Anonymous

προθυμία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [[πρόθυμος]]<br />[[ευμενής]] [[διάθεση]], καλή [[θέληση]], [[στάση]] που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τον είχα [[ανάγκη]] μέ βοήθησε με [[προθυμία]]» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>προθυμιά</i>) (για φυτά) [[ορμή]] για [[βλάστηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμία]] ή [[παράκληση]] («τοῦ θεοῡ προθυμίᾳ [[πολεμώ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> καλή [[διάθεση]] («τὴν αὐτὴν παρειχόμεθ' ἡμεῑς [[ὑπὲρ]] ἡμῶν αὐτῶν προθυμίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθυμία]] για [[εκπλήρωση]] τών φυσικών αναγκών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προθυμίαν ἔχω» — [[είμαι]] [[πρόθυμος]], [[είμαι]] [[έτοιμος]] να [[κάνω]] [[κάτι]].
|mltxt=η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [[πρόθυμος]]<br />[[ευμενής]] [[διάθεση]], καλή [[θέληση]], [[στάση]] που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τον είχα [[ανάγκη]] μέ βοήθησε με [[προθυμία]]» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>προθυμιά</i>) (για φυτά) [[ορμή]] για [[βλάστηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμία]] ή [[παράκληση]] («τοῦ θεοῡ προθυμίᾳ [[πολεμώ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> καλή [[διάθεση]] («τὴν αὐτὴν παρειχόμεθ' ἡμεῖς [[ὑπὲρ]] ἡμῶν αὐτῶν προθυμίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθυμία]] για [[εκπλήρωση]] τών φυσικών αναγκών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προθυμίαν ἔχω» — [[είμαι]] [[πρόθυμος]], [[είμαι]] [[έτοιμος]] να [[κάνω]] [[κάτι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm