Anonymous

ελευθερία: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ελευθεριά]] και [[λευθεριά]] και [[λευτεριά]], η (AM [[ἐλευθερία]] Α και [[έλευθερίη]])<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] καταναγκασμού, [[δυνατότητα]] κάποιου να ενεργεί σύμφωνα με τη θέλησή του<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) το να μην υπάρχει [[καταπίεση]] από τυραννικό, αυταρχικό [[καθεστώς]] ή από [[ξένη]] [[κατοχή]] ή [[επικυριαρχία]]<br /><b>3.</b> [[απελευθέρωση]]<br /><b>4.</b> [[απολύτρωση]], [[σωτηρία]]<br /><b>5.</b> [[ελευθεριότητα]], [[έλλειψη]] δισταγμού ή ηθικού περιορισμού<br /><b>6.</b> [[απελευθέρωση]] δούλου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δικαίωμα]], [[προνόμιο]]<br /><b>2.</b> [[κατοχή]], [[κυριότητα]] περιουσιακού στοιχείου<br /><b>3.</b> [[γενναιοδωρία]], [[απλοχεριά]]<br /><b>4.</b> [[ευκινησία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για έγκυο) [[τοκετός]], [[ελευθέρωση]]<br /><b>2.</b> [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία [[κάποιος]] δεν [[είναι]] [[φυλακισμένος]], περιορισμένος ή εξαρτημένος από κάποιον<br /><b>3.</b> [[ευχέρεια]], [[άνεση]] («[[ελευθερία]] κινήσεων», «[[ελευθερία]] δράσης»)<br /><b>4.</b> «[[ελευθερία]] πίστεως ή συνειδήσεως» — η θρησκευτική [[ελευθερία]], το [[δικαίωμα]] κάποιου να ανήκει σε όποια [[θρησκεία]] ή [[δόγμα]] επιθυμεί<br /><b>5.</b> «[[ελευθερία]] λατρείας» — το [[δικαίωμα]] να ασκεί [[κανείς]] ελεύθερα τα θρησκευτικά του καθήκοντα<br /><b>6.</b> «[[ελευθερία]] του πνεύματος» — η [[έλλειψη]] οποιουδήποτε στοιχείου παρεμποδίζει τη [[σκέψη]] ή [[βούληση]]<br /><b>7.</b> «[[φυσική]] [[ελευθερία]]» — το [[δικαίωμα]] του ανθρώπου να δρα σύμφωνα με τη βούλησή του και όχι με εξωτερικό καταναγκασμό<br /><b>8.</b> «[[ελευθερία]] του λόγου, τών ιδεών, του τύπου» — το [[δικαίωμα]] του ανθρώπου να εκφράζει ελεύθερα [[προφορικώς]] ή γραπτώς τις ιδέες, τις απόψεις, τις κρίσεις του<br /><b>9.</b> «[[ελευθερία]] βουλήσεως» — η [[ευχέρεια]] αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου [[χωρίς]] να παρεμβάλλεται οποιοδήποτε [[αίτιο]] ή [[κίνητρο]]<br /><b>10.</b> «ατομικές ελευθερίες» — το [[σύνολο]] τών ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη όπως προστατεύονται από το Σύνταγμα τών ελευθέρων κρατών<br /><b>11.</b> «προσωπική [[ελευθερία]]» — η διασφάλιση από το Σύνταγμα της ελευθερίας του ατόμου, ώστε να μην [[είναι]] δυνατόν να συλληφθεί, να διωχθεί ή να περιοριστεί [[παρά]] μόνο όταν και όπως ορίζει ο [[νόμος]]<br /><b>12.</b> «[[ελευθερία]] του συνέρχεσθαι» — το [[δικαίωμα]] των πολιτών να συναθροίζονται «ησύχως και αόπλως»<br /><b>13.</b> «[[ελευθερία]] του συνεταιρίζεσθαι» — το [[δικαίωμα]] των ατόμων να συνεργάζονται για να προασπίσουν και να προαγάγουν υλικά ή ηθικά τους συμφέροντα<br /><b>14.</b> «συνδικαλιστικές ελευθερίες» — κατοχυρωμένα δικαιώματα τών εργαζομένων να αναδεικνύουν τους εκπροσώπους τους, να διαφυλάττουν και να προάγουν τα συμφέροντά τους<br /><b>15.</b> «[[ελευθερία]] επί λόγῳ [[τιμής]]» — προνομιακή [[μεταχείριση]] αξιωματικών αιχμαλώτων πολέμου [[αφού]] δώσουν το λόγο της [[τιμής]] τους ότι δεν θα δραπετεύσουν και δεν θα μετάσχουν σε εχθροπραξίες ώς το [[τέλος]] του πολέμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υπέρμετρη [[ελευθερία]], [[ακολασία]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού.
|mltxt=και [[ελευθεριά]] και [[λευθεριά]] και [[λευτεριά]], η (AM [[ἐλευθερία]] Α και [[ἐλευθερίη]])<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] καταναγκασμού, [[δυνατότητα]] κάποιου να ενεργεί σύμφωνα με τη θέλησή του<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) το να μην υπάρχει [[καταπίεση]] από τυραννικό, αυταρχικό [[καθεστώς]] ή από [[ξένη]] [[κατοχή]] ή [[επικυριαρχία]]<br /><b>3.</b> [[απελευθέρωση]]<br /><b>4.</b> [[απολύτρωση]], [[σωτηρία]]<br /><b>5.</b> [[ελευθεριότητα]], [[έλλειψη]] δισταγμού ή ηθικού περιορισμού<br /><b>6.</b> [[απελευθέρωση]] δούλου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δικαίωμα]], [[προνόμιο]]<br /><b>2.</b> [[κατοχή]], [[κυριότητα]] περιουσιακού στοιχείου<br /><b>3.</b> [[γενναιοδωρία]], [[απλοχεριά]]<br /><b>4.</b> [[ευκινησία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για έγκυο) [[τοκετός]], [[ελευθέρωση]]<br /><b>2.</b> [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία [[κάποιος]] δεν [[είναι]] [[φυλακισμένος]], περιορισμένος ή εξαρτημένος από κάποιον<br /><b>3.</b> [[ευχέρεια]], [[άνεση]] («[[ελευθερία]] κινήσεων», «[[ελευθερία]] δράσης»)<br /><b>4.</b> «[[ελευθερία]] πίστεως ή συνειδήσεως» — η θρησκευτική [[ελευθερία]], το [[δικαίωμα]] κάποιου να ανήκει σε όποια [[θρησκεία]] ή [[δόγμα]] επιθυμεί<br /><b>5.</b> «[[ελευθερία]] λατρείας» — το [[δικαίωμα]] να ασκεί [[κανείς]] ελεύθερα τα θρησκευτικά του καθήκοντα<br /><b>6.</b> «[[ελευθερία]] του πνεύματος» — η [[έλλειψη]] οποιουδήποτε στοιχείου παρεμποδίζει τη [[σκέψη]] ή [[βούληση]]<br /><b>7.</b> «[[φυσική]] [[ελευθερία]]» — το [[δικαίωμα]] του ανθρώπου να δρα σύμφωνα με τη βούλησή του και όχι με εξωτερικό καταναγκασμό<br /><b>8.</b> «[[ελευθερία]] του λόγου, τών ιδεών, του τύπου» — το [[δικαίωμα]] του ανθρώπου να εκφράζει ελεύθερα [[προφορικώς]] ή γραπτώς τις ιδέες, τις απόψεις, τις κρίσεις του<br /><b>9.</b> «[[ελευθερία]] βουλήσεως» — η [[ευχέρεια]] αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου [[χωρίς]] να παρεμβάλλεται οποιοδήποτε [[αίτιο]] ή [[κίνητρο]]<br /><b>10.</b> «ατομικές ελευθερίες» — το [[σύνολο]] τών ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη όπως προστατεύονται από το Σύνταγμα τών ελευθέρων κρατών<br /><b>11.</b> «προσωπική [[ελευθερία]]» — η διασφάλιση από το Σύνταγμα της ελευθερίας του ατόμου, ώστε να μην [[είναι]] δυνατόν να συλληφθεί, να διωχθεί ή να περιοριστεί [[παρά]] μόνο όταν και όπως ορίζει ο [[νόμος]]<br /><b>12.</b> «[[ελευθερία]] του συνέρχεσθαι» — το [[δικαίωμα]] των πολιτών να συναθροίζονται «ησύχως και αόπλως»<br /><b>13.</b> «[[ελευθερία]] του συνεταιρίζεσθαι» — το [[δικαίωμα]] των ατόμων να συνεργάζονται για να προασπίσουν και να προαγάγουν υλικά ή ηθικά τους συμφέροντα<br /><b>14.</b> «συνδικαλιστικές ελευθερίες» — κατοχυρωμένα δικαιώματα τών εργαζομένων να αναδεικνύουν τους εκπροσώπους τους, να διαφυλάττουν και να προάγουν τα συμφέροντά τους<br /><b>15.</b> «[[ελευθερία]] επί λόγῳ [[τιμής]]» — προνομιακή [[μεταχείριση]] αξιωματικών αιχμαλώτων πολέμου [[αφού]] δώσουν το λόγο της [[τιμής]] τους ότι δεν θα δραπετεύσουν και δεν θα μετάσχουν σε εχθροπραξίες ώς το [[τέλος]] του πολέμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υπέρμετρη [[ελευθερία]], [[ακολασία]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού.
}}
}}
==Translations==
==Translations==
Abkhaz: ахақәиҭра; Adyghe: шъхьэфитынгъэ, шъхьафитныгъ; Afrikaans: vryheid; Albanian: liri; Amharic: አርነት, ነጻነት; Arabic: حُرِّيَّة‎; Egyptian Arabic: حرية‎; Hijazi Arabic: حُرِّيَّة‎; Aramaic Classical Syriac: ܚܐܪܘܬܐ‎; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܹܐܪܘܼܬܵܐ‎; Armenian: ազատություն; Assamese: স্বাধীনতা; Asturian: llibertá; Avar: хӏуригат; Azerbaijani: azadlıq, hürriyət; Bambara: hɔrɔnya; Bashkir: ирек, хөрриәт; Basque: askatasun, libertate; Belarusian: свабо́да, во́льнасць; Bengali: স্বাধীনতা, আজাদী; Bikol Central: katalingkasan; Breton: frankiz; Buginese: ᨕᨆᨑᨙᨉᨀᨂᨛ; Bulgarian: свобода́, во́лност; Burmese: လွတ်လပ်ခွင့်; Buryat: сулөө; Catalan: llibertat; Cebuano: kagawasan; Chechen: маршо; Cherokee: ᏠᎯ ᎠᏕᏗ; Chinese Cantonese: 自由; Dungan: зыю; Hakka: 自由; Mandarin: 自由; Min Dong: 自由; Min Nan: 自由; Wu: 自由; Coptic: ⲙⲉⲧⲣⲉⲙϩⲉ; Cornish: rydhses; Crimean Tatar: azatlıq, serbestlik; Czech: svoboda, volnost; Danish: frihed; Dargwa: азаддеш, хӀуррият; Dhivehi: މިނިވަންކަން‎; Dutch: vrijheid, vrijdom; Elfdalian: friiet; Erzya: оля, олячи; Esperanto: libereco; Estonian: vabadus; Evenki: ты̄нмукӣт, свобода; Faliscan: 𐌋𐌏𐌉𐌚𐌉𐌓𐌕𐌀𐌕𐌏; Faroese: frælsi; Finnish: vapaus; French: liberté; Friulian: libertât; Galician: liberdade; Georgian: თავისუფლება; German: [[Freiheit]]; Gothic: 𐍆𐍂𐌴𐌹𐌷𐌰𐌻𐍃, 𐍆𐍂𐌹𐌾𐌴𐌹; Greek: [[ελευθερία]]; Ancient Greek: ἐλευθερία, τοὐλεύθερον; Guaraní: sasõ; Gujarati: સ્વતંત્રતા; Haitian Creole: libète; Hausa: 'yanci; Hebrew: חוֹפֶשׁ‎, דְּרוֹר‎; Hiligaynon: kahilwayan; Hindi: स्वतंत्रता, आज़ादी, स्वाधीनता, मुक्ति; Hungarian: szabadság, függetlenség; Icelandic: frelsi; Ido: libereso; Indonesian: kebebasan, kemerdekaan; Ingush: кортамукъале; Interlingua: libertate; Irish: saoirse; Italian: libertà; Japanese: 自由; Kabiyé: tɩ-yɔɔ wɛʋ; Kabyle: tilelli; Kalmyk: сулдхвр; Kannada: ಸ್ವಾತಂತ್ರ್ಯ; Karachay-Balkar: эркинлик; Karelian: välly; Kazakh: азаттық, ерік, бостандық, еркіндік; Khmer: សេរីភាព; Korean: 자유(自由); Kumyk: азатлыкъ; Kunigami: ままー, 自由; Kurdish Central Kurdish: ڕزگاری‎, ئازادی‎; Northern Kurdish: serbestî, azadî; Kyrgyz: азаттык, эркиндик, боштондук, эрк; Ladin: lidëza; Ladino: alforría; Lao: ອິດສະຫຼະພາບ; Latin: [[libertas]]; Latvian: brīvība; Leonese: llibertá; Lezgi: азадвал; Limburgish: vriehed; Lingala: bonsɔ́mí 14; Lithuanian: laisvė; Luxembourgish: Fräiheet; Macedonian: слобода; Malagasy: fahafahana; Malay: merdeka, kebebasan; Malayalam: സ്വാതന്ത്ര്യം; Maltese: libertà, ħelsien; Manx: seyrsnys; Maori: noho herekore, herekoretanga; Marathi: स्वतंत्रता; Mari Western Mari: ирӹк; Mirandese: libardade, lhibardade; Moksha: воляши, воля; Mongolian Cyrillic: эрх чөлөө; Neapolitan: libbertà; Nepali: स्वतन्त्रता; Norman: libèrté; Northern Sami: friddjavuohta; Norwegian Bokmål: fridom, frihet; Nynorsk: fridom; Occitan: libertat; Okinawan: 自由; Old Church Slavonic Cyrillic: свобода; Old East Slavic: свобода, слобода; Old Frisian: fridom; Old Norse: frelsi; Ossetian: сӕрибардзинад; Ottoman Turkish: حریت‎; Pali: mutti; Pashto: ازادي‎, آزادۍ‎, حريت‎; Persian: آزادی‎, حریت‎; Piedmontese: libertà; Polish: wolność, swoboda; Portuguese: liberdade; Punjabi: ਆਜ਼ਾਦੀ, ਖੁੱਲ੍ਹ; Quechua: qispiy; Romagnol: libartê; Romanian: libertate, slobozie; Romansch: libertad, liberted, libertà; Russian: [[свобода]], [[воля]], [[вольность]]; Sanskrit: स्वतन्त्रता, स्वातन्य; Scots: fredome; Scottish Gaelic: saorsa; Serbo-Croatian Cyrillic: слобо̀да; Roman: slobòda; Sicilian: libbirtati, libbirtà, libirtati, libirtà; Silesian: wolność; Sinhalese: නිදහස; Slovak: sloboda; Slovene: svoboda, prostost; Somali: xorriyad; Sorbian Upper Sorbian: swoboda; Spanish: [[libertad]]; Sumerian: 𒂼𒄀; Swahili: uhuru 11 or 12; Swedish: frihet; Tagalog: kalayaan; Tajik: озодӣ, ҳуррият; Tamil: விடுதலை; Tatar: азатлык, ирек; Telugu: స్వతంత్రము, స్వేచ్ఛ; Thai: อิสรภาพ; Tibetan: རང་དབང; Tigrinya: ሐርነት, ናጽነት; Tofa: сөләә; Tourangeau: libartaiy; Tswana: kgololêsêgô Turkish: özgürlük, hürriyet, azatlık, erkinlik, serbestlik; Turkmen: azatlyk, erkinlik; Tuvan: хосталга, эрге-шөлээ; Udmurt: эрик; Ukrainian: свобо́да, ві́льність, во́ля; Urdu: آزادی‎; Uyghur: ئەركىنلىك‎, ھۆرلۈك‎, ھۆرىيەت‎; Uzbek: ozodlik, erkinlik, hurlik, hurriyat, erk; Venetian: łibartà; Vietnamese: tự do; Vilamovian: frajhajt; Võro: vabahus; Walloon: lîbèrté; Welsh: rhyddid; West Frisian: frijheid; Xhosa: inkululeko; Yakut: көҥүл; Yiddish: פֿרײַהייט‎; Yucatec Maya: jaalkʼab, síij óol; Zhuang: swyouz; Zulu: inkululeko
Abkhaz: ахақәиҭра; Adyghe: шъхьэфитынгъэ, шъхьафитныгъ; Afrikaans: vryheid; Albanian: liri; Amharic: አርነት, ነጻነት; Arabic: حُرِّيَّة‎; Egyptian Arabic: حرية‎; Hijazi Arabic: حُرِّيَّة‎; Aramaic Classical Syriac: ܚܐܪܘܬܐ‎; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܹܐܪܘܼܬܵܐ‎; Armenian: ազատություն; Assamese: স্বাধীনতা; Asturian: llibertá; Avar: хӏуригат; Azerbaijani: azadlıq, hürriyət; Bambara: hɔrɔnya; Bashkir: ирек, хөрриәт; Basque: askatasun, libertate; Belarusian: свабо́да, во́льнасць; Bengali: স্বাধীনতা, আজাদী; Bikol Central: katalingkasan; Breton: frankiz; Buginese: ᨕᨆᨑᨙᨉᨀᨂᨛ; Bulgarian: свобода́, во́лност; Burmese: လွတ်လပ်ခွင့်; Buryat: сулөө; Catalan: llibertat; Cebuano: kagawasan; Chechen: маршо; Cherokee: ᏠᎯ ᎠᏕᏗ; Chinese Cantonese: 自由; Dungan: зыю; Hakka: 自由; Mandarin: 自由; Min Dong: 自由; Min Nan: 自由; Wu: 自由; Coptic: ⲙⲉⲧⲣⲉⲙϩⲉ; Cornish: rydhses; Crimean Tatar: azatlıq, serbestlik; Czech: svoboda, volnost; Danish: frihed; Dargwa: азаддеш, хӀуррият; Dhivehi: މިނިވަންކަން‎; Dutch: vrijheid, vrijdom; Elfdalian: friiet; Erzya: оля, олячи; Esperanto: libereco; Estonian: vabadus; Evenki: ты̄нмукӣт, свобода; Faliscan: 𐌋𐌏𐌉𐌚𐌉𐌓𐌕𐌀𐌕𐌏; Faroese: frælsi; Finnish: vapaus; French: liberté; Friulian: libertât; Galician: liberdade; Georgian: თავისუფლება; German: [[Freiheit]]; Gothic: 𐍆𐍂𐌴𐌹𐌷𐌰𐌻𐍃, 𐍆𐍂𐌹𐌾𐌴𐌹; Greek: [[ελευθερία]]; Ancient Greek: ἐλευθερία, τοὐλεύθερον; Guaraní: sasõ; Gujarati: સ્વતંત્રતા; Haitian Creole: libète; Hausa: 'yanci; Hebrew: חוֹפֶשׁ‎, דְּרוֹר‎; Hiligaynon: kahilwayan; Hindi: स्वतंत्रता, आज़ादी, स्वाधीनता, मुक्ति; Hungarian: szabadság, függetlenség; Icelandic: frelsi; Ido: libereso; Indonesian: kebebasan, kemerdekaan; Ingush: кортамукъале; Interlingua: libertate; Irish: saoirse; Italian: libertà; Japanese: 自由; Kabiyé: tɩ-yɔɔ wɛʋ; Kabyle: tilelli; Kalmyk: сулдхвр; Kannada: ಸ್ವಾತಂತ್ರ್ಯ; Karachay-Balkar: эркинлик; Karelian: välly; Kazakh: азаттық, ерік, бостандық, еркіндік; Khmer: សេរីភាព; Korean: 자유(自由); Kumyk: азатлыкъ; Kunigami: ままー, 自由; Kurdish Central Kurdish: ڕزگاری‎, ئازادی‎; Northern Kurdish: serbestî, azadî; Kyrgyz: азаттык, эркиндик, боштондук, эрк; Ladin: lidëza; Ladino: alforría; Lao: ອິດສະຫຼະພາບ; Latin: [[libertas]]; Latvian: brīvība; Leonese: llibertá; Lezgi: азадвал; Limburgish: vriehed; Lingala: bonsɔ́mí 14; Lithuanian: laisvė; Luxembourgish: Fräiheet; Macedonian: слобода; Malagasy: fahafahana; Malay: merdeka, kebebasan; Malayalam: സ്വാതന്ത്ര്യം; Maltese: libertà, ħelsien; Manx: seyrsnys; Maori: noho herekore, herekoretanga; Marathi: स्वतंत्रता; Mari Western Mari: ирӹк; Mirandese: libardade, lhibardade; Moksha: воляши, воля; Mongolian Cyrillic: эрх чөлөө; Neapolitan: libbertà; Nepali: स्वतन्त्रता; Norman: libèrté; Northern Sami: friddjavuohta; Norwegian Bokmål: fridom, frihet; Nynorsk: fridom; Occitan: libertat; Okinawan: 自由; Old Church Slavonic Cyrillic: свобода; Old East Slavic: свобода, слобода; Old Frisian: fridom; Old Norse: frelsi; Ossetian: сӕрибардзинад; Ottoman Turkish: حریت‎; Pali: mutti; Pashto: ازادي‎, آزادۍ‎, حريت‎; Persian: آزادی‎, حریت‎; Piedmontese: libertà; Polish: wolność, swoboda; Portuguese: liberdade; Punjabi: ਆਜ਼ਾਦੀ, ਖੁੱਲ੍ਹ; Quechua: qispiy; Romagnol: libartê; Romanian: libertate, slobozie; Romansch: libertad, liberted, libertà; Russian: [[свобода]], [[воля]], [[вольность]]; Sanskrit: स्वतन्त्रता, स्वातन्य; Scots: fredome; Scottish Gaelic: saorsa; Serbo-Croatian Cyrillic: слобо̀да; Roman: slobòda; Sicilian: libbirtati, libbirtà, libirtati, libirtà; Silesian: wolność; Sinhalese: නිදහස; Slovak: sloboda; Slovene: svoboda, prostost; Somali: xorriyad; Sorbian Upper Sorbian: swoboda; Spanish: [[libertad]]; Sumerian: 𒂼𒄀; Swahili: uhuru 11 or 12; Swedish: frihet; Tagalog: kalayaan; Tajik: озодӣ, ҳуррият; Tamil: விடுதலை; Tatar: азатлык, ирек; Telugu: స్వతంత్రము, స్వేచ్ఛ; Thai: อิสรภาพ; Tibetan: རང་དབང; Tigrinya: ሐርነት, ናጽነት; Tofa: сөләә; Tourangeau: libartaiy; Tswana: kgololêsêgô Turkish: özgürlük, hürriyet, azatlık, erkinlik, serbestlik; Turkmen: azatlyk, erkinlik; Tuvan: хосталга, эрге-шөлээ; Udmurt: эрик; Ukrainian: свобо́да, ві́льність, во́ля; Urdu: آزادی‎; Uyghur: ئەركىنلىك‎, ھۆرلۈك‎, ھۆرىيەت‎; Uzbek: ozodlik, erkinlik, hurlik, hurriyat, erk; Venetian: łibartà; Vietnamese: tự do; Vilamovian: frajhajt; Võro: vabahus; Walloon: lîbèrté; Welsh: rhyddid; West Frisian: frijheid; Xhosa: inkululeko; Yakut: көҥүл; Yiddish: פֿרײַהייט‎; Yucatec Maya: jaalkʼab, síij óol; Zhuang: swyouz; Zulu: inkululeko