Anonymous

πέδον: Difference between revisions

From LSJ
8 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πέδον''': -ου, τό, (ἴδε ποὺς) τὸ [[ἔδαφος]], ἡ γῆ, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 455 ([[πέδονδε]] [[ὅμως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.)· ἀκολούθως [[συχν]]. παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ἀνθ’ οὗ παρὰ πεζογράφοις κεῖται [[πεδίον]], καὶ ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει [[τύπος]] ἐν τῷ πληθ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 585· χθονὸς π. Αἰσχύλ. Πρ. 1· κελεύθου στρωννύναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 909. 2) περὶ ἰδιαιτέρας τινὸς πεδιάδος (πρβλ. [[πεδίον]] Ι. 2), Κρισαῖον [[πέδον]], παρὰ τοὺς Δελφούς, Σοφ. Ἠλ. 730· καλούμενον Λοξίου π. ὑπὸ τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 1036· ἐπὶ τῆς πεδιάδος τῆς Ἀττικῆς, Παλλάδος κλεινὸν π. Ἀριστοφ. Πλ. 772· ἁγνὸν ἐς Θήβης π. Εὔβουλος ἐν «Ἀντιόπῃ» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Μυσοῖς» 1· καὶ [[πέδον]] μετὰ γεν. τόπου [[συχν]]. εὕρηται ὡς [[περίφρασις]] [[αὐτοῦ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ τόπου, Εὐρώπης π. Αἰσχύλ. Πρ. 734· Λήμνου Σοφ. Φιλ. 1464, κτλ. 3) μετὰ προθ., νεύειν ἐς π. Σοφ. Ἀντ. 441· πρὸς πέδῳ βαλεῖν, κεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182, Σοφ. Ο. Τ. 180 - ἀκολούθως μόνον πέδῳ, πεσόντος αἵματος πέδῳ, κατὰ γῆς, εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Αἰσχύλ. Χο. 48 (πρβλ. Εὐμ. 263. 479), Σοφ. Ἠλ. 747· οὕτω, ῥίπτειν πέδῳ Εὐρ. Ι. Α. 39, πρβλ. Ὀρ. 1433, 1439· ἀλλὰ πιθαν. διορθωτέον [[πέδοι]] ἀντὶ πέδῳ ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ὡς καὶ ἀντὶ τοῦ [[πέδον]] ἐν ταῖς φράσεσι, [[πέδον]] πατεῖν, [[πέδον]] πατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Χο. 643· ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 749· - πρβλ. [[πεδόθεν]], [[πέδονδε]], [[πεδόσε]].
|lstext='''πέδον''': -ου, τό, (ἴδε ποὺς) τὸ [[ἔδαφος]], ἡ γῆ, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 455 ([[πέδονδε]] [[ὅμως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.)· ἀκολούθως συχν. παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ἀνθ’ οὗ παρὰ πεζογράφοις κεῖται [[πεδίον]], καὶ ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει [[τύπος]] ἐν τῷ πληθ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 585· χθονὸς π. Αἰσχύλ. Πρ. 1· κελεύθου στρωννύναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 909. 2) περὶ ἰδιαιτέρας τινὸς πεδιάδος (πρβλ. [[πεδίον]] Ι. 2), Κρισαῖον [[πέδον]], παρὰ τοὺς Δελφούς, Σοφ. Ἠλ. 730· καλούμενον Λοξίου π. ὑπὸ τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 1036· ἐπὶ τῆς πεδιάδος τῆς Ἀττικῆς, Παλλάδος κλεινὸν π. Ἀριστοφ. Πλ. 772· ἁγνὸν ἐς Θήβης π. Εὔβουλος ἐν «Ἀντιόπῃ» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Μυσοῖς» 1· καὶ [[πέδον]] μετὰ γεν. τόπου συχν. εὕρηται ὡς [[περίφρασις]] [[αὐτοῦ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ τόπου, Εὐρώπης π. Αἰσχύλ. Πρ. 734· Λήμνου Σοφ. Φιλ. 1464, κτλ. 3) μετὰ προθ., νεύειν ἐς π. Σοφ. Ἀντ. 441· πρὸς πέδῳ βαλεῖν, κεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182, Σοφ. Ο. Τ. 180 - ἀκολούθως μόνον πέδῳ, πεσόντος αἵματος πέδῳ, κατὰ γῆς, εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Αἰσχύλ. Χο. 48 (πρβλ. Εὐμ. 263. 479), Σοφ. Ἠλ. 747· οὕτω, ῥίπτειν πέδῳ Εὐρ. Ι. Α. 39, πρβλ. Ὀρ. 1433, 1439· ἀλλὰ πιθαν. διορθωτέον [[πέδοι]] ἀντὶ πέδῳ ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ὡς καὶ ἀντὶ τοῦ [[πέδον]] ἐν ταῖς φράσεσι, [[πέδον]] πατεῖν, [[πέδον]] πατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Χο. 643· ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 749· - πρβλ. [[πεδόθεν]], [[πέδονδε]], [[πεδόσε]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly