Anonymous

κύριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύριος''': ῡ, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ἡρακλ. 143, Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 18· (κῦρος)· [[λέξις]] μεθ’ Ὅμηρον. Ι. ἐπὶ προσώπων, ἔχων ἐξουσίαν ἢ κυριότητα ἐπί τινος, [[κύριος]] ἢ [[δεσπότης]] τινός, μετὰ γεν., [[Ζεὺς]] ὁ πάντων κ. Πινδ. Ι. 5 (4) 67, πρβλ. Π. 2. 106· ἐμῶν τε καὶ τῶν σῶν κ. πιστωμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 878· πρὶν ἄν σε κ. στήσω τέκνων, σὲ καταστήσω κύριον..., Σοφ. Ο. Κ. 1041· κύριοι πολιτείας Ἀντιφῶν 120. 40· κύριός ἐστί τινος, ἔχει ἐξουσίαν ἐπί τινος, Λατ. penes eum est, Θουκ. 4. 20· κ. [[εἶναι]] εἰρήνης καὶ πολέμου Ξεν. Ἑλλ. 2. 2. 18· κυριώτατοι τοῦ ἱεροῦ Θουκ. 5. 53· τῶν [[αὐτοῦ]] κ. Πλάτ. Νόμ. 929D, πρβλ. ἐν Ἀδήλ. 391C, κτλ.· θανάτου κ., ἔχων ἐξουσίαν ζωῆς καὶ θανάτου, Πλάτ. Κριτί. 120D · οὕτω, κ. [[περί]] τινος Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 6. 2) κύριός εἰμι, μετ’ ἀπαρ. (ἴδε [[δίκαιος]] γ), ἔχω ἐξουσίαν ἢ [[δικαίωμα]] νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 104· [[οὗτος]] κ. ὁρκωμοτεῖν (κατὰ τὸν Reisk. ἀντὶ -ῶν) Εὐρ. Ἱκέτ. 1189· κ. ἀπολέσαι, σῶσαι δ’ ἄκυροι Ἀνδοκ. 30. 12, πρβλ. Θουκ. 5. 63., 8. 53· κυριώτεροι δοῦναι, ἱκανώτεροι νὰ δώσωσι, Θουκ. 4. 18· οὐ... κ. [[οὔτε]] ἀνελέσθαι πόλεμον, [[οὔτε]] καταλῦσαι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 27· αἱ ἀρχαὶ κ. κρίνειν Ἀριστ. Πολ. 3. 16, 10· οὕτω καί, κ. τοῦ μὴ μεθυσθῆναι, ἔχων τὴν δύναμιν νὰ μή..., ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 3. 5, 8. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, κ. γενέσθαι, ὅντινα δεῖ καταστήσασθαι Ἰσαῖ. 56. 26. 4) σπανιώτερον μετὰ μετοχ., πριαμένους ἢ πωλοῦντας κυρίους [[εἶναι]] Θουκ. 5. 34· κ. ἦν πράσσων [[ταῦτα]] ὁ αὐτ. 8. 51, πρβλ. Πολύβ. 6. 37, 8, πρβλ. 18. 20, 10· ― μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τί τῶνδε κυριώτερος μένεις; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 965· πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 505. 5) ἔχων ἐξουσίαν, [[ἐπιβλητικός]], [[ὑπέρτερος]], κ. [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 429Β· ὁ πατὴρ [[μέχρι]] τούτου κ. ἐστι Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 9· τὸ κύριον; ἡ κυβερνῶσα [[ἐξουσία]] ἢ [[δύναμις]] ἐν τῇ πολιτείᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 3. 10, 1· τὰ κύρια, αἱ ἀρχαί, οἱ ἄρχοντες, Δημ. 424. 11, Ἀριστ. Ρητ. 1. 8, 2· οὕτω, τὰ τῆσδε τῆς γῆς κ. Σοφ. Ο. Κ. 915. ΙΙ. οὐχὶ ἐπὶ προσώπων, ὁ κυριεύων, ἀποφασιστικός, ἔγκυρος, ὑπερισχύων, [[ἀνώτατος]], δίκαι Εὐρ. Ἡρακλ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Πλάτ. Κρίτων 50Β· [[μῦθος]] κυριώτερος, μείζονος σπουδαιότητος, Εὐρ. Ι. Α. 318· κυριωτάτη τῶν ἐπιστημῶν ἡ πολιτικὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 565Α, κτλ.