3,274,921
edits
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλέω''': Ἐπικ. ἀπαρ. [[καλήμεναι]] Ἰλ. Κ. 125: Ἰων. παρατ. καλέεσκον Ἰλ.· γ΄ ἑνικ. κάλεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1514: μέλλ., Ἰων. [[καλέω]] Ἰλ. Γ. 383, Ἀττ. καλῶ Πλάτ. Συμπ. 175Α, Ξεν. Συμπ. 1. 15., κτλ.· παρὰ μεταγεν. καλέσω (ἐγ, παρα-) πιθ. ὀφείλεται εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς τὸ παρὰ Δημ. 93.16, 382.7, 661.9, (τὸ καλέσω ἐν Σοφ. Φιλ. 1452, Ἀριστοφ. Πλ. 964, κτλ., [[εἶναι]] ἀόρ. α΄ ὑποτακτ.): ἀόρ. α΄ ἐκάλεσα, Ἐπικ. ἐκάλεσσα, κάλεσσα Ὀδ. Ρ. 379 Ἰλ. II. 693, (παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἔκλησα, Νικ. Ἀποσπ. 22, Μουσαῖος 10): πρκμ. κέκληκα (ἐκ-, ἐπι-) πιθαν. ὀφείλεται εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς τὸ παρ’ Αἰσχίν. 24.41, Λυκούργῳ 150.6: - ἀόρ. ἐκαλεσάμην, Ἐπικ. καλεσσάμην: - Παθ., μέλλ. κεκλήσομαι Ἰλ. Γ. 138, Αἰσχύλ. Θήβ. 698, 840, κτλ.· ὁ [[τύπος]] κληθήσομαι (εὑρισκόμενος ἔν τισιν ἀντιγράφοις τοῦ Εὐρ. ἐν Τρῳ. 13, καὶ παρὰ Πλάτ. Νόμ. 681D) [[εἶναι]] μεταγεν.: ἀόρ. ἐκλήθην Σοφ., κλ.: -πρκμ. κέκλημαι, Ἐπικ. γ΄ πληθ. κεκλήαται Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1128, Ἰων. [[κεκλέαται]] Ἡρόδ. 2.164· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑπερσ. κεκλήατο Ἰλ. Κ. 195· εὐκτ. κεκλῄμην, κεκλῇο Σοφ. Φιλ. 119, κεκλῄμεθα Ἀριστοφ. Λυσ. 253. (Ἐκ τῆς √ΚΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ κλητός, κλητήρ, κλῆσις, καὶ [[ἴσως]] τὰ κέλομαι, κελεύω, ([[κλύω]], [[κλέος]] διαφέρουσι)· Λατ. calare, cal-endae, con-cil-ium, cla-mare, καὶ [[ἴσως]]: cla-ssis classicum πρβλ. Γοτθ. la-thons ἀντὶ ga-la-thons, ([[κλῆσις]])· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. la-don, (laden)). <br />Ι. καλῶ, φωνάζω: 1) προσκαλῶ, εἰς ἀγορὴν καλέσαντα Ὀδ. Α.90· ἐς Ὀλυμπον Ἰλ. Α. 402· [[ἀγορήνδε]], θάλαμόνδε, θάνατόνδε Ἰλ. Υ.4. κτλ.· μετὰ μόνης αἰτ., ὅσοι κεκλήατο (ἀντὶ -ηντο) βουλήν, «ὅσοι κεκλημένοι ἦσαν εἰς τὸ [[συμβούλιον]]» (Σχόλ.), Κ.195· αὐτοὶ γὰρ κάλεον [[ὥστε]] συμμητιάασθαι Κ.197, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 466, Ἠλ. 996· κάλεόν τέ μιν εἰς ἓ [[ἕκαστος]] Ἰλ. Ψ. 203· ἐπὶ οἷ καλέσας Ὀδ. Ρ.330, κτλ.· - ἀπολ., προσκαλῶ, Τραγ., κλ.· εἰς μαρτυρίαν Πλάτ. Νόμ. 937Α· ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη Πλάτ. Φαίδ. 115Α· - ὁ Ὅμ. | |lstext='''καλέω''': Ἐπικ. ἀπαρ. [[καλήμεναι]] Ἰλ. Κ. 125: Ἰων. παρατ. καλέεσκον Ἰλ.· γ΄ ἑνικ. κάλεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1514: μέλλ., Ἰων. [[καλέω]] Ἰλ. Γ. 383, Ἀττ. καλῶ Πλάτ. Συμπ. 175Α, Ξεν. Συμπ. 1. 15., κτλ.· παρὰ μεταγεν. καλέσω (ἐγ, παρα-) πιθ. ὀφείλεται εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς τὸ παρὰ Δημ. 93.16, 382.7, 661.9, (τὸ καλέσω ἐν Σοφ. Φιλ. 1452, Ἀριστοφ. Πλ. 964, κτλ., [[εἶναι]] ἀόρ. α΄ ὑποτακτ.): ἀόρ. α΄ ἐκάλεσα, Ἐπικ. ἐκάλεσσα, κάλεσσα Ὀδ. Ρ. 379 Ἰλ. II. 693, (παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἔκλησα, Νικ. Ἀποσπ. 22, Μουσαῖος 10): πρκμ. κέκληκα (ἐκ-, ἐπι-) πιθαν. ὀφείλεται εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς τὸ παρ’ Αἰσχίν. 24.41, Λυκούργῳ 150.6: - ἀόρ. ἐκαλεσάμην, Ἐπικ. καλεσσάμην: - Παθ., μέλλ. κεκλήσομαι Ἰλ. Γ. 138, Αἰσχύλ. Θήβ. 698, 840, κτλ.· ὁ [[τύπος]] κληθήσομαι (εὑρισκόμενος ἔν τισιν ἀντιγράφοις τοῦ Εὐρ. ἐν Τρῳ. 13, καὶ παρὰ Πλάτ. Νόμ. 681D) [[εἶναι]] μεταγεν.: ἀόρ. ἐκλήθην Σοφ., κλ.: -πρκμ. κέκλημαι, Ἐπικ. γ΄ πληθ. κεκλήαται Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1128, Ἰων. [[κεκλέαται]] Ἡρόδ. 2.164· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑπερσ. κεκλήατο Ἰλ. Κ. 195· εὐκτ. κεκλῄμην, κεκλῇο Σοφ. Φιλ. 119, κεκλῄμεθα Ἀριστοφ. Λυσ. 253. (Ἐκ τῆς √ΚΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ κλητός, κλητήρ, κλῆσις, καὶ [[ἴσως]] τὰ κέλομαι, κελεύω, ([[κλύω]], [[κλέος]] διαφέρουσι)· Λατ. calare, cal-endae, con-cil-ium, cla-mare, καὶ [[ἴσως]]: cla-ssis classicum πρβλ. Γοτθ. la-thons ἀντὶ ga-la-thons, ([[κλῆσις]])· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. la-don, (laden)). <br />Ι. καλῶ, φωνάζω: 1) προσκαλῶ, εἰς ἀγορὴν καλέσαντα Ὀδ. Α.90· ἐς Ὀλυμπον Ἰλ. Α. 402· [[ἀγορήνδε]], θάλαμόνδε, θάνατόνδε Ἰλ. Υ.4. κτλ.· μετὰ μόνης αἰτ., ὅσοι κεκλήατο (ἀντὶ -ηντο) βουλήν, «ὅσοι κεκλημένοι ἦσαν εἰς τὸ [[συμβούλιον]]» (Σχόλ.), Κ.195· αὐτοὶ γὰρ κάλεον [[ὥστε]] συμμητιάασθαι Κ.197, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 466, Ἠλ. 996· κάλεόν τέ μιν εἰς ἓ [[ἕκαστος]] Ἰλ. Ψ. 203· ἐπὶ οἷ καλέσας Ὀδ. Ρ.330, κτλ.· - ἀπολ., προσκαλῶ, Τραγ., κλ.· εἰς μαρτυρίαν Πλάτ. Νόμ. 937Α· ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη Πλάτ. Φαίδ. 115Α· - ὁ Ὅμ. συχν. ἔχει καὶ μέσ. ἀόρ., καλέσασθαί τινα, καλέσαι τινὰ πρὸς ἑαυτόν, Ἰλ. Α. 270, Ὀδ. Θ.43, κτλ.· φωνῇ Ἰλ. Γ.161· [[ἀγορήνδε]] λαὸν Α. 54. 2) καλῶ εἰς τὸν οἶκόν μου πρὸς εὐωχίαν, προσκαλῶ, Ὀδ. Κ. 231, Ρ. 382, κτλ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.)· βραδύτερον συχν. μετὰ προσδιορισμοῦ, καλ. ἐπὶ [[δεῖπνον]], Λατ. vocare ad coenam, Ἠρόδ. 9. 16, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 30, κτλ.· ἐς θοίνην Εὐρ. Ἴων 1140· ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Πλάτ. Συμπ. 174D, κτλ.· κληθέντες [[πρός]] τινα, εἰς τὸν οἶκόν τινος, Δημ. 402.15· ὁ κεκλημένος, ὁ κεκλημένος εἰς Δεῖπνον, «καλεσμένος», Δαμόξ. παρ’ Ἀθην. 102D. 3) ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἠρόδ. 1. 44, Πινδ. Ο. 6. 99, Αἰσχύλ. Πρ. 71· ἰδίως κατὰ τὰς θυσίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 479· μάρτυρας κ. θεοὺς Σοφ. Τρ. 1248: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοὺς θεοὺς καλούμεθα Αἰσχύλ. Χο. 201, πρβλ. 216, Σοφ. Φιλ. 228· [[ὡσαύτως]], μαρτύριά τε καὶ τεκμήρια καλεῖσθαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 486: - ἀλλὰ ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι, τὰς ὁποίας ἐπικαλοῦμαι [[ἐναντίον]] σου, Σοφ. Ο. Κ. 1385: - ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τοῦ θεοῦ, μὲ ἐπικαλεῖταί τις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 174. 4) ὡς δικαστικὸς ὅρος, ἐπὶ τοῦ δικαστοῦ, καλεῖν τοὺς ἀμφισβητοῦντας εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Δημ. 406· 27, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] καλεῖν ὁ αὐτ. 407. 5, Ἀριστοφ. Σφ. 851, κτλ.· ἐὰν μὲν καλέσῃ Δημ. 532. 20· - [[ὡσαύτως]], ὁ ἄρχων τὴν δίκην καλεῖ Ἀριστοφ. Σφ. 1441· ἐν τῷ παθ., ἡ [[πατροκτόνος]] [[δίκη]] κέκλητ’ ἂν αὐτῷ Σοφ. Ἀποσπ. 624· πρὶν τὴν ἐμὴν δίκην καλεῖσθαι, πρὶν ἢ εἰσαχθῇ, Ἀριστοφ. Νεφ. 780· καλουμένης τῆς γραφῆς Δημ. 1336.10: - ἀλλὰ, β) ἐπὶ τοῦ ἐνάγοντος, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, καλεῖσθαί τινα, ἐγκαλεῖν τινα εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Ἀριστοφ. Νεφ. 1221, Σφ. 1416, Ἐκκλ. 864, πρβλ. Δημ. 640. 23· καλ. τινα ὕβρεως Ἀριστοφ. Ὄρν. 1046· καλ. τινὰ πρὸς τὴν ἀρχὴν Πλάτ. Νόμ. 914C· πρβλ. [[κλητήρ]], [[κλητεύω]]. ΙΙ. καλῶ διά τινος ὀνόματος, [[ὀνομάζω]], ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοὶ Ἰλ. Α. 403, κτλ. (ἴδε ἐν. λ. [[ἐπίκλησις]], [[ἐπώνυμος]])· κοτύλην δὲ τέ μιν καλέουσιν Ε.306· οὕτω παρ’ Ἀττ., ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας Σοφ. Ο. Κ. 486, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 86, κτλ.· - [[ὄνομα]] καλεῖν τινα, καλῶ τινα μέ τι [[ὄνομα]], εἶπ’ ὄνομ’, [[ὅττι]] σὲ κεῖθι κάλεον, μὲ τί [[ὄνομα]] σὲ ὠνόμαζον [[ἐκεῖ]], Ὀδ. Θ. 550, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 259, Πλάτ. Κρατ. 483Β, κτλ.· (καὶ ἐν τῷ παθ., [[ὄνομα]] καλεῖσθαι Ἡρόδ. 1. 173, Πινδ. Ο. 6. 94)· [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ [[ὄνομα]], τί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς [[δάκος]] τύχοιμ’ ἄν; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1232· τοῦτο αὐτὴν κάλεον Καλλ. Ἀποσπ. 429· [[ὡσαύτως]], τὸ μὲν [[ὄνομα]] ἱμάτια ἐκαλέσαμεν, ἐδώκαμεν εἰς αὐτὰ τὸ [[ὄνομα]] ἱμάτια, Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ἕκαστον τῶν ὀνομάτων οὐκ ἐπί τινι καλεῖς; ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 147D, Σοφ. 218C· (καὶ ἐν τῷ παθ., τύμβῳ δ’ [[ὄνομα]] σῷ κεκλήσεται - κυνὸς ταλαίνης [[σῆμα]] = [[τύμβος]] σὸς κεκλήσεται [[σῆμα]] κυνὸς ταλαίνης, Εὐρ. Ἑκ. 1271). 1) = [[κλέω]], κλείζω, [[φημίζω]], ἐπαινῶ, τὴν σὴν πίστιν καλοῦντες Kaib. ep. 481,1- Παθ., καλοῦμαι, ὀνομάζομαι, [[Μυρμιδόνες]] δὲ καλεῦντο Ἰλ. Β. 684· ἔτ’ εἰσὶ καὶ ἀφνειοὶ καλέονται Ὀδ. Ο. 433· - ὁ καλούμενος, ὁ φέρων τὸ [[ὄνομα]] …, ἐν τῇ Θεράπνῃ καλευμένῃ Ἡρόδ. 6.61· ὁ κ. [[θάνατος]] Πλάτ. Φαίδ. 86D· ἢ τινα Λατοΐδα κεκλημένον ἢ πατέρος, «ἢ τινα τοῦ τῆς Λητοῦς παιδός, Ἀπόλλωνος ἀπόγονον κελημένον ἢ καὶ υἱὸν [[αὐτοῦ]]…, ἢ πατέρος, ἢ γουν τοῦ Διὸς» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 3. 119· οὕτω, καλεῖσθαί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 140.<br />2) ὁ Παθ. πρκμ. κέκλημαι σημαίνει ἔχω λάβει [[ὄνομα]], [[φέρω]] [[ὄνομα]], καὶ [[συχνάκις]] σχεδὸν ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὸ εἰμί, ἰδίως (παρὰ ποιηταῖς) ἐπὶ προσώπων μεταβαινόντων εἰς ἔγγαμον βίον, [[οὕνεκα]] σὴ [[παράκοιτις]] κέκλημαι, [[διότι]] εἶμαι σύζυγός σου, Ἰλ. Δ. 61· [[φίλη]] κεκλήσῃ ἄκοιτις Γ. 138· αἵ γὰρ ἐμοὶ [[τοιόσδε]] [[πόσις]] κεκλημένος εἴη, [[εἴθε]] [[τοιοῦτος]] ἀνὴρ νὰ ἦτο σύζυγός μου, Ὀδ. Ζ. 244· ἠγάγετ’ ἐς μέγα [[δῶμα]] φίλην κεκλῆσθαι ἄκοιτιν Ἡσ. Θ. 410· σὴ κεκλημένη ἦν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 324· μηδ’ ἔτι Τηλεμάχοιο πατὴρ κεκλημένος [[εἴην]] Ἰλ. Β.260· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 2, 242, Σοφ. Ἠλ. 230, 336, κτλ.· - σπανίως κατ’ ἐνεστ., αἵ γὰρ, … [[τοῖος]] ἐὼν οἷός ἐσσι, … παῖδά τ’ ἐμὴν ἐχέμεν καὶ ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι, νὰ εἶχες τὴν θυγατέρα μου καὶ νὰ ἦσο [[γαμβρός]] μου, Ὀδ. Η. 313· -πρβλ. [[κηρύσσω]] ΙΙ. 3. 3) [[ἐνταῦθα]] δύο ποιητ. συντάξεις πρέπει νὰ σημειωθῶσι: α) Ἀλεισίου [[ἔνθα]] [[κολώνη]] κέκληται. [[ὅπου]] ὑπάρχει [[λόφος]] καλούμενος [[λόφος]] τοῦ Ἀλεισίου, Ἰλ. Λ.758· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ἔνθ’ Ἀρέας πόρον ἄνθρωποι καλέοισιν, [[ἔνθα]] ὑπάρχει ὁ [[πόρος]] ὃν οἱ ἄνθρωποι καλοῦσι πόρον Ἀρέας, Πινδ. Ν. 9. 96, ἴδε Σχολ., πρβλ. [[κλέω]] (Α), [[κικλήσκω]] ΙΙΙ, [[κλῄζω]] ΙΙ. β) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως ἢ ἀπαρ., μάτρωος δ’ ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον [[ἔμμεν]], τὸν ὠνόμασε μὲ τὸ [[ὄνομα]] τοῦ ἐκ μητρὸς πάππου του, Πινδ. Ο. 9. 96· καλεῖ με, πλαστὸς ὡς [[εἴην]] πατρί, δηλ., καλεῖ με πλαστόν, Σοφ. Ο. Τ. 780· οὕτω, καλοῦμέν γε παραδιδόντα μὲν διδάσκειν, λέγομεν ὅτι ὁ παραδίδων διδάσκει, Πλάτ. Θεαίτ. 198Β· οἱ δὲ τράγοι πίονες ὄντες ἧττον γόνιμοί εἰσιν (ἀφ’ ὧν καὶ τὰς ἀμπέλους [[ὅταν]] μὴ φέρωσι, τραγᾶν καλοῦσι, λέγουσιν ὅτι…) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5.14,18· πεβλ. [[ὀνομάζω]] ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |