Anonymous

σθένω: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σθένω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[ῥῆμα]] τραγ. ἀπαντῶν καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. καὶ παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 11. 31· ([[σθένος]]). Ἔχω ἰσχύν, δύναμιν, εἶμαι ἰσχυρὸς ἢ [[δυνατός]], οὐκ ἂν σθένοντά γε .. εἶλέν με, ἐν τῇ δυνάμει μου, Σοφ. Φιλ. 947· σθενόντων βραχιόνων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 312· μετὰ δοτ. τρόπου, σθ. χερί, ποσί, εἶμαι ἰσχυρὸς τὰς χεῖρας, τοὺς πόδας, Σοφ. Ἠλ. 998, Εὐρ. Κύκλ. 651, Ἄλκ. 267· [[ὡσαύτως]], σθ. μάχῃ, χρήμασι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1035, Ἠλ. 939· σθένοντος ἐν πλούτῳ Σοφ. Αἴ. 488· [[συχν]]. μετὰ δοτ. ἐπιθέτ., μέγα, μεῖζον σθ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 938, Πρ. 1013· οὐδὲν σθ. Σοφ. Ο. Κ. 846· ὅσον σθ., quantum valet, Αἰσχύλ. Εὐμ. 619· τοσοῦτον σθ. Σοφ. Αἴ. 1062· ὅσονπερ ἂν σθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 946, πρβλ. Τρ. 927· εἰς ὅσον σθ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1403. 2) ἔχω ἰσχὺν ἢ δύναμιν, εἴ τις [[ἄλλος]] ἐν πόλει σθ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 456, πρβλ. 734· οἱ [[κάτω]] σθένοντες, οἱ κυβερνῶντες [[κάτω]], οἱ [[κάτω]] θεοί, Εὐρ. Ἑκάβ. 49. 3) ἐπὶ πραγμάτων, σθένουσα λαμπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 296· ἀστραπαῖσι λαμπάδων σθένει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 383. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., ἔχω ἰσχὺν ἢ δύναμιν, εἶμαι [[ἱκανός]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., οὐδέπω μακρὰν [[πτέσθαι]] σθ. Σοφ. Ο. Τ. 17· προσβλέπειν γὰρ οὐ σθ. [[αὐτόθι]] 1486· οὐ γὰρ ἂν σθένοι ... ἕρπειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 501, πρβλ. 256, 1345, Αἴ. 165, κτλ.· σιγᾶν οὐ σθ. Εὐρ. Ι. Α. 655· ― παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., τόδ’, [[εἴπερ]] ἔσθενον, ἔδρων ἂν Σοφ. Ἠλ. 604· [[εἶμι]] ... ὅποιπερ ἂν σθ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 810, κτλ. 5) μετ’ αἰτ., βάρος [[οὐκέτι]] χεῖρες ἔσθενον Ἀνθ. Π. 9. 93.
|lstext='''σθένω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[ῥῆμα]] τραγ. ἀπαντῶν καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. καὶ παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 11. 31· ([[σθένος]]). Ἔχω ἰσχύν, δύναμιν, εἶμαι ἰσχυρὸς ἢ [[δυνατός]], οὐκ ἂν σθένοντά γε .. εἶλέν με, ἐν τῇ δυνάμει μου, Σοφ. Φιλ. 947· σθενόντων βραχιόνων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 312· μετὰ δοτ. τρόπου, σθ. χερί, ποσί, εἶμαι ἰσχυρὸς τὰς χεῖρας, τοὺς πόδας, Σοφ. Ἠλ. 998, Εὐρ. Κύκλ. 651, Ἄλκ. 267· [[ὡσαύτως]], σθ. μάχῃ, χρήμασι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1035, Ἠλ. 939· σθένοντος ἐν πλούτῳ Σοφ. Αἴ. 488· συχν. μετὰ δοτ. ἐπιθέτ., μέγα, μεῖζον σθ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 938, Πρ. 1013· οὐδὲν σθ. Σοφ. Ο. Κ. 846· ὅσον σθ., quantum valet, Αἰσχύλ. Εὐμ. 619· τοσοῦτον σθ. Σοφ. Αἴ. 1062· ὅσονπερ ἂν σθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 946, πρβλ. Τρ. 927· εἰς ὅσον σθ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1403. 2) ἔχω ἰσχὺν ἢ δύναμιν, εἴ τις [[ἄλλος]] ἐν πόλει σθ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 456, πρβλ. 734· οἱ [[κάτω]] σθένοντες, οἱ κυβερνῶντες [[κάτω]], οἱ [[κάτω]] θεοί, Εὐρ. Ἑκάβ. 49. 3) ἐπὶ πραγμάτων, σθένουσα λαμπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 296· ἀστραπαῖσι λαμπάδων σθένει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 383. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., ἔχω ἰσχὺν ἢ δύναμιν, εἶμαι [[ἱκανός]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., οὐδέπω μακρὰν [[πτέσθαι]] σθ. Σοφ. Ο. Τ. 17· προσβλέπειν γὰρ οὐ σθ. [[αὐτόθι]] 1486· οὐ γὰρ ἂν σθένοι ... ἕρπειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 501, πρβλ. 256, 1345, Αἴ. 165, κτλ.· σιγᾶν οὐ σθ. Εὐρ. Ι. Α. 655· ― παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., τόδ’, [[εἴπερ]] ἔσθενον, ἔδρων ἂν Σοφ. Ἠλ. 604· [[εἶμι]] ... ὅποιπερ ἂν σθ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 810, κτλ. 5) μετ’ αἰτ., βάρος [[οὐκέτι]] χεῖρες ἔσθενον Ἀνθ. Π. 9. 93.
}}
}}
{{bailly
{{bailly