Anonymous

φηγός: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φηγός''': ἡ, [[εἶδος]] δρυὸς φερούσης ἐδώδιμον βάλανον (Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2), [[ἴσως]] Quercus esculus, εἰ καὶ ἀμφίβολον [[εἶναι]] ἂν τὸ [[δένδρον]] τοῦτο εὑρίσκεται τὰ νῦν ἐν Ἑλλάδι ἢ ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ· (οὐχὶ τὸ Λατ. fagus [[ὅπερ]] = [[ὀξύα]], «ὀξυά»), εἰ καὶ ἔχουσι τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]]), [[συχν]]. ἐν Ἰλ. (οὐχὶ ἐν Ὀδ.)· ἦτο δὲ ἀφιερωμένη ἡ φηγὸς εἰς τὸν Δία· Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ Ἰλ. Ε. 693· φηγῷ ἐφ’ ὑψηλῇ... Διὸς Η. 60· ὁ Σοφοκλῆς καλεῖ τὴν Δωδωναίαν δρῦν τὴν παλαιὰν φ., Τραχ. 171 (πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 18., 39. 7), ἀλλὰ καὶ δρῦν, [[αὐτόθι]] 1168. ― Περὶ τῆς γλωσσικῆς μεταβάσεως ἀπὸ τοῦ φηγὸς εἰς τὸ fagus ([[ὀξύα]]) ἴδε M. Müller Sc. of. Language, 2, σ. 222, 235. ΙΙ. ἡ [[βάλανος]] τοῦ [[αὐτοῦ]] δένδρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1137. Πλάτ. Πολ. 372C. Ἐντεῦθεν φηγών, φήγινος, φηγινέος· πρβλ Λατ. fāgus, fag-inus, fag-ineus· ― Ἀγγλο-Σαξον. bôc-e ([[ὀξύα]], Ἀγγλ. beech)· Ἀρχ. Γερμαν. bnohh-a· ― πιθαν. ἐκ τῆς √ΦΑΓ, φαγεῖν, ὡς διδάσκει ὁ Εὐστ. 594. 34, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἄκυλος (glans) πρὸς τὸ Σανσκρ. a← (edere)).
|lstext='''φηγός''': ἡ, [[εἶδος]] δρυὸς φερούσης ἐδώδιμον βάλανον (Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2), [[ἴσως]] Quercus esculus, εἰ καὶ ἀμφίβολον [[εἶναι]] ἂν τὸ [[δένδρον]] τοῦτο εὑρίσκεται τὰ νῦν ἐν Ἑλλάδι ἢ ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ· (οὐχὶ τὸ Λατ. fagus [[ὅπερ]] = [[ὀξύα]], «ὀξυά»), εἰ καὶ ἔχουσι τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]]), συχν. ἐν Ἰλ. (οὐχὶ ἐν Ὀδ.)· ἦτο δὲ ἀφιερωμένη ἡ φηγὸς εἰς τὸν Δία· Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ Ἰλ. Ε. 693· φηγῷ ἐφ’ ὑψηλῇ... Διὸς Η. 60· ὁ Σοφοκλῆς καλεῖ τὴν Δωδωναίαν δρῦν τὴν παλαιὰν φ., Τραχ. 171 (πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 18., 39. 7), ἀλλὰ καὶ δρῦν, [[αὐτόθι]] 1168. ― Περὶ τῆς γλωσσικῆς μεταβάσεως ἀπὸ τοῦ φηγὸς εἰς τὸ fagus ([[ὀξύα]]) ἴδε M. Müller Sc. of. Language, 2, σ. 222, 235. ΙΙ. ἡ [[βάλανος]] τοῦ [[αὐτοῦ]] δένδρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1137. Πλάτ. Πολ. 372C. Ἐντεῦθεν φηγών, φήγινος, φηγινέος· πρβλ Λατ. fāgus, fag-inus, fag-ineus· ― Ἀγγλο-Σαξον. bôc-e ([[ὀξύα]], Ἀγγλ. beech)· Ἀρχ. Γερμαν. bnohh-a· ― πιθαν. ἐκ τῆς √ΦΑΓ, φαγεῖν, ὡς διδάσκει ὁ Εὐστ. 594. 34, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἄκυλος (glans) πρὸς τὸ Σανσκρ. a← (edere)).
}}
}}
{{bailly
{{bailly