Anonymous

δυσχρηστέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσχρηστέω''': εἶμαι [[δύσχρηστος]], difficilem se praebere, Πολύβ. 27. 6, 10. ΙΙ. [[ἐμπίπτω]] εἰς δυσχερείας ἢ στενοχωρίας, δ. πράγμασι, λόγοις ὁ αὐτ.· - οὕτω [[συχν]]. καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. 1. 28, 9., κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], ὁ αὐτ. 16. 3, 5. - Παθ., περιέχομαι εἰς ἀμηχανίαν, στενοχωρίαν, ὑπό τινος Ἀθήν. 634Β.
|lstext='''δυσχρηστέω''': εἶμαι [[δύσχρηστος]], difficilem se praebere, Πολύβ. 27. 6, 10. ΙΙ. [[ἐμπίπτω]] εἰς δυσχερείας ἢ στενοχωρίας, δ. πράγμασι, λόγοις ὁ αὐτ.· - οὕτω συχν. καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. 1. 28, 9., κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], ὁ αὐτ. 16. 3, 5. - Παθ., περιέχομαι εἰς ἀμηχανίαν, στενοχωρίαν, ὑπό τινος Ἀθήν. 634Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly