Anonymous

ζοφοδορπίδας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζοφοδορπίδας]] και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δειπνάει στο [[σκοτάδι]] ή [[κρυφά]] («τοῦτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (σε [[αντίθεση]] με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο [[δείπνο]] και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῑπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ [[ζοφοδορπίδας]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζόφος]] <span style="color: red;">+</span> [[δόρπον]] «[[δείπνο]]»].
|mltxt=[[ζοφοδορπίδας]] και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δειπνάει στο [[σκοτάδι]] ή [[κρυφά]] («τοῦτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (σε [[αντίθεση]] με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο [[δείπνο]] και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ [[ζοφοδορπίδας]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζόφος]] <span style="color: red;">+</span> [[δόρπον]] «[[δείπνο]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ζοφοδορπίδας:''' ου (ῐ) ὁ ужинающий впотьмах (одно из прозвищ, данных Алкеем Питтаку Митиленскому, который ел вечернюю трапезу не зажигая огня) Diog. L.
|elrutext='''ζοφοδορπίδας:''' ου (ῐ) ὁ ужинающий впотьмах (одно из прозвищ, данных Алкеем Питтаку Митиленскому, который ел вечернюю трапезу не зажигая огня) Diog. L.
}}
}}