3,273,735
edits
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοικέω''': κατοκῶ ἢ ζῶ [[ὁμοῦ]], οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ’ ἤλθομεν Ὁμήρ. Ἐπιγράμμ. 15. 15, Πλάτ. Πολ. 577Α, κτλ.· σ. τινι, ζῶ μετά τινος, Αἰσχύλ. Χο. 909, Ἀριστοφ. Ὄρν. 414, κτλ.· σ. τῇδ’ [[ὁμοῦ]] Σοφ Τρ. 545· σ. μετά τινος Πλουτ. Ρωμ. 9· ― ἐπὶ λαῶν, ζῶ [[ὁμοῦ]], [[σχηματίζω]] κοινωνίαν ἢ κοινότητα, συνοικήσων τούτοισι Ἡρόδ. 4. 148· ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 58, Θουκ. 2. 68., 6. 63. πρβλ. συνοίκια, τά. 2) ζῶ [[ὁμοῦ]] ἐν συζυγίᾳ γάμου ἢ [[ἁπλῶς]], κατοικῶ [[ὁμοῦ]], ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 1. 91., 196, Εὐρ. Μήδ. 242, κτλ.· ἐπὶ γυναικός, νέῳ γεραιτέρα Σαπφὼ 49 (20), πρβλ. Ἡρόδ. 1. 37, 108, Εὐρ. Ἀνδρ. 18, κτλ.· καὶ ἀπολ., ζῶ ὡς [[ἔγγαμος]], Ἡρόδ. 1. 93., 4. 168, Πλάτ., κλπ.· τούτων συνοικησάντων γίνεται Κλεισθένης, ἐκ τοῦ γάμου τούτων γεννᾶται ὁ Κλεισθ., Ἡρόδ. 6. 131. 3) μεταφορ., ἐπὶ αἰσθημάτων, περιστάσεων, κτλ., μυρίον [[ἄχθος]] ᾧ ξυνοικεῖ Σοφ. Φιλ. 1168· οὕτω, σ. φόβῳ Εὐρ. | |lstext='''συνοικέω''': κατοκῶ ἢ ζῶ [[ὁμοῦ]], οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ’ ἤλθομεν Ὁμήρ. Ἐπιγράμμ. 15. 15, Πλάτ. Πολ. 577Α, κτλ.· σ. τινι, ζῶ μετά τινος, Αἰσχύλ. Χο. 909, Ἀριστοφ. Ὄρν. 414, κτλ.· σ. τῇδ’ [[ὁμοῦ]] Σοφ Τρ. 545· σ. μετά τινος Πλουτ. Ρωμ. 9· ― ἐπὶ λαῶν, ζῶ [[ὁμοῦ]], [[σχηματίζω]] κοινωνίαν ἢ κοινότητα, συνοικήσων τούτοισι Ἡρόδ. 4. 148· ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 58, Θουκ. 2. 68., 6. 63. πρβλ. συνοίκια, τά. 2) ζῶ [[ὁμοῦ]] ἐν συζυγίᾳ γάμου ἢ [[ἁπλῶς]], κατοικῶ [[ὁμοῦ]], ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 1. 91., 196, Εὐρ. Μήδ. 242, κτλ.· ἐπὶ γυναικός, νέῳ γεραιτέρα Σαπφὼ 49 (20), πρβλ. Ἡρόδ. 1. 37, 108, Εὐρ. Ἀνδρ. 18, κτλ.· καὶ ἀπολ., ζῶ ὡς [[ἔγγαμος]], Ἡρόδ. 1. 93., 4. 168, Πλάτ., κλπ.· τούτων συνοικησάντων γίνεται Κλεισθένης, ἐκ τοῦ γάμου τούτων γεννᾶται ὁ Κλεισθ., Ἡρόδ. 6. 131. 3) μεταφορ., ἐπὶ αἰσθημάτων, περιστάσεων, κτλ., μυρίον [[ἄχθος]] ᾧ ξυνοικεῖ Σοφ. Φιλ. 1168· οὕτω, σ. φόβῳ Εὐρ. Ἡρακλ. 996· ἡδοναῖς, ἀμαθίᾳ Πλάτ. Πολ. 587C, Ἀλκ. 1. 118Β· ὁμοίως, ἱππικοῖς ἐν ἤθεσι πολὺς ξ., εἰθισμένος πολὺ εἰς..., Εὐρ. Ἱππ. 1220· ― ἀκολούθως, β) τἀνάπαλιν, τοῦ πράγματος τιθεμένου ὡς ὑποκειμένου, [[γῆρας]] ἵνα πάντα κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ Σοφ. Ο. Κ. 1238· ᾗ ἂν ξυνοικίᾳ [[μήτε]] [[πλοῦτος]] ξυνοικῇ [[μήτε]] [[πενία]] Πλάτ. Νόμ. 679Β· βαρυτάτη ξυνοικῆσαι (ἐξυπακ. [[ἄνομος]] [[μοναρχία]]) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 302Ε· [[ὅπου]] συν. [[ἐρημία]] Λυκόφρ. 957· ἐπὶ τοῦ δηλητηριώδους χιτῶνος τοῦ Ἡρακλέους, προσκολλῶμαι στερεῶς, Σοφ. Τρ. 1055. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, [[καταλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]] ἢ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, Κυρηναίοισι συν. Λιβύην Ἡρόδ. 4. 159· Τροιζηνίοις Ἀχαιοὶ συνῴκησαν Σύβαριν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 3, 10. ― Παθ. ἐπὶ χώρας, πυκνῶς κατοικοῦμαι, Ξέν. Οἰκον. 4, 8, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 117Ε, Στράβ. 270, Πλούτ., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |