [[πατρόθεν]] ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Κ. 68, πρβλ. Χ. 415., καὶ ἴδε [[ὀνομακλήδην]]: Πυθοδώρου.., ὃν Ἀθηναῖοι οὐκ ὀνομάζουσιν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 1· [[οὕτως]], ἐς [[τρίς]] ὀνομάσαι Σόλωνα Ἡρόδ. 1. 86 ([[ὅστις]] ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. τύπον). 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ὁρίζω]] ἰδιαιτέρως, δηλῶ, [[λέγω]], περικλυτὰ δῶρ’ ὀνόμαζον Ἰλ. Σ. 449· ἀλλὰ καὶ [[ὀνομάζω]], ἢ ὑπισχνοῦμαι, ἀντίθετον τῷ [[δίδωμι]], εἰ μὲν.. μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ’ ὄπισθ’ ὀνομάζοι Ι. 511 (507), πρβλ. Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 33· εἶναί τι ὀνομάζειν, ὀνομάζειν τι «[[εἶναι]]», Πλάτ. Θεαίτ. 160Β, πρβλ. 166C, 201D· - [[ὡσαύτως]], ἀφιερώνω, τράπεζαν τῷ δαίμονι Θεοπόμπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 252Β. - Παθ., λόγοισι.. ὠνόμασται βραχέσι, διὰ βραχέων ἔχουσι λεχθῆ, ἐκτεθῆ, Σοφ. Ο. Κ. 294. ΙΙ. ὀν. τινὰ τι, καλεῖν τινά τι, Πινδ. Π. 2. 82, Ἡρόδ. 4. 6, 59, Εὐρ. Ἑλ. 1193, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 681. Θουκ. 1. 3· [[ὄνομα]] τί σε.. ὠνόμαζεν [[λεώς]]; Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 86· ἐπωνυμίαν ὀν. τινά.. Πλάτ. Φαῖδρ. 238Α· σπανίως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παῖδά μ’ ὠνομάζετο, μὲ ἐκάλει [[υἱόν]] του, Σοφ. Ο. Τ. 1021. - Παθ., [[ὄνομα]] δ’ ὠνομάζετο Ἕλενος Σοφ. Φιλ. 605· ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων, ἃ [[τότε]] ὠνομάζοντο Δημ. 241. 11· παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι Θουκ. 4. 98. 2) [[συχνάκις]] προστίθεται τὸ [[εἶναι]] πλεοναστικῶς, τὰς οὐνομάζουσι [[εἶναι]] Ὑπερόχην καὶ.., ὧν τὰ ὀνόματα λέγουσιν ὅτι [[εἶναι]] ὑπ’ ..., Ἡρόδ. 4. 33· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα [[εἶναι]] Πλάτ. Πρωτ. 311Ε, πρβλ. Πολ. 428Ε, Ξεν. Ἀπολ. 13, κτλ.· πρβλ. [[καλέω]] ΙΙ. 3. β. III. [[ὀνομάζω]], δίδω [[ὄνομα]] ἔκ τινος προσώπου, πράγματος ἢ γεγονότος..., τινὰ ἢ τι ἐπί τινι Ἡρόδ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 493C· ἐπὶ τινος Ἰσοκρ. 271C· ἔκ τινος Σοφ. Ο.Τ. 1036, Ξεν. Ἀπομνημ. 4. 5, 12. - Παθ., ὁ τῆς ἀρίστης μητρὸς ὠνομασμένος Σοφ. Τρ. 1105· ἀπὸ τούτου τοῦτο οὐνομάζεται, οὐ φροντὶς Ἱππ., [[ἐντεῦθεν]] ἐπήγασε τοῦτο τὸ ῥητόν, Ἡρόδ. 6. 129. IV. μεταχειρίζομαι [[ὄνομα]] ἢ λέξεις, [[μάλα]] σεμνῶς ὀνομάζων Δημ. 237. 11, πρβλ. 268. 13., 565, ἐν τέλ. - Παθ., [[φύσις]] ὀνομάζεται ἐπί τινι, τὸ [[ὄνομα]] [[φύσις]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει, Ἐμπεδ. 101. V. ἐν τῷ παθ., τοῖς προγόνοις ὀνομαζομένοις ἀπομνημονεύεται, τοῖς ἐκ τῶν προγόνων γενομένοις ὀνομαστοῖς ἀπομν., Ξεν. Ἀγησ. 1, 2· οἱ ὠνομασμένοι = ὀνομαστοί, διάφ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. 398D. - Πρβλ. [[ὀνομαίνω]].
|lstext='''ὀνομάζω''': Ὁμ. Ἰλ. καὶ Ἀττ., Ἰων. [[οὐνομάζω]] Ἡρόδ. 1. 7, 72: παρατ. ὠνόμαζον Αἰσχύλ., κλ., Ἐπικ. ὀνόμαζον Ὅμηρ.: μέλλ. ὀνομάσω Πλάτ.: ἀόρ. ὠνόμασα Ὀδ. Ω. 339, Ἀττ. Ἰων. οὐν- Ἡρόδ. 1. 23· - πρκμ. ὠνόμακα Πλάτ. Σοφ. 219Β· - Παθ., μέλλ. ὀνομασθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ὠνομάσθην καὶ πρκμ. ὠνομασμαι Σοφ., Πλάτ., κλ.· γ΄ πληθυν. [[ὠνομάδαται]] Δίων Κ. 37. 16. - Μέσ., παρατ. ὠνομάζετο Σοφ. Ο. Τ. 1021. - Αἰολ. μέσ. μέλλ. ὀνυμάξομαι, Πινδ. Π. 7. 6: ἀόρ. ὀνύμαξε [[αὐτόθι]] 2. 84· ([[ὄνομα]]). Ὀνομάζω, καλῶ τινα κατ’ [[ὄνομα]], [[προφέρω]] τὸ ὄνομά τινος, ὁμιλῶ περὶ τινος [[ὀνομαστί]], ὁμιλῶ [[πρός]] τινα κατ’ [[ὄνομα]], ἐπὶ προσώπων, [[πατρόθεν]] ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Κ. 68, πρβλ. Χ. 415., καὶ ἴδε [[ὀνομακλήδην]]: Πυθοδώρου.., ὃν Ἀθηναῖοι οὐκ ὀνομάζουσιν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 1· [[οὕτως]], ἐς [[τρίς]] ὀνομάσαι Σόλωνα Ἡρόδ. 1. 86 ([[ὅστις]] ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. τύπον). 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ὁρίζω]] ἰδιαιτέρως, δηλῶ, [[λέγω]], περικλυτὰ δῶρ’ ὀνόμαζον Ἰλ. Σ. 449· ἀλλὰ καὶ [[ὀνομάζω]], ἢ ὑπισχνοῦμαι, ἀντίθετον τῷ [[δίδωμι]], εἰ μὲν.. μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ’ ὄπισθ’ ὀνομάζοι Ι. 511 (507), πρβλ. Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 33· εἶναί τι ὀνομάζειν, ὀνομάζειν τι «[[εἶναι]]», Πλάτ. Θεαίτ. 160Β, πρβλ. 166C, 201D· - [[ὡσαύτως]], ἀφιερώνω, τράπεζαν τῷ δαίμονι Θεοπόμπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 252Β. - Παθ., λόγοισι.. ὠνόμασται βραχέσι, διὰ βραχέων ἔχουσι λεχθῆ, ἐκτεθῆ, Σοφ. Ο. Κ. 294. ΙΙ. ὀν. τινὰ τι, καλεῖν τινά τι, Πινδ. Π. 2. 82, Ἡρόδ. 4. 6, 59, Εὐρ. Ἑλ. 1193, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 681. Θουκ. 1. 3· [[ὄνομα]] τί σε.. ὠνόμαζεν [[λεώς]]; Εὐρ. Ἡρακλ. 86· ἐπωνυμίαν ὀν. τινά.. Πλάτ. Φαῖδρ. 238Α· σπανίως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παῖδά μ’ ὠνομάζετο, μὲ ἐκάλει [[υἱόν]] του, Σοφ. Ο. Τ. 1021. - Παθ., [[ὄνομα]] δ’ ὠνομάζετο Ἕλενος Σοφ. Φιλ. 605· ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων, ἃ [[τότε]] ὠνομάζοντο Δημ. 241. 11· παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι Θουκ. 4. 98. 2) [[συχνάκις]] προστίθεται τὸ [[εἶναι]] πλεοναστικῶς, τὰς οὐνομάζουσι [[εἶναι]] Ὑπερόχην καὶ.., ὧν τὰ ὀνόματα λέγουσιν ὅτι [[εἶναι]] ὑπ’ ..., Ἡρόδ. 4. 33· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα [[εἶναι]] Πλάτ. Πρωτ. 311Ε, πρβλ. Πολ. 428Ε, Ξεν. Ἀπολ. 13, κτλ.· πρβλ. [[καλέω]] ΙΙ. 3. β. III. [[ὀνομάζω]], δίδω [[ὄνομα]] ἔκ τινος προσώπου, πράγματος ἢ γεγονότος..., τινὰ ἢ τι ἐπί τινι Ἡρόδ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 493C· ἐπὶ τινος Ἰσοκρ. 271C· ἔκ τινος Σοφ. Ο.Τ. 1036, Ξεν. Ἀπομνημ. 4. 5, 12. - Παθ., ὁ τῆς ἀρίστης μητρὸς ὠνομασμένος Σοφ. Τρ. 1105· ἀπὸ τούτου τοῦτο οὐνομάζεται, οὐ φροντὶς Ἱππ., [[ἐντεῦθεν]] ἐπήγασε τοῦτο τὸ ῥητόν, Ἡρόδ. 6. 129. IV. μεταχειρίζομαι [[ὄνομα]] ἢ λέξεις, [[μάλα]] σεμνῶς ὀνομάζων Δημ. 237. 11, πρβλ. 268. 13., 565, ἐν τέλ. - Παθ., [[φύσις]] ὀνομάζεται ἐπί τινι, τὸ [[ὄνομα]] [[φύσις]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει, Ἐμπεδ. 101. V. ἐν τῷ παθ., τοῖς προγόνοις ὀνομαζομένοις ἀπομνημονεύεται, τοῖς ἐκ τῶν προγόνων γενομένοις ὀνομαστοῖς ἀπομν., Ξεν. Ἀγησ. 1, 2· οἱ ὠνομασμένοι = ὀνομαστοί, διάφ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. 398D. - Πρβλ. [[ὀνομαίνω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly