Anonymous

κουρά: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρά''': Ἰων. -ρή, -ᾶς, ἡ, ([[κείρω]]) τὸ κείρεσθαι, κόπτειν τὴν κόμην, τὸ [[κούρευμα]], τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι (πρβλ. περιτρόχαλα) Ἡρόδ. 3. 8· κουρᾶς δεῖσθαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 15, 2, κτλ.· [[συχν]]. ὡς [[σημεῖον]] πένθους, κ. πενθίμῳ Εὐρ. Ἄλκ. 512, πρβλ. Ὀρέστ. 458· κουραῖσι καὶ θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1060· κουραῖς διατετιλμένης φόβης Σχόλ. εἰς Ἀποσπ. 587. 2) [[καθόλου]], τὸ κόπτειν, τέμνειν, [[δρυοτομικὴ]] καὶ κ. ξύμπασα Πλάτ. Πολιτικ. 288D· ἐπὶ ζῴων τρεφομένων ἐκ τῆς χλόης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 10. ΙΙ. ὡς τὸ [[τομή]], τὸ καρθὲν ἢ διὰ τῆς κουρᾶς ἀποτμηθέν, βόστρυχος ἀποκοπείς, Αἰσχύλ. Χο. 226.
|lstext='''κουρά''': Ἰων. -ρή, -ᾶς, ἡ, ([[κείρω]]) τὸ κείρεσθαι, κόπτειν τὴν κόμην, τὸ [[κούρευμα]], τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι (πρβλ. περιτρόχαλα) Ἡρόδ. 3. 8· κουρᾶς δεῖσθαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 15, 2, κτλ.· συχν. ὡς [[σημεῖον]] πένθους, κ. πενθίμῳ Εὐρ. Ἄλκ. 512, πρβλ. Ὀρέστ. 458· κουραῖσι καὶ θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1060· κουραῖς διατετιλμένης φόβης Σχόλ. εἰς Ἀποσπ. 587. 2) [[καθόλου]], τὸ κόπτειν, τέμνειν, [[δρυοτομικὴ]] καὶ κ. ξύμπασα Πλάτ. Πολιτικ. 288D· ἐπὶ ζῴων τρεφομένων ἐκ τῆς χλόης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 10. ΙΙ. ὡς τὸ [[τομή]], τὸ καρθὲν ἢ διὰ τῆς κουρᾶς ἀποτμηθέν, βόστρυχος ἀποκοπείς, Αἰσχύλ. Χο. 226.
}}
}}
{{bailly
{{bailly