· αἱ κυριώτεραι ἀρχαὶ π. Οὐρ. 2. 2, 10, πρβλ. Μεταφ. 2. 2. 14· ἡ [[φρόνησις]] τῆς σοφίας κυριωτέρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 6. 12, 3· οὕτω, κυριωτάτη [[ἐπιστήμη]], [[ἀπόδειξις]], κτλ., [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. 2) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄκυρος]], ἔγκυρος, ἰσχύων, νόμοι, δόγματα Δημ. 700, 8, Πλάτ. Νόμ. 926D· κ. θέσθαι τι, ὁρίζσαι δι’ ἐξουσίας, Σοφ. Ο. Τ. 1453· κ. ποιεῖσθαι τὴν δίκην, ἀντίθετον τῷ [[ἄκυρον]] π., Δημ. 544. 4., 998 ἐν τέλ.· τὰς συνθήκας κυρίας ποιεῖν Λυσ. 150· 35, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 179Β· ἔστω τὰ κριθέντα κ. Νόμ. παρ’ Δημ. 545. 11. 3) ἐπὶ χρόνου κτλ., ὡρισμένος, προσδιωρισμένος, ἡ κυρίη [[ἡμέρα]] Ἡρόδ. 5. 50, 93· ἡ κ. τῶν ἡμερέων ὁ αὐτ. 1. 48., 6. 129· κ. ἐν ἡμέρᾳ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 732· τόδε κ. [[ἦμαρ]] Εὐρ. Ἄλκ. 105, κτλ.· κ. μήν, ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, δηλ. ὁ [[ἔνατος]] μήν, Πινδ. Ο. 6. 52· ― οὕτω, [[ὅταν]] μόλῃ τὸ κύριον, ὁ διωρισμένος [[χρόνος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 766· κ. μένει [[τέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 542· ― ἐν Ἀθήναις, [[κυρία]] [[ἐκκλησία]], τακτικὴ ἢ [[συνήθης]] [[συνάθροισις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]], συγκαλουμένη ἐκτάκτως δι’ ὡρισμένην τινὰ ὑπόθεσιν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 111, 122, κ.ἀλλ.· [[οὕτως]], ἡ [[κυρία]] [[ἡμέρα]], ἡ ὡρισμένη [[ἡμέρα]], Δημ. 541. 22· [[ἐπεὶ]] ἧκεν ἡ κ. τοῦ νόμου παρὰ Δημ. 544. 20, κτλ. 4) [[νόμιμος]], [[κανονικός]], [[ἁρμόδιος]], [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε, κ. ξυνωμόται Αἰσχύλ., Εὐμ. 127, πρβλ. 326· ― κύρια ἔχειν τινός, ἔχειν ἢ ἐξασκεῖν νόμιμον ἐξουσίαν ἐπί τινος, [[αὐτόθι]] 960. 5) ἐπὶ λέξεων ἢ λόγων, [[κυριολογικός]], κυριολεκτικὸς καὶ [[συνήθης]], Λατ. proprius, κ. [[ὄνομα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταφορὰ καὶ [[γλῶττα]], Ἀριστ. Πολ. 3. 2, 6., 3. 10, 2, Ποιητ. 21, 5, κ.ἀλλ., Διογ. Λ. 10. 13, κτλ.· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφ. κ. [[ὄνομα]] ἐσήμαινεν [[ὡσαύτως]] ὅ,τι καὶ παρ’ ἡμῖν, τὸ [[ὄνομα]] προσώπου ἢ πόλεως κτλ., Ἡρόδ. 7. 5. ΙΙΙ. ἐπίρρ. [[κυρίως]], ἴδε ἐν λέξ. Β. ὡς οὐσιαστ., [[κύριος]], ὁ [[δεσπότης]], [[κύριος]], Λατ. dominus, ἐπώνυμ. τῶν θεῶν, Πινδ. Π. 2. 106, Σοφ. Αἴ. 734, κτλ.· [[κύριος]], κατέχων τι, [[δεσπότης]] τινός, τοῖσι κ. δωμάτων Αἰσχύλ. Χο. 658, πρβλ. 689, κτλ.· ἢ ὁ [[κύριος]], ἡ κεφαλὴ τῆς οἰκογενείας, ὁ οἰκογενειάρχης, [[οἰκοδεσπότης]] (πρβλ. [[κοῦρος]], [[κουρίδιος]]), καὶ [[κύριος]] μὲν [[εἶναι]] τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων, [[δεσπότης]] δὲ τῶν δούλων, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 965· ἀλλὰ καὶ ἐν σχέσει πρὸς τοὺς δούλους, Ἀριστοφ. Πλ. 6, Ἀντιφῶν 120. 1-5, Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 4· ― [[ὡσαύτως]] ὁ [[ἐπίτροπος]] ἢ κηδεμὼν κορασίου, Ἰσαῖ. 59. 26· καὶ [[καθόλου]] [[ἐπίτροπος]], ὁ αὐτ. 51. 22, Δημ. 1054. 18., 1134. 22, κτλ.· ― ἀκολούθως ὡς καὶ νῦν, κύριε ἦτο [[τύπος]] εὐγενοῦς προσφωνήσεως, ὡς τὸ Γαλλ. sire, Ἀγγλ. sir, Γερμ. Herr, Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιβ΄, 21., κ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 30, κτλ. 2) ὡς θηλ., [[κυρία]], ἡ ὡς ἔτι καὶ νῦν, ἰδίως [[δέσποινα]] ἢ [[οἰκοδέσποινα]], Λατ. domina, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 121· κυρίαν τῆς οἰκίας Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 2, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῇ κλητικῇ, ὡς καὶ νῦν, καὶ τὸ Γαλλ. madame, Δίων Κ. 48. 44. ΙΙ. ἐν Ἐπιγραφαῖς ὡς [[ἐπωνυμία]] πολλῶν θεῶν, τοῦ [[Διός]], Ἑρμοῦ, Κρόνου κτλ., ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. Πίνακ. ΙΙΙ· οὕτω Κυρία, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, κτλ. [[αὐτόθι]]. 2) παρὰ τοῖς Ἑβδ., ὁ Κύριος, = τῷ Ἑβρ. JEHOVAH· ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἰδίως ἐπὶ τοῦ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
|lstext='''κύριος''': ῡ, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ἡρακλ. 143, Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 18· (κῦρος)· [[λέξις]] μεθ’ Ὅμηρον. Ι. ἐπὶ προσώπων, ἔχων ἐξουσίαν ἢ κυριότητα ἐπί τινος, [[κύριος]] ἢ [[δεσπότης]] τινός, μετὰ γεν., [[Ζεὺς]] ὁ πάντων κ. Πινδ. Ι. 5 (4) 67, πρβλ. Π. 2. 106· ἐμῶν τε καὶ τῶν σῶν κ. πιστωμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 878· πρὶν ἄν σε κ. στήσω τέκνων, σὲ καταστήσω κύριον..., Σοφ. Ο. Κ. 1041· κύριοι πολιτείας Ἀντιφῶν 120. 40· κύριός ἐστί τινος, ἔχει ἐξουσίαν ἐπί τινος, Λατ. penes eum est, Θουκ. 4. 20· κ. [[εἶναι]] εἰρήνης καὶ πολέμου Ξεν. Ἑλλ. 2. 2. 18· κυριώτατοι τοῦ ἱεροῦ Θουκ. 5. 53· τῶν [[αὐτοῦ]] κ. Πλάτ. Νόμ. 929D, πρβλ. ἐν Ἀδήλ. 391C, κτλ.· θανάτου κ., ἔχων ἐξουσίαν ζωῆς καὶ θανάτου, Πλάτ. Κριτί. 120D · οὕτω, κ. [[περί]] τινος Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 6. 2) κύριός εἰμι, μετ’ ἀπαρ. (ἴδε [[δίκαιος]] γ), ἔχω ἐξουσίαν ἢ [[δικαίωμα]] νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 104· [[οὗτος]] κ. ὁρκωμοτεῖν (κατὰ τὸν Reisk. ἀντὶ -ῶν) Εὐρ. Ἱκέτ. 1189· κ. ἀπολέσαι, σῶσαι δ’ ἄκυροι Ἀνδοκ. 30. 12, πρβλ. Θουκ. 5. 63., 8. 53· κυριώτεροι δοῦναι, ἱκανώτεροι νὰ δώσωσι, Θουκ. 4. 18· οὐ... κ. [[οὔτε]] ἀνελέσθαι πόλεμον, [[οὔτε]] καταλῦσαι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 27· αἱ ἀρχαὶ κ. κρίνειν Ἀριστ. Πολ. 3. 16, 10· οὕτω καί, κ. τοῦ μὴ μεθυσθῆναι, ἔχων τὴν δύναμιν νὰ μή..., ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 3. 5, 8. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, κ. γενέσθαι, ὅντινα δεῖ καταστήσασθαι Ἰσαῖ. 56. 26. 4) σπανιώτερον μετὰ μετοχ., πριαμένους ἢ πωλοῦντας κυρίους [[εἶναι]] Θουκ. 5. 34· κ. ἦν πράσσων [[ταῦτα]] ὁ αὐτ. 8. 51, πρβλ. Πολύβ. 6. 37, 8, πρβλ. 18. 20, 10· ― μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τί τῶνδε κυριώτερος μένεις; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 965· πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 505. 5) ἔχων ἐξουσίαν, [[ἐπιβλητικός]], [[ὑπέρτερος]], κ. [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 429Β· ὁ πατὴρ [[μέχρι]] τούτου κ. ἐστι Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 9· τὸ κύριον; ἡ κυβερνῶσα [[ἐξουσία]] ἢ [[δύναμις]] ἐν τῇ πολιτείᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 3. 10, 1· τὰ κύρια, αἱ ἀρχαί, οἱ ἄρχοντες, Δημ. 424. 11, Ἀριστ. Ρητ. 1. 8, 2· οὕτω, τὰ τῆσδε τῆς γῆς κ. Σοφ. Ο. Κ. 915. ΙΙ. οὐχὶ ἐπὶ προσώπων, ὁ κυριεύων, ἀποφασιστικός, ἔγκυρος, ὑπερισχύων, [[ἀνώτατος]], δίκαι Εὐρ. Ἡρακλ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Πλάτ. Κρίτων 50Β· [[μῦθος]] κυριώτερος, μείζονος σπουδαιότητος, Εὐρ. Ι. Α. 318· κυριωτάτη τῶν ἐπιστημῶν ἡ πολιτικὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 565Α, κτλ.· αἱ κυριώτεραι ἀρχαὶ π. Οὐρ. 2. 2, 10, πρβλ. Μεταφ. 2. 2. 14· ἡ [[φρόνησις]] τῆς σοφίας κυριωτέρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 6. 12, 3· οὕτω, κυριωτάτη [[ἐπιστήμη]], [[ἀπόδειξις]], κτλ., συχν. παρ’ Ἀριστ. 2) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄκυρος]], ἔγκυρος, ἰσχύων, νόμοι, δόγματα Δημ. 700, 8, Πλάτ. Νόμ. 926D· κ. θέσθαι τι, ὁρίζσαι δι’ ἐξουσίας, Σοφ. Ο. Τ. 1453· κ. ποιεῖσθαι τὴν δίκην, ἀντίθετον τῷ [[ἄκυρον]] π., Δημ. 544. 4., 998 ἐν τέλ.· τὰς συνθήκας κυρίας ποιεῖν Λυσ. 150· 35, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 179Β· ἔστω τὰ κριθέντα κ. Νόμ. παρ’ Δημ. 545. 11. 3) ἐπὶ χρόνου κτλ., ὡρισμένος, προσδιωρισμένος, ἡ κυρίη [[ἡμέρα]] Ἡρόδ. 5. 50, 93· ἡ κ. τῶν ἡμερέων ὁ αὐτ. 1. 48., 6. 129· κ. ἐν ἡμέρᾳ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 732· τόδε κ. [[ἦμαρ]] Εὐρ. Ἄλκ. 105, κτλ.· κ. μήν, ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, δηλ. ὁ [[ἔνατος]] μήν, Πινδ. Ο. 6. 52· ― οὕτω, [[ὅταν]] μόλῃ τὸ κύριον, ὁ διωρισμένος [[χρόνος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 766· κ. μένει [[τέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 542· ― ἐν Ἀθήναις, [[κυρία]] [[ἐκκλησία]], τακτικὴ ἢ [[συνήθης]] [[συνάθροισις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]], συγκαλουμένη ἐκτάκτως δι’ ὡρισμένην τινὰ ὑπόθεσιν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 111, 122, κ.ἀλλ.· [[οὕτως]], ἡ [[κυρία]] [[ἡμέρα]], ἡ ὡρισμένη [[ἡμέρα]], Δημ. 541. 22· [[ἐπεὶ]] ἧκεν ἡ κ. τοῦ νόμου παρὰ Δημ. 544. 20, κτλ. 4) [[νόμιμος]], [[κανονικός]], [[ἁρμόδιος]], [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε, κ. ξυνωμόται Αἰσχύλ., Εὐμ. 127, πρβλ. 326· ― κύρια ἔχειν τινός, ἔχειν ἢ ἐξασκεῖν νόμιμον ἐξουσίαν ἐπί τινος, [[αὐτόθι]] 960. 5) ἐπὶ λέξεων ἢ λόγων, [[κυριολογικός]], κυριολεκτικὸς καὶ [[συνήθης]], Λατ. proprius, κ. [[ὄνομα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταφορὰ καὶ [[γλῶττα]], Ἀριστ. Πολ. 3. 2, 6., 3. 10, 2, Ποιητ. 21, 5, κ.ἀλλ., Διογ. Λ. 10. 13, κτλ.· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφ. κ. [[ὄνομα]] ἐσήμαινεν [[ὡσαύτως]] ὅ,τι καὶ παρ’ ἡμῖν, τὸ [[ὄνομα]] προσώπου ἢ πόλεως κτλ., Ἡρόδ. 7. 5. ΙΙΙ. ἐπίρρ. [[κυρίως]], ἴδε ἐν λέξ. Β. ὡς οὐσιαστ., [[κύριος]], ὁ [[δεσπότης]], [[κύριος]], Λατ. dominus, ἐπώνυμ. τῶν θεῶν, Πινδ. Π. 2. 106, Σοφ. Αἴ. 734, κτλ.· [[κύριος]], κατέχων τι, [[δεσπότης]] τινός, τοῖσι κ. δωμάτων Αἰσχύλ. Χο. 658, πρβλ. 689, κτλ.· ἢ ὁ [[κύριος]], ἡ κεφαλὴ τῆς οἰκογενείας, ὁ οἰκογενειάρχης, [[οἰκοδεσπότης]] (πρβλ. [[κοῦρος]], [[κουρίδιος]]), καὶ [[κύριος]] μὲν [[εἶναι]] τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων, [[δεσπότης]] δὲ τῶν δούλων, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 965· ἀλλὰ καὶ ἐν σχέσει πρὸς τοὺς δούλους, Ἀριστοφ. Πλ. 6, Ἀντιφῶν 120. 1-5, Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 4· ― [[ὡσαύτως]] ὁ [[ἐπίτροπος]] ἢ κηδεμὼν κορασίου, Ἰσαῖ. 59. 26· καὶ [[καθόλου]] [[ἐπίτροπος]], ὁ αὐτ. 51. 22, Δημ. 1054. 18., 1134. 22, κτλ.· ― ἀκολούθως ὡς καὶ νῦν, κύριε ἦτο [[τύπος]] εὐγενοῦς προσφωνήσεως, ὡς τὸ Γαλλ. sire, Ἀγγλ. sir, Γερμ. Herr, Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιβ΄, 21., κ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 30, κτλ. 2) ὡς θηλ., [[κυρία]], ἡ ὡς ἔτι καὶ νῦν, ἰδίως [[δέσποινα]] ἢ [[οἰκοδέσποινα]], Λατ. domina, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 121· κυρίαν τῆς οἰκίας Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 2, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῇ κλητικῇ, ὡς καὶ νῦν, καὶ τὸ Γαλλ. madame, Δίων Κ. 48. 44. ΙΙ. ἐν Ἐπιγραφαῖς ὡς [[ἐπωνυμία]] πολλῶν θεῶν, τοῦ [[Διός]], Ἑρμοῦ, Κρόνου κτλ., ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. Πίνακ. ΙΙΙ· οὕτω Κυρία, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, κτλ. [[αὐτόθι]]. 2) παρὰ τοῖς Ἑβδ., ὁ Κύριος, = τῷ Ἑβρ. JEHOVAH· ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἰδίως ἐπὶ τοῦ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly