3,273,816
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στράτευμα''': τό, (στρᾰτεύω) ὡς τὸ [[στρατεία]], [[ἐκστρατεία]], | |lstext='''στράτευμα''': τό, (στρᾰτεύω) ὡς τὸ [[στρατεία]], [[ἐκστρατεία]], συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ., στρ. ἐπὶ Σάμον Ἡρόδ. 3. 49· ἐφ’ Ἑλλάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 758· διέφυγον τὸ στρ., τὴν ἐπικειμένην εἰσβολήν, Ἡρόδ. 8. 112· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Λυσ. 1133. ΙΙ. ὡπλισμένη [[στρατιά]], [[δύναμις]] στρατιωτική, Ἡρόδ. 1. 6., 7. 48, καὶ Τραγικ.· στρ. πεζὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 469· διαπόντιον στρ., δηλ. συνιστάμενον ἐκ μισθοφόρων Ἀσιανῶν, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατ.» 1· ἱππικὸν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· πολιτικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 41· - [[ὡσαύτως]], [[κόσμημα]] ναυτικόν, Θουκ. 6. 74· τὸ ναυτικὸν στρ. Ἀχαιῶν Σοφ. Φιλ. 59. 2) = στρατὸς 2, ὁ [[λαός]], στρ. Παλλάδος Εὐρ. Ἱκέτ. 653. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |