Anonymous

μεταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι· - [[πίπτω]] κατὰ διάφορον τρόπον, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], α) κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν [[σχῆμα]], μ. τὸ [[εἶδος]] Ἡρόδ. 6. 61· μ. εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]] Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐκ γυναικὸς ἐς [[ὄρνεον]] Λουκ. Φιλοψ. 2· ἀπολ., Πλάτ. Κρατ. 440Α, κτλ.· - ἢ, β) ἐσωτερικῶς κατὰ τὴν γνώμην, [[μεταβάλλω]] [[αἴφνης]] γνώμην, τὸν [[ὁμόθεν]] πεφυκότα στέργων μετέπεσον Εὐρ. Ι. Α. 502· μ. ἐξ ἐχθίστου Ἀριστοφ. Ὄρν. 626· ἀπολ., Πολύβ. 5. 49, 7. 2) ἐπὶ μεταβολῆς τόπου, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], μεταφέρομαι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4. 11, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ [[ψήφων]] εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]] Πλάτ. Ἀπολ. 36Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· [[ἀλλά]], ὀστράκου μεταπεσόντος, ὡς τὸ [[ὄστρακον]] ἔπεσεν ἀντιστρόφως, παροιμ. ἐπὶ αἰφνιδίου μεταβολῆς, (ληφθεῖσα, ὡς λέγεται, ἐκ τῆς παιδιᾶς [[ὀστρακίνδα]]), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β. 3) ἐπὶ καταστάσεων, περιστάσεων, κ.τ.τ., μεταπίπτοντος δαίμονος Εὐρ. Ἄλκ. 913· μ. ἄνω [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 493Α· [[τοὐναντίον]] μ. (δηλ. εἰς τ.) ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 162D· τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μ. ταχὺ Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1· - [[συχν]]. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], ἐπανάστασιν, ἀνατροπήν, Θουκ. 8. 68· μεταπεπτώκει τὰ πράγματα Λυσ. 159. 16· - [[καθόλου]], [[πίπτω]] εἰς χείρονα κατάστασιν, εἰς δουλείαν Λυκοῦργ. 154. 14, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Ἀριστ. Ποιητ. 13. 3· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τὸ κρεῖσσον, μ. ἐκ τοῦ κακῶς πράττειν Λυκοῦργ. 155. 32, πρβλ. Δημ. 805. 26· μεταπέσοι βελτίονα Εὐρ. Ἴων 412. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, [[ἐκπίπτω]] ἀπό τινος, ὡς τὸ Λατ. spe excidere, εἰ ἡ [[γνῶσις]] τοῦ [[γνῶσις]] [[εἶναι]] μὴ μεταπίπτει Πλάτ. Κρατ. 440Α· πρβλ. [[ἐκπίπτω]] Ι.
|lstext='''μεταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι· - [[πίπτω]] κατὰ διάφορον τρόπον, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], α) κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν [[σχῆμα]], μ. τὸ [[εἶδος]] Ἡρόδ. 6. 61· μ. εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]] Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐκ γυναικὸς ἐς [[ὄρνεον]] Λουκ. Φιλοψ. 2· ἀπολ., Πλάτ. Κρατ. 440Α, κτλ.· - ἢ, β) ἐσωτερικῶς κατὰ τὴν γνώμην, [[μεταβάλλω]] [[αἴφνης]] γνώμην, τὸν [[ὁμόθεν]] πεφυκότα στέργων μετέπεσον Εὐρ. Ι. Α. 502· μ. ἐξ ἐχθίστου Ἀριστοφ. Ὄρν. 626· ἀπολ., Πολύβ. 5. 49, 7. 2) ἐπὶ μεταβολῆς τόπου, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], μεταφέρομαι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4. 11, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ [[ψήφων]] εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]] Πλάτ. Ἀπολ. 36Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· [[ἀλλά]], ὀστράκου μεταπεσόντος, ὡς τὸ [[ὄστρακον]] ἔπεσεν ἀντιστρόφως, παροιμ. ἐπὶ αἰφνιδίου μεταβολῆς, (ληφθεῖσα, ὡς λέγεται, ἐκ τῆς παιδιᾶς [[ὀστρακίνδα]]), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β. 3) ἐπὶ καταστάσεων, περιστάσεων, κ.τ.τ., μεταπίπτοντος δαίμονος Εὐρ. Ἄλκ. 913· μ. ἄνω [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 493Α· [[τοὐναντίον]] μ. (δηλ. εἰς τ.) ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 162D· τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μ. ταχὺ Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1· - συχν. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], ἐπανάστασιν, ἀνατροπήν, Θουκ. 8. 68· μεταπεπτώκει τὰ πράγματα Λυσ. 159. 16· - [[καθόλου]], [[πίπτω]] εἰς χείρονα κατάστασιν, εἰς δουλείαν Λυκοῦργ. 154. 14, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Ἀριστ. Ποιητ. 13. 3· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τὸ κρεῖσσον, μ. ἐκ τοῦ κακῶς πράττειν Λυκοῦργ. 155. 32, πρβλ. Δημ. 805. 26· μεταπέσοι βελτίονα Εὐρ. Ἴων 412. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, [[ἐκπίπτω]] ἀπό τινος, ὡς τὸ Λατ. spe excidere, εἰ ἡ [[γνῶσις]] τοῦ [[γνῶσις]] [[εἶναι]] μὴ μεταπίπτει Πλάτ. Κρατ. 440Α· πρβλ. [[ἐκπίπτω]] Ι.
}}
}}
{{bailly
{{bailly