Anonymous

παραπλήσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλήσιος''': -α, -ον, Ἡρόδ. 1. 202., 4. 128, Πλάτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θουκ. 1. 84, Πολύβ.· - ὁ πλησίον καὶ παραπλεύρως τινὸς ἐρχόμενος· [[ὅθεν]], ὁ πλησιάζων, σχεδὸν [[ὅμοιος]], ἐπὶ ἀριθμῶν, σχεδὸν [[ἴσος]], [[περίπου]] [[τόσος]]· ἐπὶ μεγέθους σχεδὸν [[τόσος]] [[μέγας]], ἐπὶ ἡλικίας, [[περίπου]] τῆς αὐτῆς κτλ. 1) ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 128, κτλ.· τοιαῦτα καὶ παραπλήσια, τοιαῦτα καὶ παρόμοια, Θουκ. 1. 22· τὰς πράξεις ὁμοίας καὶ π. ἀποβαίνειν Ἰσοκρ. 156Α· ταὐτον ἐστι σοφιστὴς καὶ [[ῥήτωρ]], ἢ ἐγγύς τι καὶ παραπλήσιον Πλάτ. Γοργ. 520Α· ναυσὶ παραπλησίαις τὸν ἀριθμὸν Θουκ. 7. 70 παραπλήσιοι τὸ [[πλῆθος]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 15· ἀγωνίζεσθαι πρὸς π. ἱππέας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 8, 17. 2) [[συχν]]. μετὰ δοτ., ἐν τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοις ἐγένοντο, ἦσαν [[περίπου]] ἴσοι, Ἡρόδ. 8. 16· νῆσοι Λέσβῳ μεγάθεα παραπλήσιαι ὁ αὐτ. 1. 202· ἐσθὴς τῇ Κορινθίῃ παραπλησιωτάτη ὁ αὐτ. 5. 87· π. τούτῳ καὶ ὅμοιον Δημ. 402. 15· ὅμοια ἢ π. τούτοις ὁ αὐτ. 439. 20 (ὡς ἐν τῇ Λατ. par s milisque)· - ἐν τούτοις τίθεται [[πολλάκις]] ἡ δοτ. τοῦ προσ., ἀντὶ τῆς δοτ. πράγματος [[ὅπερ]] ἀνήκει εἰς τὸ [[πρόσωπον]], ἔπαθε παραπλῄσια τούτῳ Ἡρόδ. 4. 78, Πολύβ. 1. 14, 2, κτλ.· - σπανίως μετὰ γεν., ὁ αὐτ. 1. 23, 6· (ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 217Β, ἡ γεν. ὧν, ἐτέθη καθ’ ἕλξιν). 3) ἑπομένου ἀναφορικοῦ, τρόπῳ παραπλησίῳ, τῷ καὶ Μασσαγέται Ἡρόδ. 4. 172· παρ. καὶ ... (ἴδε κατωτέρω), Λυδοὶ νόμοισι π. χρέωνται καὶ Ἕλληνες ὁ αὐτ. 1. 94, πρβλ. Θουκ. 5. 112., 7. 71· παρ. ὡς ..., Δημ. 36. 1· [[ὥσπερ]] ἂν εἰ …, Ἰσοκρ. 8Α. - Οὐδ., παραπλήσια, ὡς ἐπίρρ., π. ὡς εἰ …, perinde ac si …, Ἡρόδ. 4. 99 οὕτω, παραπλήσιον καὶ οὐ πολλῷ πλέον, [[περίπου]] ἡ αὐτὴ [[ἀπόστασις]] καὶ οὐχὶ πλειοτέρα, Θουκ. 7. 19· τὸ παραπλήσιον Διόδ. 19. 43· ἀλλὰ συχνότερον τὸ ὁμαλ. ἐπίρρ. -ίως, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, κ. ἀλλ.· παραπλησίως ἀγωνίζεσθαι, σχεδὸν μετὰ τῶν αὐτῶν πλεονεκτημάτων, Λατιν. aequo Marte contendere, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[νεῖκος]] ὁμοίιον, Ἡρόδ. 1. 77· π. τοῖς εἰρημένοις Ἰσοκρ. 92C, κλ.· π. καὶ …, Λατ. perinde ac …, Ἡρόδ. 7. 119· - συγκριτ. παραπλησιαίτερον, Πλάτ. Πολιτικ. 275C.
|lstext='''παραπλήσιος''': -α, -ον, Ἡρόδ. 1. 202., 4. 128, Πλάτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θουκ. 1. 84, Πολύβ.· - ὁ πλησίον καὶ παραπλεύρως τινὸς ἐρχόμενος· [[ὅθεν]], ὁ πλησιάζων, σχεδὸν [[ὅμοιος]], ἐπὶ ἀριθμῶν, σχεδὸν [[ἴσος]], [[περίπου]] [[τόσος]]· ἐπὶ μεγέθους σχεδὸν [[τόσος]] [[μέγας]], ἐπὶ ἡλικίας, [[περίπου]] τῆς αὐτῆς κτλ. 1) ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 128, κτλ.· τοιαῦτα καὶ παραπλήσια, τοιαῦτα καὶ παρόμοια, Θουκ. 1. 22· τὰς πράξεις ὁμοίας καὶ π. ἀποβαίνειν Ἰσοκρ. 156Α· ταὐτον ἐστι σοφιστὴς καὶ [[ῥήτωρ]], ἢ ἐγγύς τι καὶ παραπλήσιον Πλάτ. Γοργ. 520Α· ναυσὶ παραπλησίαις τὸν ἀριθμὸν Θουκ. 7. 70 παραπλήσιοι τὸ [[πλῆθος]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 15· ἀγωνίζεσθαι πρὸς π. ἱππέας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 8, 17. 2) συχν. μετὰ δοτ., ἐν τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοις ἐγένοντο, ἦσαν [[περίπου]] ἴσοι, Ἡρόδ. 8. 16· νῆσοι Λέσβῳ μεγάθεα παραπλήσιαι ὁ αὐτ. 1. 202· ἐσθὴς τῇ Κορινθίῃ παραπλησιωτάτη ὁ αὐτ. 5. 87· π. τούτῳ καὶ ὅμοιον Δημ. 402. 15· ὅμοια ἢ π. τούτοις ὁ αὐτ. 439. 20 (ὡς ἐν τῇ Λατ. par s milisque)· - ἐν τούτοις τίθεται [[πολλάκις]] ἡ δοτ. τοῦ προσ., ἀντὶ τῆς δοτ. πράγματος [[ὅπερ]] ἀνήκει εἰς τὸ [[πρόσωπον]], ἔπαθε παραπλῄσια τούτῳ Ἡρόδ. 4. 78, Πολύβ. 1. 14, 2, κτλ.· - σπανίως μετὰ γεν., ὁ αὐτ. 1. 23, 6· (ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 217Β, ἡ γεν. ὧν, ἐτέθη καθ’ ἕλξιν). 3) ἑπομένου ἀναφορικοῦ, τρόπῳ παραπλησίῳ, τῷ καὶ Μασσαγέται Ἡρόδ. 4. 172· παρ. καὶ ... (ἴδε κατωτέρω), Λυδοὶ νόμοισι π. χρέωνται καὶ Ἕλληνες ὁ αὐτ. 1. 94, πρβλ. Θουκ. 5. 112., 7. 71· παρ. ὡς ..., Δημ. 36. 1· [[ὥσπερ]] ἂν εἰ …, Ἰσοκρ. 8Α. - Οὐδ., παραπλήσια, ὡς ἐπίρρ., π. ὡς εἰ …, perinde ac si …, Ἡρόδ. 4. 99 οὕτω, παραπλήσιον καὶ οὐ πολλῷ πλέον, [[περίπου]] ἡ αὐτὴ [[ἀπόστασις]] καὶ οὐχὶ πλειοτέρα, Θουκ. 7. 19· τὸ παραπλήσιον Διόδ. 19. 43· ἀλλὰ συχνότερον τὸ ὁμαλ. ἐπίρρ. -ίως, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, κ. ἀλλ.· παραπλησίως ἀγωνίζεσθαι, σχεδὸν μετὰ τῶν αὐτῶν πλεονεκτημάτων, Λατιν. aequo Marte contendere, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[νεῖκος]] ὁμοίιον, Ἡρόδ. 1. 77· π. τοῖς εἰρημένοις Ἰσοκρ. 92C, κλ.· π. καὶ …, Λατ. perinde ac …, Ἡρόδ. 7. 119· - συγκριτ. παραπλησιαίτερον, Πλάτ. Πολιτικ. 275C.
}}
}}
{{bailly
{{bailly