3,274,916
edits
m (Text replacement - " ;" to ";") |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βούλησις:''' -εως, ἡ ([[βούλομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]], [[επιδίωξη]], [[σκοπός]], η [[πρόθεση]] κάποιου, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκοπός]] ή [[νόημα]] ενός ποιήματος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''βούλησις:''' -εως, ἡ ([[βούλομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]], [[επιδίωξη]], [[σκοπός]], η [[πρόθεση]] κάποιου, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκοπός]] ή [[νόημα]] ενός ποιήματος, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[βούλησις]]) [[βούλομαι]]<br /><b>1.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]]<br /><b>2.</b> [[πρόθεση]], [[σκοπός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] του υποκειμένου να αντιδρά στην κατάστασή του ([[ορμή]], άμεση [[αντίδραση]] σε μια [[κατάσταση]], [[προσπάθεια]] για έναν σκοπό, [[απόφαση]] και [[συγκέντρωση]] της θέλησης [[προς]] τον σκοπό)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[δήλωση]] βουλήσεως» — [[δήλωση]] με την οποία [[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] επιδιώκει να επιφέρει έννομα αποτελέσματα<br />β. «[[κατά]] βούλησιν» — στρατιωτικό, [[παράγγελμα]] που παρέχει μεγαλύτερη [[ευχέρεια]] στην [[εκτέλεση]] κίνησης ή βολής<br /><b>αρχ.</b><br />η [[σημασία]] ενός ποιήματος ή μιας λέξης. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |