Anonymous

μίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μίγνῡμι''': μίγνυσι Πλάτ. Νόμ. 691, προστ. μίγνυ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ, 63· [[ὡσαύτως]] μιγνύω Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 60, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 50, κτλ.· παρατ. ἐμίγνυν, πληθ. συνεμίγνυσαν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 46· ποιητ. μίγνυον Πινδ. Ν. 4. 35 (πρβλ. προσ-, συμ-[[μίγνυμι]])· - μέλλ. μίξω Σοφ., Πλάτ.· - ἀόρ. ἔμιξα Πίνδ., Ἀττ., ἀπαρ. μῖξαι Ἰλ. Ο. 510· - πρκμ. μέμιχα (συμ-) Πολύβ. 38. 5, 5· ὑπερσ. ἐμεμίχειν (συν-) Δίων Κ. 47. 45· - Μέσ. καὶ παθ., μίγνυμαι Πλάτ.· παρατ. ἐμίγνυντο (ἐπ-) Θουκ. 2. 1· -προστ. μίξομαι Ὀδ. Ζ. 136., Ω. 314· μεμίξομαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 177, Αἰσχύλ Πέρσ. 1052, κτλ.· μεταγεν. μιχθήσομαι (ἀνα-) Αἰσχίν. 24. 1· [[ὡσαύτως]] μιγήσομαι Ἰλ. Κ. 365· - ἀόρ. α΄ ἐμίχθην [[αὐτόθι]] 457, Ἡρόδ., Ἀττ.· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. συνηθέστερον ἀόρ. β΄ ἐμίγην [ῐ], Ἐπικ. μίγην· καὶ παρὰ Τραγ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 295, Πρ. 738· - Ἐπικ. ἀόρ. παθ. μὲ τύπον ὑπερσυντ. μίκτο ἢ μῖκτο [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., (μίγμενος ἐπὶ μεταβατ. σημασ., Νικ. Ἀλ. 587)· ὁ μέσ. ἀόρ. ἐμιξάμην παρὰ μεταγενεστ., ὡς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 3· - πρκμ. μέμιγμαι· Ἐπικ. ὑπερσ. μέμικτο Ἰλ. Δ. 438. - ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡρόδ. ἀείποτε ἔχουσι [[μίσγω]], μίσγομαι, [[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ [[ἅπαξ]] παρὰ τοῖς Τραγ. (Σοφ. Ἀποσπ. 265), [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς κωμ., ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ἐν τῇ Ἀττ. πεζογραφίᾳ: Ἐπικ. παρατ. ἐμισγέσκοντο (σημείωσαι τὴν αὔξησιν, Ὀδ. Υ. 7. [Ὁ Herm. ἐν Σοφ. Φ. 106 γράφει μῖξαι, ὡς εἰ τὸ ι ἦν μακρὸν φύσει· [[ὅπως]] ὁ Bekk. παρ’ Ἀριστ. [[μῖγμα]]· πρβλ. Λοβ. Παραλ. σελ. 410, 414.] (Ἐκ τῆς √ΜΙΚ, λεπτυνομένης εἰς ΜΙΓ, παράγονται μιγῆναι, μίγα, μιγάς, καὶ τὰ ἐκτεταμένα μίγνυμι, [[μῖξις]], [[μίσγω]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. mi←-ras (mixtus), mi←-rayâmi (misceo)· Λατ. misc-eo, mis-tus, mix-tus· Ἀγγλο-Σαξονικ. misc-an· Ἀρχ. Γερμ. misk-iu· Σλαυ. mes-iti· κτλ.). Μιγνύω, ἀναμιγνύω, «ἀνακατώνω, [[κυρίως]] ἐπὶ ὑγρῶν, π.χ. [[οἶνον]] καὶ [[ὕδωρ]] Ὅμ. ἴδε ἐν λ. [[κρᾶσις]]· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μὴ ὑγροῦ μετὰ ὑγροῦ, θόμβῳ δ’ ἔμιξεν αἵματος φίλον [[γάλα]] Αἰσχύλ. Χο. 546, πρβλ. ἐμμίγνυμι· ἐπὶ δύο ξηρῶν ἢ στερεῶν, ἅλεσσι μεμιγμένον [[εἶδαρ]] Ὀδ. Λ. 123. - Συντάσσ., συνήθως: μ. τί τινι, ἀναμιγνύειν τι μετ’ ἄλλου, [[συχν]]. παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσιν· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐν ταῖς κακαῖσιν ἀγαθαὶ μεμιγμέναι Εὐρ. Ἴων. 399· μεμιγμένον [[μέλι]] σὺν γάλακτι Πινδ. Ν. 3. 134· καὶ μετὰ γενικῆς τῶν μιγνυομένων μερῶν, [[σύλλογος]] νέων καὶ πρεσβυτέρων μεμιγμένος Πλάτ. Νόμ. 951D, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 384· οὕτω, μ. ἐκ γῆς καὶ πυρὸς Πλάτ. Πρωτ. 320D, πρβλ. Πολ. 548C, Τίμ. 35Β, κτλ. ― Μέσ. ἀντὶ ἐνεργ., Νικ. Θ. 603, Ἀνθ. Π. 7. 44. ΙΙ. [[καθόλου]], συνενῶ, [[φέρω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συνάπτω]], κατὰ ποικίλους τρόπους: 1) ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, μῖξαι χεῖράς τε [[μένος]] τε, συνάψαι μάχην ἐκ τοῦ [[συστάδην]], Λατ. corserere manus, Ἰλ. Ο. 510, πρβλ. Υ. 374· οὕτω, Κόλχοισι μ. βίαν Πινδ. Π. 4. 379· χερσὶ χεῖρας μ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 78· Ἄρη μίξουσιν Σοφ. Ο. Κ. 1046. 2) [[φέρω]] εἰς συνάφειαν ἢ σχέσιν [[πρός]] τι, ἄνδρας... μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι, φέρειν τοὺς ἄνδρας εἰς ἀθλιότητα, Ὀδ. Υ. 203· μ. ξυνωνίην Ἀρχίλ. 80· μ. τινὰ ἄνθεσι, καλύπτειν τινὰ δι’ ἀνθέων, Πινδ. Ν. 4. 34· [[ὡσαύτως]] τἀνάπαλιν, πότμον μῖξαί τινι, ἐπενεγκεῖν τινι θάνατον, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 7 (6). 35· πρβλ. [[πελάζω]] Β, καὶ ἴδε κατωτ. Β. 1. Β. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. μίξομαι (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· ― ἀναμιγνύομαι μετά τινων, [[μεταξύ]] τινων, προμάχοισιν ἐμίχθη Ἰλ. Ε. 134, κτλ.· ἐνὶ προμάχοισι Ὀδ. Σ. 379· [[οὔτι]] μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ Θ. 196· [[ἐώλπει]] μίξεσθαι ξενίῃ, ἤλπιζεν ὅτι θὰ συνεδέετο μὲ δεσμοὺς ξενίας, Ω. 314· οὕτω, Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν Ἰλ. Γ. 209, πρβλ. Κ. 480· ― [[ὡσαύτως]], ἀναμιγνύομαι μετά τινος, συναναστρέφομαι μετά τινος, συζῶ, Ὀδ. Η. 247, κτλ.· αἷς οὐ μίγνυται θεῶν τις Αἰσχύλ. Εὐμ. 69· καὶ ἀπολ. ἐν τῷ πληθ., συναναστρέφομαι, θάμ’ ἐνθάδ’ ἐόντες ἐμισγόμεθ’ Ὀδ. Δ. 178· μίξεσθαι ξενίῃ Ω. 314. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπαφὴν μετά τινος, κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη, ἡ κεφαλὴ [[αὐτοῦ]] ἐκυλίσθη εἰς τὴν κόνιν, Ἰλ. Κ. 457, Ὀδ. Χ. 329· ἐν κονίῃσι μιγῆναι Ἰλ. Γ. 55· οὐδὲ ἔασε [[[ἔγχος]]]... μιχθήμεναι ἔγκασι φωτός, δὲν ἀφῆκε τὴν λόγχην νὰ ἐγγίσῃ, νὰ φθάσῃ εἰς τά..., Λ. 438· κλισίῃσι μιγήμεναι, νὰ φθάσωσι [[μέχρι]] τῶν κλισιῶν, νὰ πλησιάσωσιν αὐτάς, Ο. 409, κτλ.· οὕτω καί, οὐδ’ ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο Σ. 216· ἔσω μιγῆναι, εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Σ. 49· μίσγεσθαι [[ὑπὲρ]] ποταμοῖο, διαβαίνειν τὸν ποταμόν, Ἰλ. Ψ. 73· ― οὕτω δὲ καὶ ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ταύτην ποικίλως, [[οἷον]] [[ἔρχομαι]] εἴς τινα τόπον, μετὰ δοτ., Π. 4. 447, πρβλ. 458· ἐν αἱμακουρίαις μέμικται, παρευρίσκεται κατὰ τὴν ἑορτήν, Ο. 1. 147· μίσγεσθαι φύλλοις, στεφάνοις, ἔρχεσθαι εἰς..., δηλ. λαμβάνειν τὸν στέφανον τῆς νίκης, Ν. 1. 27., 2. 34· μ. εὐλογίαις Ι. 3. 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], μ. ἐν τιμαῖς [[αὐτόθι]] 2. 43· μ. θάμβει, καταλαμβάνομαι ὑπὸ θάμβους, Ν. 1. 86· οὕτω, βροτοὶ ξὺν κακοῖς μεμιγμένοι Σοφ. Ἠλ. 1485. ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 3) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, συμπλέκομαι, [[μάχομαι]], «πιάνομαι», Ἰλ. Δ. 456· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐν δαΐ, ἐν παλάμῃσι μιγῆναι Ν. 286., Φ. 469. 4) παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. συχνότατα ἐπὶ τῆς σαρκικῆς μίξεως τῶν δύο φύλων, [[συνέρχομαι]], συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι, ἐπί τε τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, ἐν ποικίλαις φράσεσιν, [[ἐνίοτε]] δὲ ἀπολ., ὡς ἐν Ἰλ. Ι. 275, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστερον, μιγῆναί τινι, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Φ. 143, κτλ.· ἐπὶ τῆς γυναικός, Ὀδ. Α. 73, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ., ἀλλὰ παρὰ τοῖς Τραγ. μόνον ἐπὶ τοῦ ἀνδρός· ― παρὰ τοῖς πεζοῖς ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας κεῖται ὁ ἐνεστώς, μίσγεσθαι, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ἡρόδ. 2. 64, κτλ.· ἐπὶ τῆς γυναικός, ὁ αὐτ. ἐν 1. 199· [[οὕτως]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1081, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων, Ὀδ. Χ. 445· ― πληρέστερον, φιλότητι καὶ ἐν φιλότητι μιγῆναι (μετὰ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ τινι), ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ἰλ. Ζ. 165· ἐπὶ τῆς γυναικός, [[αὐτόθι]] 161, Ἡσ. Θ. 927, 970, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων, Ἰλ. Ξ. 295· [[οὕτως]], ἐν φιλότητι μίσγεσθαι (μετὰ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ τινι), ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Β. 232, Ω. 131· ἐπὶ γυναικός, Ὁμ. Ὕμν. 33. 5· [[ἀλλά]], φιλότητι ἢ ἐν φιλότητί τινος μ., ἐπὶ τῆς γυναικός, Ἡσ. Θ. 920, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 4· σῇ φιλότητι μ., ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 151· εὐνῇ μ., ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ὀδ. Α. 433· φιλότητι καὶ εὐνῇ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ἰλ. Η. 25· ἐπὶ τῆς γυναικός, Ὀδ. Ε. 126· ἐπὶ ἀμφοτέρων, Ο. 420· [[ἀλλά]], ἐν ἀγκοίνῃσί τινος, ἐπὶ τῆς γυναικός, Λ. 268· μετὰ συστοίχου αἰτ., [[φιλότης]]..., ἣν ἐμίγης Ἰλ. Ο. 33. ― Παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας [[συνήθης]] [[εἶναι]] ὁ ἀόριστ. β΄, πλὴν ἐν τοῖς Ὕμνοις· ὁ ἀόρ. α΄ [[εἶναι]] συχνότερος παρ’ Ἡσιόδῳ. ― Ἐν Ἐπιγραφαῖς, ἰδίως δὲ ταῖς Ἀττ., συνήθως γράφεται διὰ τοῦ ει, ὡς [[μεῖξαι]], μείξω, κλ. ἴδε Meisterh. 2 40, 144.
|lstext='''μίγνῡμι''': μίγνυσι Πλάτ. Νόμ. 691, προστ. μίγνυ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ, 63· [[ὡσαύτως]] μιγνύω Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 60, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 50, κτλ.· παρατ. ἐμίγνυν, πληθ. συνεμίγνυσαν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 46· ποιητ. μίγνυον Πινδ. Ν. 4. 35 (πρβλ. προσ-, συμ-[[μίγνυμι]])· - μέλλ. μίξω Σοφ., Πλάτ.· - ἀόρ. ἔμιξα Πίνδ., Ἀττ., ἀπαρ. μῖξαι Ἰλ. Ο. 510· - πρκμ. μέμιχα (συμ-) Πολύβ. 38. 5, 5· ὑπερσ. ἐμεμίχειν (συν-) Δίων Κ. 47. 45· - Μέσ. καὶ παθ., μίγνυμαι Πλάτ.· παρατ. ἐμίγνυντο (ἐπ-) Θουκ. 2. 1· -προστ. μίξομαι Ὀδ. Ζ. 136., Ω. 314· μεμίξομαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 177, Αἰσχύλ Πέρσ. 1052, κτλ.· μεταγεν. μιχθήσομαι (ἀνα-) Αἰσχίν. 24. 1· [[ὡσαύτως]] μιγήσομαι Ἰλ. Κ. 365· - ἀόρ. α΄ ἐμίχθην [[αὐτόθι]] 457, Ἡρόδ., Ἀττ.· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. συνηθέστερον ἀόρ. β΄ ἐμίγην [ῐ], Ἐπικ. μίγην· καὶ παρὰ Τραγ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 295, Πρ. 738· - Ἐπικ. ἀόρ. παθ. μὲ τύπον ὑπερσυντ. μίκτο ἢ μῖκτο συχν. παρ’ Ὁμ., (μίγμενος ἐπὶ μεταβατ. σημασ., Νικ. Ἀλ. 587)· ὁ μέσ. ἀόρ. ἐμιξάμην παρὰ μεταγενεστ., ὡς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 3· - πρκμ. μέμιγμαι· Ἐπικ. ὑπερσ. μέμικτο Ἰλ. Δ. 438. - ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡρόδ. ἀείποτε ἔχουσι [[μίσγω]], μίσγομαι, [[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ [[ἅπαξ]] παρὰ τοῖς Τραγ. (Σοφ. Ἀποσπ. 265), [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς κωμ., ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ἐν τῇ Ἀττ. πεζογραφίᾳ: Ἐπικ. παρατ. ἐμισγέσκοντο (σημείωσαι τὴν αὔξησιν, Ὀδ. Υ. 7. [Ὁ Herm. ἐν Σοφ. Φ. 106 γράφει μῖξαι, ὡς εἰ τὸ ι ἦν μακρὸν φύσει· [[ὅπως]] ὁ Bekk. παρ’ Ἀριστ. [[μῖγμα]]· πρβλ. Λοβ. Παραλ. σελ. 410, 414.] (Ἐκ τῆς √ΜΙΚ, λεπτυνομένης εἰς ΜΙΓ, παράγονται μιγῆναι, μίγα, μιγάς, καὶ τὰ ἐκτεταμένα μίγνυμι, [[μῖξις]], [[μίσγω]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. mi←-ras (mixtus), mi←-rayâmi (misceo)· Λατ. misc-eo, mis-tus, mix-tus· Ἀγγλο-Σαξονικ. misc-an· Ἀρχ. Γερμ. misk-iu· Σλαυ. mes-iti· κτλ.). Μιγνύω, ἀναμιγνύω, «ἀνακατώνω, [[κυρίως]] ἐπὶ ὑγρῶν, π.χ. [[οἶνον]] καὶ [[ὕδωρ]] Ὅμ. ἴδε ἐν λ. [[κρᾶσις]]· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μὴ ὑγροῦ μετὰ ὑγροῦ, θόμβῳ δ’ ἔμιξεν αἵματος φίλον [[γάλα]] Αἰσχύλ. Χο. 546, πρβλ. ἐμμίγνυμι· ἐπὶ δύο ξηρῶν ἢ στερεῶν, ἅλεσσι μεμιγμένον [[εἶδαρ]] Ὀδ. Λ. 123. - Συντάσσ., συνήθως: μ. τί τινι, ἀναμιγνύειν τι μετ’ ἄλλου, συχν. παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσιν· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐν ταῖς κακαῖσιν ἀγαθαὶ μεμιγμέναι Εὐρ. Ἴων. 399· μεμιγμένον [[μέλι]] σὺν γάλακτι Πινδ. Ν. 3. 134· καὶ μετὰ γενικῆς τῶν μιγνυομένων μερῶν, [[σύλλογος]] νέων καὶ πρεσβυτέρων μεμιγμένος Πλάτ. Νόμ. 951D, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 384· οὕτω, μ. ἐκ γῆς καὶ πυρὸς Πλάτ. Πρωτ. 320D, πρβλ. Πολ. 548C, Τίμ. 35Β, κτλ. ― Μέσ. ἀντὶ ἐνεργ., Νικ. Θ. 603, Ἀνθ. Π. 7. 44. ΙΙ. [[καθόλου]], συνενῶ, [[φέρω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συνάπτω]], κατὰ ποικίλους τρόπους: 1) ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, μῖξαι χεῖράς τε [[μένος]] τε, συνάψαι μάχην ἐκ τοῦ [[συστάδην]], Λατ. corserere manus, Ἰλ. Ο. 510, πρβλ. Υ. 374· οὕτω, Κόλχοισι μ. βίαν Πινδ. Π. 4. 379· χερσὶ χεῖρας μ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 78· Ἄρη μίξουσιν Σοφ. Ο. Κ. 1046. 2) [[φέρω]] εἰς συνάφειαν ἢ σχέσιν [[πρός]] τι, ἄνδρας... μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι, φέρειν τοὺς ἄνδρας εἰς ἀθλιότητα, Ὀδ. Υ. 203· μ. ξυνωνίην Ἀρχίλ. 80· μ. τινὰ ἄνθεσι, καλύπτειν τινὰ δι’ ἀνθέων, Πινδ. Ν. 4. 34· [[ὡσαύτως]] τἀνάπαλιν, πότμον μῖξαί τινι, ἐπενεγκεῖν τινι θάνατον, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 7 (6). 35· πρβλ. [[πελάζω]] Β, καὶ ἴδε κατωτ. Β. 1. Β. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. μίξομαι (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· ― ἀναμιγνύομαι μετά τινων, [[μεταξύ]] τινων, προμάχοισιν ἐμίχθη Ἰλ. Ε. 134, κτλ.· ἐνὶ προμάχοισι Ὀδ. Σ. 379· [[οὔτι]] μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ Θ. 196· [[ἐώλπει]] μίξεσθαι ξενίῃ, ἤλπιζεν ὅτι θὰ συνεδέετο μὲ δεσμοὺς ξενίας, Ω. 314· οὕτω, Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν Ἰλ. Γ. 209, πρβλ. Κ. 480· ― [[ὡσαύτως]], ἀναμιγνύομαι μετά τινος, συναναστρέφομαι μετά τινος, συζῶ, Ὀδ. Η. 247, κτλ.· αἷς οὐ μίγνυται θεῶν τις Αἰσχύλ. Εὐμ. 69· καὶ ἀπολ. ἐν τῷ πληθ., συναναστρέφομαι, θάμ’ ἐνθάδ’ ἐόντες ἐμισγόμεθ’ Ὀδ. Δ. 178· μίξεσθαι ξενίῃ Ω. 314. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπαφὴν μετά τινος, κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη, ἡ κεφαλὴ [[αὐτοῦ]] ἐκυλίσθη εἰς τὴν κόνιν, Ἰλ. Κ. 457, Ὀδ. Χ. 329· ἐν κονίῃσι μιγῆναι Ἰλ. Γ. 55· οὐδὲ ἔασε [[[ἔγχος]]]... μιχθήμεναι ἔγκασι φωτός, δὲν ἀφῆκε τὴν λόγχην νὰ ἐγγίσῃ, νὰ φθάσῃ εἰς τά..., Λ. 438· κλισίῃσι μιγήμεναι, νὰ φθάσωσι [[μέχρι]] τῶν κλισιῶν, νὰ πλησιάσωσιν αὐτάς, Ο. 409, κτλ.· οὕτω καί, οὐδ’ ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο Σ. 216· ἔσω μιγῆναι, εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Σ. 49· μίσγεσθαι [[ὑπὲρ]] ποταμοῖο, διαβαίνειν τὸν ποταμόν, Ἰλ. Ψ. 73· ― οὕτω δὲ καὶ ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ταύτην ποικίλως, [[οἷον]] [[ἔρχομαι]] εἴς τινα τόπον, μετὰ δοτ., Π. 4. 447, πρβλ. 458· ἐν αἱμακουρίαις μέμικται, παρευρίσκεται κατὰ τὴν ἑορτήν, Ο. 1. 147· μίσγεσθαι φύλλοις, στεφάνοις, ἔρχεσθαι εἰς..., δηλ. λαμβάνειν τὸν στέφανον τῆς νίκης, Ν. 1. 27., 2. 34· μ. εὐλογίαις Ι. 3. 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], μ. ἐν τιμαῖς [[αὐτόθι]] 2. 43· μ. θάμβει, καταλαμβάνομαι ὑπὸ θάμβους, Ν. 1. 86· οὕτω, βροτοὶ ξὺν κακοῖς μεμιγμένοι Σοφ. Ἠλ. 1485. ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 3) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, συμπλέκομαι, [[μάχομαι]], «πιάνομαι», Ἰλ. Δ. 456· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐν δαΐ, ἐν παλάμῃσι μιγῆναι Ν. 286., Φ. 469. 4) παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. συχνότατα ἐπὶ τῆς σαρκικῆς μίξεως τῶν δύο φύλων, [[συνέρχομαι]], συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι, ἐπί τε τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, ἐν ποικίλαις φράσεσιν, [[ἐνίοτε]] δὲ ἀπολ., ὡς ἐν Ἰλ. Ι. 275, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστερον, μιγῆναί τινι, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Φ. 143, κτλ.· ἐπὶ τῆς γυναικός, Ὀδ. Α. 73, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ., ἀλλὰ παρὰ τοῖς Τραγ. μόνον ἐπὶ τοῦ ἀνδρός· ― παρὰ τοῖς πεζοῖς ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας κεῖται ὁ ἐνεστώς, μίσγεσθαι, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ἡρόδ. 2. 64, κτλ.· ἐπὶ τῆς γυναικός, ὁ αὐτ. ἐν 1. 199· [[οὕτως]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1081, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων, Ὀδ. Χ. 445· ― πληρέστερον, φιλότητι καὶ ἐν φιλότητι μιγῆναι (μετὰ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ τινι), ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ἰλ. Ζ. 165· ἐπὶ τῆς γυναικός, [[αὐτόθι]] 161, Ἡσ. Θ. 927, 970, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων, Ἰλ. Ξ. 295· [[οὕτως]], ἐν φιλότητι μίσγεσθαι (μετὰ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ τινι), ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Β. 232, Ω. 131· ἐπὶ γυναικός, Ὁμ. Ὕμν. 33. 5· [[ἀλλά]], φιλότητι ἢ ἐν φιλότητί τινος μ., ἐπὶ τῆς γυναικός, Ἡσ. Θ. 920, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 4· σῇ φιλότητι μ., ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 151· εὐνῇ μ., ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ὀδ. Α. 433· φιλότητι καὶ εὐνῇ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ἰλ. Η. 25· ἐπὶ τῆς γυναικός, Ὀδ. Ε. 126· ἐπὶ ἀμφοτέρων, Ο. 420· [[ἀλλά]], ἐν ἀγκοίνῃσί τινος, ἐπὶ τῆς γυναικός, Λ. 268· μετὰ συστοίχου αἰτ., [[φιλότης]]..., ἣν ἐμίγης Ἰλ. Ο. 33. ― Παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας [[συνήθης]] [[εἶναι]] ὁ ἀόριστ. β΄, πλὴν ἐν τοῖς Ὕμνοις· ὁ ἀόρ. α΄ [[εἶναι]] συχνότερος παρ’ Ἡσιόδῳ. ― Ἐν Ἐπιγραφαῖς, ἰδίως δὲ ταῖς Ἀττ., συνήθως γράφεται διὰ τοῦ ει, ὡς [[μεῖξαι]], μείξω, κλ. ἴδε Meisterh. 2 40, 144.
}}
}}
{{bailly
{{bailly